Όταν αναφερόμαστε στο revenge porn ή στην εκδικητική πορνογραφία ή στη “σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας” όπως οι επιστήμονες θεωρούν ακριβέστερο όρο, ουσιαστικά μιλάμε για μια φάμπρικα εκβιασμού που βαραίνει διαχρονικά τα θύματα, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι γυναίκες που δεν αναζητούν βοήθεια, με αποτέλεσμα να αποσιωπούν ή να απωθούν τη βαρβαρότητα, μέσα σε μια άβυσσο ενοχών.

Πρόσφατα, μια γυναίκα δημοσιοποίησε τον επώδυνο τρόπο με τον οποίο εδώ και τρία χρόνια βιώνει τη δημοσιοποίηση προσωπικών ερωτικών στιγμών της, από πρώην σύντροφο της. Με αφορμή την εξομολόγηση αυτή, άνοιξε ένας νέος κύκλος συζητήσεων, με τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό να δίνει το θλιβερό παρών, ενώ έγιναν και αρκετές σοβαρές προσπάθειες ώστε να γίνει κατανοητό πως αυτή η μορφή κακοποίησης είναι ένας ακραίος τρόπος μέσω του οποίου οι γυναίκες στερούνται τον έλεγχο του σώματος τους, εξαναγκάζοντας τες να ζουν σαν να είναι συλλογική περιουσία.

Η Βάλια Τσιριγώτη, Κοινωνιολόγος με ειδίκευση στην Ψυχική υγεία, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό και η Ιωάννα Στεντούμη, δικηγόρος, είναι δύο γυναίκες που εμπιστεύομαι και οι οποίες διαθέτουν μεγάλη εμπειρία στο έμφυλο κομμάτι που διαρκώς βάλλεται. Στην κουβέντα που ακολουθεί, προσπαθήσαμε να δώσουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που συνήθως φέρουν πόνο, αγωνία και ντροπή, με μόνο σκοπό να τα ξορκσίσουμε, ενδυναμώνοντας κάθε θηλυκότητα, υπενθυμίζοντας της πως δεν είναι μόνη. 

Η Βάλια, αρχικά αποσαφηνίζει γιατί είναι λάθος να μιλάμε για ροζ βίντεο σε περιπτώσεις διαρροής οπτικού υλικού σεξουαλικού περιεχομένου χωρίς τη συναίνεση της γυναίκας και γιατί αυτό συνιστά κακοποίηση. Ο όρος “ροζ βίντεο” επινοήθηκε επί της ουσίας ως μία ακόμα απόχρωση του κίτρινου τύπου.  Η σκανδαλοθηρική διάσταση που επιδιώκεται να πάρει η διαρροή οπτικού υλικού με ερωτικό και σεξουαλικό περιεχόμενο είναι αυτή που βαφτίζει τα βίντεο “ροζ”, με στόχο την προσέλκυση του κοινού, αλλά και τη δημιουργία ενός κλίματος παραπλάνησης των αληθινών ποιοτήτων της πράξης αυτής. Με τον όρο “ροζ” προκαλείται παράλληλα η αίσθηση ενός “άτακτου”, πονηρού κλίματος, που αποποιείται κάθε ευθύνη για την κακοποίηση που το περιεχόμενο συνιστά. Σήμερα κάνουμε λόγο για εκδικητική πορνογραφία. Παρόλα αυτά θα ήθελα να θέσω τον προβληματισμό μου και ως προς τη χρήση του όρου “πορνογραφία”. Το περιεχόμενο των βίντεο που κυκλοφορούν χωρίς τη συναίνεση των θηλυκοτήτων που πρωταγωνιστούν, δεν θα έπρεπε να θεωρείται πορνογραφικό και τα υποκείμενα που πρωταγωνιστούν δεν το δημιούργησαν με σκοπό την διέγερση των θεατών. Δεν είναι πορνογραφία με τη συμβατική έννοια. Είναι βίντεο ιδιωτικού ερωτικού περιεχομένου που χρησιμοποιούνται χωρίς την συγκατάθεση των προσώπων”. 

Μιλώντας για τον ψυχισμό των υποκειμένων που δέχονται την κακοποίηση, η Βάλια διευκρινίζει πως είναι χρήσιμο να αποφεύγουμε τις γενικεύσεις όταν μιλάμε για τον ψυχισμό των ατόμων,  μιας και κάθε άνθρωπος αποτελεί ξεχωριστή πτυχή της ιστορίας. “Παρόλα αυτά, σε γενικές γραμμές, μερικά πράγματα που θα μπορούσε κανείς να καταγράψει είναι η σημαντική κοινωνική απόσυρση, η ντροπή, τα συναισθήματα αναξιότητας και ταπείνωσης, η αίσθηση της εγκατάλειψης και της προδοσίας, ο φόβος για τον έρωτα, η απώλεια εμπιστοσύνης. Το άτομο νιώθει στοχοποιημένο και εκτεθειμένο.  Πολύ συχνά  θεωρεί πως έχει το μερίδιο της ευθύνης για αυτό που συμβαίνει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η ελληνική οικογένεια και το πατριαρχικό σύστημα, όπως και το σύστημα εκπαίδευσης, επί αιώνες “διαπαιδαγωγούν” με εργαλεία την ντροπή, την ενοχή και την τιμωρία. Αυτές οι τακτικές βρίσκουν χώρο και απλώνουν ρίζες πάνω στους αυτόματους πια κοινωνικούς μηχανισμούς μας. Θεωρώ σημαντικό να επισημάνω την αξιοσημείωτη βλάβη που μπορεί να προκαλέσει αυτό σε γυναίκες που ήδη πασχίζουν με ζητήματα ψυχικής νόσου. Εκεί τα πράγματα δυστυχώς μπορεί να δράσουν καταλυτικά, ενίοτε ως και ανεπανόρθωτα, αν και δεν πιστεύω πως υπάρχει ανεπανόρθωτο. Παρόλα αυτά, κάποιες φορές, παραδέχομαι ακόμα κι εγώ πως συμβαίνει κι αυτό.

Θεωρώ όμως σημαντικό να επισημάνω και πως αυτές οι μορφές κακοποίησης μπορούν να αποτελέσουν σε δεύτερο χρόνο εμπειρίες μέσα από τις οποίες, γυναίκες και θηλυκότητες, να κατανοήσουν την αιτία των φαινομένων και να βγουν ενδυναμωμένες, ενημερωμένες, ενωμένες, αποτινάσσοντας από πάνω τους τη ντροπή που πάνε να τους φορτώσουν”. 

Από τη στιγμή που το ζήτημα της εκδικητικής πορνογραφίας ήρθε πάλι στο επίκεντρο, το μυαλό μου δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τη Θεσσαλονίκη και τη χαρακτηριστική ήπερίπτωση της φοιτήτριας Λ.Κ., η οποία αυτοκτόνησε υπό την απειλή δημοσίευσης προσωπικώνς της στιγμών. Η αίσθηση της διαπόμπευσης είναι κάποιες φορές ασήκωτη. Δεν τους επιτρέπει να συνεχίσουν να ζουν. Ας μην ξεχνάμε και την περίπτωση Λοβέρδου και την διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών που οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Ήταν κι αυτή μια ιστορία που συνδέεται  από μια άλλη οδό με τις αξιώσεις του συστήματος για την γυναικεία σεξουαλικότητα”. 

Η εξάπλωση αυτών των βίντεοαντικατοπτρίζει τις ιδέες, τις θέσεις και τις στάσεις του κοινού για το σεξ. Το σεξ έχει πολύ συχνά πορνογραφική και τιμωρητική αντιμετώπιση και χρησιμοποιείται ως πράξη εκδίκησης και εξουσίας. “Το εκδικητικό “πορνό” βρίσκει έδαφος γιατί υπάρχουν πρόσφορες αντιλήψεις. Όσο το κοινό ασπάζεται τέτοιες αντιλήψεις, ή ακόμα πιο αθώα, αρέσκεται σκανδαλοθηρικά στην παρακολούθηση τέτοιων βίντεο, τα βίντεο αυτά θα υπάρχουν. Η καταπάτηση και η υποκλοπή είναι ερεθιστική στον πολιτισμό μας. Στις επίσημες σελίδες πορνογραφικού περιεχομένου κάνουν θραύση τα βίντεο “ερασιτεχνικού ή εγχώριου περιεχομένου”. Γιατί; Γιατί η παραβίαση εδραιώνει την αίσθηση της ανδρικής παντοδυναμίας. Η παρακολούθηση αυτών των βίντεο αποτελεί έμμεση επιβράβευση για τους θύτες. Όταν μια συμπεριφορά παύει να είναι αποδεκτή από τις κοινότητες, τότε αυτή με την πάροδο του χρόνου δεν βρίσκει ανταπόκριση και εκλείπει. Όλοι ξέρουμε πως κάνουμε σεξ, αλλά αν κάποιος σε δει σε ένα βίντεο που μάλιστα δεν έδωσες τη συναίνεσή σου, είναι σχεδόν σα να είναι υποχρεωμένος να σε θεωρήσει βρώμικη για την βρώμικη πράξη κάποιου άλλου. Δημιουργεί μια διεστραμμένη πεποίθηση η εικόνα, πως το θύμα του βίντεο κάπως θα το άξιζε για να το έπαθε αυτό. Κάθε φορά που δεν συμμετέχουμε στην κατανάλωση τέτοιων βίντεο κάνουμε ένα βήμα αποδόμησης της μη συναινετικής πορνογραφίας και του εκχυδαϊσμού του έρωτα“. 

Αυτό που αναρωτιέμαι και μοιράζομαι με τη Βάλια, είναι κατά πόσο η καταπολέμηση της ντροπής που βιώνει το υποκείμενο μπορεί να περάσει και μέσα από τη διαδικασία του μοιράσματος και της έκθεσης αυτής της εμπειρίας; “Εξαρτάται. Ίσως πρέπει να είμαστε κάπως προσεκτικές ως προς αυτό. Η αναβίωση μπορεί να αποτελέσει  και επανατραυματισμό για το άτομο. Η έκθεση και το μοίρασμα είναι πολύ σημαντικά γιατί απενοχοποιούν τα υποκείμενα, και κυρίως μέσα από αυτό βρίσκουμε το κοινό βίωμα, ανακαλύπτουμε τόπους ασφαλείς. Η Ann Voskamp γράφει πως “η ντροπή πεθαίνει όταν οι ιστορίες λέγονται σε ασφαλή μέρη” (“Shame dies when stories are told in safe places”). Δεν είναι όμως πάντα εξαρχής οι τόποι ασφαλείς, και χρειάζεται κάθε θηλυκότητα να βρει τον δικό της χώρο και χρόνο ως προς αυτό. Το δικό της βηματισμό. Η αφήγηση είναι αυτή που χτίζει καινούργιους κόσμους, η δημόσια έκθεση όμως έχει κι άλλα παρελκόμενα σε ορισμένες περιπτώσεις, που δεν αντέχονται πάντα. Κυρίως θα επιμείνω, όχι τόσο στον τόπο (δημόσιο ή ιδιωτικό) μοιράσματος, αλλά στον τρόπο. Και στη δική μας εκπαίδευση ως γυναίκες, σιγά-σιγά και μαλακά, σε μια νέα διαδικασία έκθεσης, να αποτάξουμε από πάνω μας το λεξιλόγιο της αγοράς, όπου αυτό είναι δυνατό. Και αυτό, όχι γιατί πρέπει να γίνουμε  πανομοιότυπες, αλλά γιατί συχνά η γλώσσα της ελεύθερης αγοράς δημιουργεί τους εγκλωβισμούς στους οποίους βρισκόμαστε παγιδευμένες”. 

Η Βάλια θεωρεί πως αν οι κοινότητες καταφέρουν να αγκαλιάσουν τις γυναίκες που έχουν βιώσει κακοποίηση, τότε αυτές πιθανόν δε θα χρειάζονται για τέτοιους λόγους ψυχολογική υποστήριξη.

“Ο τρόπος για να υποστηριχθούν οι γυναίκες, είναι να αλλάξουν οι κοινότητες. Μέχρι τότε, αλληλεγγύη, συμπαράσταση, κοινωνικοί αγώνες και δομές φροντίδας”. 

Περνώντας στο νομικό κομμάτι, η Ιωάννα αρχικά που απαντά στο αν η σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας, είναι τυποποιημένη ως έγκλημα που διώκεται αυτεπάγγελτα στην ελληνική νομοθεσία. Η μορφή αυτής έμφυλης βίας δυστυχώς δεν αποτυπώνεται στον ποινικό κώδικα ως τέτοια. Υπάρχει η διάταξη του άρθρου 370α όπου γίνεται αναφορά στην αποτύπωση σε υλικό φορέα μη δημόσιων πράξεων, ωστόσο αφενός είναι μια πολύ γενική διατύπωση χωρίς σαφή αναφορά και οριοθέτηση των εννοιών που αφορούν την έμφυλη διάσταση, αφετέρου το σχετικό κεφάλαιο του ποινικού κώδικα (παράβαση του απορρήτου), απαλύνει την ιδιαίτερη ηθική απαξία της κακοποίησης με έμφυλο πρόσημο και της προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας – διότι αυτό το έννομο αγαθό θίγεται, περί αυτού πρόκειται και όχι για το απόρρητο των επικοινωνιών ή γενικά για την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Η μη τυποποίηση του αδικήματος ως τέτοιο, στο κεφάλαιο της γενετήσιας ελευθερίας, συνεπάγεται τη μη αναγνώριση από το νομοθέτη της σημασίας της ποινικοποίησης της χρήσης συγκεκριμένων βίντεο – ερωτικών/ σεξουαλικών, που βρίσκονται στον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αυτοδιάθεσης και σεβασμού του άλλου ατόμου – ως μέσο απειλής, εκβίασης, εκδίκησης, τιμώρησης, από σύντροφο/ πρώην σύντροφο/ σύζυγο. Το ίδιο ζήτημα υπάρχει και με τις ποινικές διατάξεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, που επίσης μπορεί να εφαρμοστεί σε τέτοιες περιπτώσεις – αυτές οι διατάξεις ‘αφαιρούν’ κατά κάποιο τρόπο από το αδίκημα αυτό τον πραγματικό του χαρακτήρα ως μορφή έμφυλης βίας”.

Έχοντας ήδη μια πιο προσωπική εικόνα για την απάντηση, ζητάω από την Ιωάννα να μοιραστεί την εμπειρία της, για τον αν οι επιζώσες βρίσκουν στις αρχές την υποστήριξη που αναζητούν. “Δυστυχώς η εμπειρία μου ως συνήγορος δεν είναι ιδιαίτερα θετική. Μόνο κατ’ εξαίρεση η αντιμετώπιση των θυμάτων είναι επαρκής και υποστηρικτική προς αυτά. Κυρίως θα την χαρακτήριζα ελλιπή, αποσπασματική και συχνά εχθρική προς τα θύματα έμφυλης βίας. Υπάρχουν ακόμα πολλά στερεότυπα που είναι ενσωματωμένα, ιδίως στην αστυνομία. Συχνά λοιπόν έχω ακούσει, ακόμα και για περιπτώσεις βιασμού, ότι η καταγγελία είναι ψευδής, ιδίως όταν αφορά τουρίστριες πχ, για να εισπράξουν αποζημίωση. Αυτό δεν έχει καμία πραγματική βάση – καμία αποζημίωση δεν έχει δοθεί από το ειδικό ταμείο για την υποστήριξη θυμάτων βίας, σε θύμα βιασμού, ωστόσο οι αστυνομικοί – οι αρμόδιοι δηλαδή για να σχηματίσουν τη δικογραφία και να συγκεντρώσουν τα στοιχεία – αμφισβητούν ακόμα τις καταγγελίες με αυτό το επιχείρημα! Συχνά επίσης ακούω το επιχείρημα “καταγγέλλουν για να εκδικηθούν’”το σύντροφό τους. Αυτό αναδεικνύει μία πλήρη άγνοια της διαδικασίας που συνιστά για το θύμα να καταγγέλλει, άγνοια της δυσκολίας και της ψυχολογικής του κατάστασης, αλλά ακόμα και έλλειψη σεβασμού στην τήρηση της ποινικής διαδικασίας που απαιτείται, κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να δεχτούν την καταγγελία και να προχωρήσουν στην συλλογή των στοιχείων, και όχι να συμβουλεύουν το θύμα να μην προχωρήσει σε καταγγελία γιατί θα μπλέξει, ή να ρωτάνε μήπως κάτι δεν κατάλαβε καλά, μήπως φορούσε κάτι προκλητικό, και μήπως το άλλο μέρος δεν κατάλαβε ότι το ίδιο δεν επιθυμούσε σεξουαλική επαφή. Εν τέλει, πληθώρα αδικημάτων εξαρτάται από την κατάθεση του ενός μέρους απέναντι στην κατάθεσή του άλλου, αλλά μόνο στα συγκεκριμένα αδικήματα αναδεικνύεται με τέτοιο τρόπο και ένταση η δήθεν ψευδείς καταγγελία “για άλλους λόγους”. Όταν η πρώτη επαφή με τις αρχές είναι αυτή, καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο είναι να προχωρήσουν οι καταγγελίες. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία ψυχολογική υποστήριξη, δεν υπάρχει διαθέσιμος/η διερμηνέας, και δεν υπάρχει συχνά και ιατροδικαστής. Όλη η θεσμική πλαισίωση πάσχει”.

Άραγε, φέρουν ποινικές ευθύνες όσοι αναπαράγουν για εμπορικούς ή μη λόγους βίντεο τα οποία είναι προϊόν κακοποίησης; “Η παράγραφος 3 του άρθρου 370 Α, αναφέρει ότι όποιος αθέμιτα κάνει χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη, ενώ τιμωρείται βαρύτερα – με φυλάκιση τουλάχιστον 3 έτη – αν ενεργεί ιδιωτικές έρευνες, αν απέβλεπε στην είσπραξη αμοιβής ή αν τελεί την πράξη αυτή κατ’ επάγγελμα. Επομένως η χρήση των βίντεο συνιστά αυτοτελές έγκλημα – όταν αναφερόμαστε στην χρήση, αναφερόμαστε σε κάθε αξιοποίηση, όπως είναι η δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο ή σε άλλα μέσα ενημέρωσης, ή και η αποστολή του σε συγκεκριμένα πρόσωπα“.

Η Ιωάννα επισημαίνει πως εκτός από τις ποινικές διατάξεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, υπάρχουν και οι αστικές αποζημιώσεις που θεωρεί σημαντικές. “Συχνότατα, αν όχι πάντα, τα θύματα παράνομων πράξεων που αφορούν στη γενετήσια ελευθερία τους, επιλέγουν να μην κινηθούν νομικά για χρηματική αποζημίωση, και μάλιστα αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με στερεοτυπικές αντιλήψεις περί αποζημιώσεων που δήθεν απαιτούν τα θύματα και που δήθεν αποτελούν το λόγο της καταγγελίας τους. Ομως αυτές οι δημοσιοποιήσεις, συνιστούν προσβολή προσωπικότητας για την οποία οφείλεται αποζημίωση και πρέπει να διεκδικείται η καταβολή της. Επίσης, βάσει του ν.1178/1981 για την αστική ευθύνη του τύπου, ο ιδιοκτήτης του εντύπου/εκπομπής ραδιοφωνικής/τηλεοπτικής που προξένησε την ηθική βλάβη στο θύμα με τη δημοσίευση φωτογραφιών, βίντεο κλπ, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για αυτήν. Αλλωστε η προστασία των προσωπικών δεδομένων ‘από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα’, προβλέπεται και από το Σύνταγμα.

Επομένως, κατά τη γνώμη μου, όλα τα θύματα πρέπει να προχωρούν σε καταγγελία στις αρχές, για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, αλλά και να ζητούν χρηματική αποζημίωση. Ωστόσο εκτιμώ ότι θα έπρεπε ταυτόχρονα να τυποποιηθεί το συγκεκριμένο αδίκημα ως τέτοιο, ως μορφή δηλαδή έμφυλης βίας και κακοποίησης και να ενταχθεί στο αντίστοιχο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα περί εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Σε κάθε περίπτωση, να συνιστά επιβαρυντική περίσταση όταν τελείται από πρώην σύντροφο/ σύζυγο. Είναι πλέον ένα κοινωνικό φαινόμενο με πολλά θύματα, ιδίως στις νεότερες ηλικίες, και πρέπει ως τέτοιο να αντιμετωπιστεί και οριοθετηθεί”.

Τέλος, αναρωτιέμαι αν υπάρχουν παραδείγματα άλλων χωρών που να ανταποκρίνονται καλύτερα στις σύγχρονες ανάγκες. “Η αντιμετώπιση αυτής της μορφής έμφυλης βίας, άργησε σε γενικές γραμμές να αντιμετωπιστεί. Εξ όσων γνωρίζω ωστόσο, έχει τυποποιηθεί ως αδίκημα σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ, στον Καναδά, και σχετικά πρόσφατα στη Γαλλία και στην Αγγλία”.