Πώς κατασκευάζεις μια αντιναζιστική ταινία;

Με φρίκη κι ελπίδα: έναν κακό αξιωματικό που πυροβολεί αθώους απ’ το μπαλκόνι του λίγο πριν φάει πρωινό, κι έναν καλό επιχειρηματία που προσλαμβάνει Εβραίους για να τους σώσει απ’ τα στρατόπεδα. Ή με δράμα βαρύ και με συγκίνηση: έναν Εβραίο πιανίστα που ο πόλεμος του στέρησε τη μουσική κι η μουσική τον έσωσε απ’ τον πόλεμο. Ίσως με σύγχρονα πειράματα και παραλληλισμούς: μαθητές σ’ ένα ριψοκίνδυνο μάθημα, εθελοντές σ’ ένα κοινωνικό πείραμα, παθιασμένοι νεοναζί που βγήκαν απ’ τη φυλακή γεμάτοι ανθρωπιά κι επίγνωση της παγίδας. Φυσικά με τη (δίκαιη) μανία της εκδίκησης: Μια ομάδα ανταρτών και μια νεαρή Εβραία, βάζουν φωτιά στο σινεμά που ‘ναι γεμάτο μεγάλα κεφάλια των SS. Ωστόσο υπάρχει κι άλλος τρόπος.

Ο πιο δύσκολος τρόπος. Κι ίσως ο πιο επιτυχημένος.

Μπορείς να κάνεις αντιναζισμό… (χαμο)γελώντας!

Δεν είναι η πρώτη φορά. Το ‘κανε ο Τσάρλι Τσάπλιν τότε που κότσαρε μουστάκι – σβάστικα – αρβύλα κι έγινε Μεγάλος Δικτάτωρ. Το ‘κανε κι ο δικός μας, ο Θανάσης Βέγγος όταν καταμεσής της χούντας έλεγε λαγό τη γάτα κι αναρωτιόταν: Τι Έκανες στον Πόλεμο, Θανάση; Φυσικά το ‘κανε ο Μπενίνι, τότε που μας άφησε πρώτα να γελάσουμε μέχρι δακρύων, για να κλάψουμε τελικά με παγωμένο χαμόγελο στη Ζωή (που) Είναι Ωραία. Και τελευταίος σ’ αυτή την παρέα της χαρμολύπης, ένας μικρός “πωρωμένος ναζιστής”. Ένα φοβισμένο παιδάκι που λυπάται να σκοτώσει τα ζωάκια κι έχει “πεταλούδες στο στομάχι” του. Ένας “λαγός”. Ο Τζότζο.

Μικρός. Φοβισμένος. Γκαφατζής. Αλλά μες στην παιδική του φαντασία ζει ένας Χίτλερ, κι ο δεκάχρονος Τζότζο πρέπει να γίνει ο καλός ναζί που πάντα (;) ήθελε. Δεν μπορεί. Είναι ευαίσθητος, κι αυτό τον κάνει ρεζίλι στην κατασκήνωση. Είναι παθιασμένος κι ορμητικός, κι αυτό του χαρίζει ένα σημάδι στο πρόσωπο και την αποτυχία να εκπαιδευτεί μαζί με τ’ άλλα παιδιά. Η μαμά του τον αγαπάει, τον φροντίζει μα ταυτόχρονα λείπει συνέχεια απ’ το σπίτι. Ο μπαμπάς του για τους ναζί είναι λιποτάκτης, για τον Τζότζο είναι πολεμιστής στην Ιταλία. Κι η μεγάλη του αδερφή δεν ζει πια, μα ο Τζότζο νομίζει ότι ακούει το φάντασμά της. Το “νομίζει”, δεν πάει στο “ακούει”. Πάει στο “φάντασμα”. Ο Τζότζο ακούει, μα δεν ακούει την Ίνγκα. Ακούει την Έλσα…

…μια έφηβη Εβραία που ‘ναι κρυμμένη σ’ έναν τοίχο του σπιτιού τους!

Ο Τάικα Γουαϊτίτι διάβασε το βιβλίο της Κριστίν Λέουνενς και φαίνεται πως είδε εκεί μέσα, ένα τι από 1984, λίγο από La Vita E Bella και πολύ από Moonrise Kingdom. Είδε μια ναζιστική Γερμανία με τα μάτια του Μπενίνι, το φόβο του Όργουελ και την ψυχή του Γουές Άντερσον: με “μαύρο” χιούμορ, γερή αίσθηση καλοδουλεμένης παιδικής θεατρικής παράστασης, κι αληθινή ευαισθησία. Κάπως έτσι, η ταινία του Γουατίτι (που τη βλέπεις φέτος αποκλειστικά στη Nova, δωρεάν, όπως και πολλές ακόμα βραβευμένες ταινίες της χρονιάς) μπορεί κι είναι ταυτόχρονα μια φρέσκια, ζωντανή, διασκεδαστική πολεμική σάτιρα, αλλά και μια ουσιαστική και γλυκιά ιστορία ενηλικίωσης. Και τα δύο πετυχαίνουν, μόνο που το ένα τα καταφέρνει με διαφορετικό τρόπο απ’ το άλλο.

Ο πόλεμος γίνεται παιχνίδι. Οι γκάφες φέρνουν εκρήξεις, οι εκρήξεις φυσιολογικά φέρνουν νεκρούς. Κι ωστόσο, μια βόμβα σκάει και σε βρίσκει με μαυρισμένο μάτι, μπαρουτοκαπνισμένο μα όχι νεκρό. Ένας όλμος εκτοξεύεται από λάθος σ’ ένα κατάστημα, αλλά τον αντιμετωπίζει περισσότερο σαν πιάτο που έπεσε κι έσπασε, παρά σα δυστύχημα που κόστισε ζωές. Όχι με μια διάθεση κυνικά και βίαια ποπ, σαν του Ταραντίνο, αλλά μέσα σ’ ένα πλαίσιο που θυμίζει “κινούμενα σχέδια”. Κι αυτό δεν στερεί ούτε λίγο τον αντιπολεμικό χαρακτήρα την ταινίας του Γουατίτι. Μάλλον τον ενισχύει, αφού ο κόσμος που πηγάζει μέσα απ’ τα αθώα μάτια του πιτσιρίκου, δεν καταλαβαίνει σε τι κακό πιστεύει: ο Χίτλερ είναι ένα φανταστικό φιλαράκι κι ένα μεγάλο ποπ είδωλο, οι Γερμανοί πιστεύουν και παπαγαλίζουν ηλίθιες κι απίστευτες θεωρίες συνωμοσίας, οι Εβραίοι είναι “τέρατα με ουρές, κέρατα και υπερδυνάμεις”. Μόνο που…

…η Έλσα δεν είναι έτσι!

Και μ’ αυτή ως όχημα, απ’ τη μέση περίπου της ταινίας και μετά, ο Τζότζο αρχίζει να μεγαλώνει. Όχι πάντα εύκολα. Όχι πάντα ανώδυνα. Ο πόλεμος είναι πόλεμος κι ο ναζισμός δεν είναι αστείο. Αυτό το πέρασμα όμως απ’ την αθωότητα στην ενηλικίωση, αυτός ο δρόμος κρύβει μέσα του τον έρωτα, τη φιλία, την ανθρωπιά που μπορεί να ξεπερνάει τις διαταγές. Αυτός ο δρόμος, δεν είναι πια πολύχρωμος και χαβαλετζήδικος. Αυτός ο δρόμος κουβαλάει κινδύνους, αγωνίες και θύματα. Αλλά στο τέλος του, κρύβει σχεδόν την ίδια εικόνα που κρύβει και το τέλος ενός πολέμου: ο ουρανός είναι καθαρός, ο αέρας φρέσκος, κι οι άνθρωποι έτοιμοι για μια καινούρια αρχή που ελπίζουν πως θα ‘ναι η τελευταία.

Αυτή είναι στο φινάλε όλη η επιτυχία στο (οσκαρικό πια!) σενάριο του Γουατίτι: μια αγνή κι αθώα σύγκριση. Απ’ τη μια το παιδί του ναζισμού, ο σφιγμένος, φοβισμένος, ο ενοχικός πιτσιρίκος με τους υποχρεωτικούς εχθρούς και φίλους. Απ’ την άλλη, δυο παιδιά που χορεύουν ελεύθερα και χαμογελάνε. Αυτά είναι δυο παιδιά που δεν θα θελήσουν ποτέ έναν δικό τους πόλεμο. Κι αξίζει να δεις την ιστορία του, για να μην τον θελήσεις ποτέ ούτε κι εσύ. Όπως λέει κι η Γιόχανσον: “Αγαπώ την πατρίδα μου αλλά μισώ τον πόλεμο. Είναι ανούσιος και ηλίθιος!“.

Δες το Jojo Rabbit σε Α’ τηλεοπτική προβολή  στη Nova, όπως και πολλές ακόμα ταινίες που σήκωσαν τα σπουδαία βραβεία της χρονιάς.