Αν είσαι μαφιόζος κι η μαφία κυνηγάει να σε σκοτώσει, αν είσαι γκάνκστερ κι η συμμορία πειράξει την οικογένειά σου, (κινηματογραφικά) έχεις τρεις επιλογές.

Η πρώτη, Χόλιγουντ: Φορτώνεσαι κουμπούρια, φυσεκλίκια και χειροβομβίδες, τους κάνεις ντου και καθαρίζεις ολάκερη τη φαμίλια, ολάκερη την οργάνωση ως το πιο ψηλό κεφάλι, “όλοι τους και μόνος σου”. Η δεύτερη, Όσκαρ: πουλιέσαι στους απέναντι, στην άλλη φαμίλια, διαλέγεις την πλευρά σου και μπαίνεις ξανά στον πόλεμο. Η τρίτη, Κάννες: πας στην αστυνομία και μιλάς. Κελαηδάς ονόματα και παίρνεις γι’ αντάλλαγμα υποσχέσεις. Ο Τομάζο Μπουσέτα ήταν Ιταλός και υπήρχε στ’ αλήθεια. Μοιραία διάλεξε το τρίτο…

Έγινε, το 1980, ο πρώτος πληροφοριοδότης της σιτσιλιάνικης μαφίας!

Πληροφοριοδότης για την αστυνομία. Για τους μαφιόζους, ρουφιάνος. Ο ίδιος, πέρα απ’ την ανάγκη του να προστατεύσει τη γυναίκα και τα παιδιά του, πέρα απ’ την ανάγκη του να εκδικηθεί τους γιούς που του σκοτώσανε, είχε και τη συνείδησή του ήσυχη. “Αυτοί πάτησαν τις αρχές και τις αξίες της Κόζα Νόστρα. Δεν προδίδω τις αξίες μου, τιμωρώ αυτούς που τις πρόδωσαν. Συνεχίζω να είμαι ένας έντιμος άντρας“. Και κάπως έτσι, ένα μαφιόζικο, βραδύκαυστο θρίλερ ήρθε στο φως.

Ο σεβασμός του Μάρκο Μπελόκιο (που υπογράφει σκηνοθεσία και συνυπογράφει το σενάριο) για την παράδοση του είδους, ίσως βρίσκει αφορμή στο όνομα των Κορλεόνε. Όπως και να ‘χει, αποδίδει ξεκάθαρες τιμές στο μπαμπά Φράνσις Φορντ Κόπολα, εκκινώντας την ταινία του με φιέστα, και συνεχίζοντας με σκοτωμούς την ώρα που ο Μπουσέτα… βαφτίζει το μωρό του! Κι έτσι δείχνει να ξεκαθαρίζει:

Αυτό που θα δεις, φιλάει το χέρι του “Νονού” μα του περνάει χειροπέδες!

Ξεκινά ως κλασικό “μαφιόζικο” (όχι γκανκστερικό!) φιλμ, για να συνεχίσει με το χαρακτηριστικό βηματισμό των αντίστοιχων ταινιών ως το γραφείο του ανακριτή, κι εκεί να γίνει δικαστικό (αντι)θρίλερ εποχής. Σ’ εκείνο το κομμάτι μάλιστα, κρύβεται και το μεγάλο ενδιαφέρον της ταινίας. Στο δικαστήριο. Σ’ ένα δικαστήριο που οι μαφιόζοι δοκίμασαν πρώτα να το κάνουν τσίρκο, για να συνεχίσουν έπειτα με μια ευθεία διαλεκτική σύγκρουση κόντρα στον “αρουραίο”, τον πληροφοριοδότη της αστυνομίας, τον προδότη τους.

Το ιταλικό σύστημα δικαιοσύνης της εποχής, μοιάζει να βοηθάει πολύ το σκηνοθέτη. Η δυνατότητα να κάτσουν “απέναντι” και να μιλήσουν ο ένας στον άλλο, ο μάρτυρας με τον κατηγορούμενο, αυτό το ντιμπέιτ του υποκόσμου λειτουργεί ανανεωτικά στη μέση της ταινίας και δεν την αφήνει να κάνει την κοιλιά που ίσως θα περίμενε κανείς. Κι ενώ τα “πρακτικά της δίκης” δεν θ’ αποτελούσαν συναρπαστικό ανάγνωσμα, ο Μπελόκιο καταφέρνει να κάνει τα “κινηματογραφικά πρακτικά” να οδηγούν σε μια συναρπαστική κόντρα. Μια φλόγα που αναθερμαίνει, αλλά δεν κυριαρχεί, ούτε χαλάει το ύφος τη ταινίας του. Ο Μπελόκιο δεν ξεπέφτει σε φτηνούς χολιγουντισμούς εντός δικαστηρίου, αλλά…

…φροντίζει να προσφέρει μια σειρά έξυπνα κινηματογραφικά τρικ.

Ο εσωτερικός κόσμος του “παντρόνε” που πέφτει στην παγίδα, απεικονίζεται με εικόνες… θηρίου σε κλουβί! Μια βομβιστική επίθεση που θα μπορούσε να ‘χει σκέτο σοκ και φλόγα, γίνεται slow motion πορεία προς το θάνατο, έξοχη ως χορογραφία και πολύ πιο αποτελεσματικά σοκαριστική από το μπουμ ενός απότομου ξαφνιάσματος. Κι όλα αυτά, χωρίς να θυμίζει η ταινία ξεκούδουνη μίξη Τρίερ – Σκορσέζε – Γκάι Ρίτσι (εύκολα θα μπορούσε), αλλά μένοντας πιστή σ’ ένα πλάνο ρυθμού και εποχής που θυμίζει το “Μόναχο” του Σπίλμπεργκ.

Και το πιο δυνατό χαρτί; Ο ίδιος ο Μπουσέτα – κατά κόσμον Πιερφραντσέσκο Φαβίνο. Με τη στόφα στιβαρού πρωταγωνιστή και τη νηφαλιότητα να μην οδηγηθεί σε κορόνες, ο Φαβίνο προσφέρει μια ερμηνεία τόσο δεμένη που θα μπορούσες να την ονομάσεις κλασική. Μια ερμηνεία που θα μπορούσε να σκεπάζει την ίδια της την ταινία, αλλά δεν το κάνει γιατί ο πρωταγωνιστής δείχνει να ξέρει πόσο και μέχρι πού. Κι ακριβώς γι’ αυτό, φτάνει στο τόσο και στο εκεί που τον κάνει στα μάτια σου μετρημένο, στιβαρό, ουσιαστικό. Και τελικά καταφέρνει αυτό που δεν θα πετύχαινε ποτέ αν το προσπαθούσε: να τον θυμάσαι…

*O “Προδότης” έρχεται στις αίθουσες, 10 Σεπτεμβρίου από τη Rosebud.21.