Ξύπνησα στον καναπέ, άρα κοιμήθηκα κάτω από την αγαπημένη μου κουβέρτα. Το φως μπαίνει από παντού στο σαλόνι και καθώς προσπαθώ να ισιώσω τις βλεφαρίδες μου, βλέπω τα φωτάκια να αναβοσβήνουν κουρασμένα από χθες το βράδυ. Κοιτώντας το ταβάνι σκέφτομαι ότι είναι από εκείνα τα πρωινά που διαπραγματεύεσαι αν έζησες ή όχι την προηγούμενη ημέρα, αναζητώντας αποδεικτικά στοιχεία στον χώρο. Ένα βαζάκι μαρμελάδα βερίκοκο και μπισκοτάκια σε σχήμα πάπιας που σε μερικά λείπει το κεφάλι και σε άλλα το φτερό. Ναι, το θυμάμαι αυτό το φονικό. Τραβάω το βιβλίο που η Νέλλη κοιμάται ακόμη πάνω του. Η αλήθεια γιέ μου ειν’ ανάλαφρη σαν το φτερό μα λίγων οι ώμοι αντέχουνε να τη σηκώσουν! Τώρα παιδί μου ας πεθάνω. Θα φύγω ήσυχος κι ανάλαφρος σαν την αλήθεια που σου χάρισα”. Θυμάμαι μια ζωή να υπογραμμίζω τα βιβλία του πατέρα μου και οι “Σκυλάνθρωποι” είναι γεμάτοι από μολυβιές του 2ου έτους μου, τότε που κόβαμε την καλημέρα σε όποιον τολμούσε να μας πει ότι ο κόσμος δεν αλλάζει, ότι οι άνθρωποι δεν μετακινούνται, δεν εξομολογούνται, δεν γίνονται η πιο αληθινή εκδοχή του εαυτού τους.

Η οθόνη του λάπτοπ φωτίζεται. Η γνωστή συνομωσία του Μάλαμα με τα αξημέρωτα βράδια μου, κολλημένος πάντα στο ίδιο τραγούδι, μέχρι να μην έχεις κουράγιο να συρθείς ως το κρεβάτι, μέχρι τα ξωτικά να σε νανουρίσουν με: “Δωσ’ μου το φως κι ας κάνω πως δεν είδα, δωσ’ μου νερό να σβήσω τα βαριά, ό,τι έχει μείνει μέχρι εδώ απ’ το κερί μου, είναι τα μάτια σου που καίνε σαν φωτιά. Μέσα στα ρούχα μου σε κρύβω σαν φωτιά, να `χουν να λεν πως δε σε γνώρισα ποτέ, όνειρο είναι η ιστορία μας καρδιά μου, τα ξωτικά γυρνούν τις νύχτες συντροφιά μου”.

Βράζω λίγο γάλα. Ένας στάβλος θα έμοιαζε πιο όμορφος από την κουζίνα μου, αυτή τη στιγμή. Υπάρχει λίγος κιμάς στον τοίχο. Πραγματικά, τι διάλο; Ήδη τέσσερις προτάσεις που περιμένουν επιβεβαίωση για τηλεδιάσκεψη και είμαι ξύπνια μόλις ένα εικοσάλεπτο. Τη σιχαίνομαι αυτή τη φάση και πονάνε και τα μάτια μου. Το γάλα άφρισε και δεν πίνεται, ενώ όλα τα παράθυρα κυκλώνουν μαύρα σύννεφα. Μαζεύω την κουβέρτα και καθώς την τινάζω, πέφτει ένα αστεράκι. Σκέφτομαι πως θα παράπεσε από τις χειροτεχνίες μας με τη Μαρία, προχθές. Το τραβάω μια φωτογραφία και το στέλνω σε όσους θεωρώ ότι μπορούν έστω και λίγο να δουν το φως του. “Ωχ! Απ’ τα μαλλιά σου έπεσε αυτό;”. Χαμογελάω.

Σκέφτομαι ποιο θα είναι το πρώτο πρόγραμμα που θα κάνω όταν τελειώσει όλο αυτό. Βασικά αυτό έχει κανονιστεί ήδη σε εκείνο το τηλεφώνημα που κάπως αντανακλούσε κάτι από μοναξιά και κούραση. “Όταν τελειώσει όλο αυτό, θα πάρουμε τα βιβλία και τα μαγιό μας, μακαρόνια γιατί δεν ξέρουμε έτσι και αλλιώς τίποτα άλλο να φτιάχνουμε, ένα Gin και ένα Disaronno και θα πάμε στην Εύβοια. Θυμάσαι εκείνες τις ξαπλώστρες που κάτσαμε από το πρωί μέχρι τη δύση του ήλιου και σου φώναζα “Χρύσα θα καείς”, αλλά δεν άκουγες και τελικά κάηκες, κάνοντας ένα τεράστιο σημάδι; Θα πάμε σε εκείνο το ταβερνάκι με τις τέλειες γαρίδες και το ανόητο φλέρτ του αγοριού που σερβίρει, ενώ το βράδυ θα τρώμε εκλεράκια κοιτώντας τη θάλασσα από το μπαλκόνι”.

Σκέφτομαι ότι θα πω στον Κωστή να βγάλει από το γκαράζ το παλιό πράσινο αμάξι, που στο πίσω κάθισμα έχει όλα μας τα φοιτητικά χρόνια, τις εκδρομές, το τρακάρισμα στο καράβι για Άνδρο και έναν πίνακα ζωγραφικής που αγόρασα από τη Σύρο και τον μεταφέραμε με ανοιχτή πόρτα μέχρι την Αθήνα. Θα πάρουμε σάντουιτς και λεμονάδες και θα πάμε ξανά σε εκείνη τη λίμνη που πήγαμε πριν μήνες και που ένα δέντρο έβγαινε μέσα από το νερό. Θα ξαναπούμε όπως κάνουμε τα τελευταία δώδεκα χρόνια, όλους τους λόγους που δεν θα παντρευτούμε για να καταλήξει πως μια μέρα θα τον κυνηγάω, μα να μη στεναχωριέμαι γιατί δεν θα είναι αργά.

Σκέφτομαι πως θα πάω στη γιαγιά μου, θα ξαπλώσω στο κάτω μέρος του κρεβατιού της και θα τρώμε καραμέλες τσάρλεστον, βάζοντας λίγη Μυρτώ στους καρπούς. Θα της ζητήσω να μου πει ξανά την ιστορία που ήμουν μικρή και είδαμε μια αρκούδα πηγαίνοντας προς το χωριό και την παρακαλούσα να την πάρουμε σπίτι και για εκείνη τη φορά που γλίστρησα και τελικά έπεσα μέσα σε έναν κήπο με τσουκνίδες. Θα γελάσουμε με το πόσο έκλαψα και θα τη ρωτήσω πότε θα είναι έτοιμα τα γεμιστά.

Όταν τελειώσει όλο αυτό, μάλλον θα φτάνουν τα γενέθλια μου. Θα φέρω όλες τις γλάστρες που έχω αγοράσει και ξέμειναν στο πατρικό μου και θα πάρω αφράτα μαξιλάρια για τον καναπέ στο μπαλκόνι. Θα βάλω το νυχτολούλουδο δίπλα στο παράθυρο που ανοίγει στην κρεβατοκάμαρα και θα στείλω ένα ομαδικό μήνυμα σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που μέρες τώρα βλέπω μέσα από μια οθόνη, ακούω από ένα ακουστικό, αναβοσβήνουν σε ένα μήνυμα. Όταν τελειώσει όλο αυτό θα βγάλουμε μια φωτογραφία στο ηλιοβασίλεμα. Θα ακουμπήσουμε τα χέρια μας γύρω από αυτούς που αγαπάμε και θα λέμε “Χρόνια πολλά” άσχετα με το ποιος έχει γενέθλια, θα φυσήξουμε όλοι μαζί τα κεράκια, να σκορπίσει μακριά μας η φρίκη.

Με έχει κουράσει τόσο όλο αυτό με τα ατελείωτα μηνύματα, τα εικονίδια και τα gifακια που προσπαθούν μάταια να αποδώσουν το συναίσθημα μας. Εχω αρχίσει να τραβάω φωτογραφίες για κάθε μου συναίσθημα, στέλνοντας τες μπας και δεν ξεχάσουν οι άνθρωποι μας, τις συσπάσει του προσώπου μας. Όταν τελειώσει όλο αυτό, σίγουρα πρέπει να σταματήσω αυτή τη σάχλα.

Προφανώς όταν τελειώσει όλο αυτό θα γεμίσουμε ξανά τα ντουλάπια μας με σπρέι, τις τσέπες μας με γκλίτερ, τους δρόμους με συνθήματα. Θα φοράμε φορέματα, θα φοράτε βερμούδες, θα κρατάμε χαμόγελα, θα μας δίνετε όνειρα. Θα επαναδιεκδικήσουμε τον δημόσιο χώρο, θα κάτσουμε ξανά στα σκαλιά, θα μεθύσουμε σε φεστιβάλ που ερωτεύεσαι τις ιδέες που γεννά το μυαλό των ανθρώπων που τραγουδάνε ζαλισμένοι, που κάνουν την πολιτική πράξη καθημερινότητα, που αναγνωρίζουν την επανάσταση στην αλήθεια του έρωτα, στο θάρρος της επιλογής, στο πείσμα της αμφισβήτησης, στην πίστη της αφοσίωσης.

Σταμάτησα να γράφω για λίγο. Συνάντησα τη Μαρία, φορούσε το αγαπημένο μου μωβ κραγιόν και σηκώσαμε τα χέρια μας σε στάση αγκαλιάς. “Είσαι καλά;” “Είμαι καλά, εσύ;” “Και εγώ. Σ’ αγαπώ ακόμη και με αυτά τα απαίσια γάντια” “Και εγώ σ’αγαπώ”.

Όταν τελειώσει όλο αυτό, θα πάρω τηλέφωνο εκείνο το αναπάντητο μήνυμα που γράφει “Χαθήκαμε” και θα πω “Βρεθήκαμε”, θα αγκαλιάσω λιγότερα δεδομένα, θα φιλήσω λιγότερα βιαστικά, θα αντέχω περισσότερο να ζω τις ευτυχισμένες μου στιγμές χωρίς άγχος. Όταν τελειώσει όλο αυτό, δεν θα ξεχάσω ότι επέζησα εξαιτίας αυτού του παραθύρου, που έδειχνε χωρίς να χάσει λεπτό, την ώρα των Εξαρχείων, δεν με άφησε να ξεχάσω στιγμή ότι αύριο είναι μια καινούργια μέρα…