Κλείσε τα μάτια και προσπάθησε να φανταστείς τον εαυτό σου, εκεί γύρω στα 50. Παραιτημένος από τα όνειρά σου, άνεργος, ασθενικός και δίχως φίλους. Μένεις στο ίδιο σπίτι μαζί με τους υπερήλικες γονείς σου και τις γεροντοκόρες αδερφές σου. Το σουξέ που έχεις στις γυναίκες εξαντλείται στην επί πληρωμή συντροφιά, ενώ τα ευκαιριακά σου μεροκάματα πηγαίνουν εξ ολοκλήρου για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας. Εφιαλτικό το σενάριο; Η απάντησή σου προφανής και είναι δεδομένο ότι μαζί της θα συμφωνούσε και ο Χρυσοβαλάντης.

Ο (αντι)ήρωας του μυθιστορήματος του Μάκη Τσίτα με τίτλο του «Μάρτυς μου ο Θεός», που είδε τη ζωή του να επαληθεύει στο ακέραιο κάθε ένα από τα παραπάνω αυτά ενδεχόμενα. Ο Χρυσοβαλάντης, που λέτε, τα βάζει κάτω κι αποφασίζει να βγάλει τα σώψυχά του σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο, σε μια εγωκεντρική αφήγηση-εξομολόγηση που παραπέμπει σε προσωπικό ημερολόγιο.

Όλα στραβά κι ανάποδα στη ζωή του. Λίγα πράγματα κατάφερε ακολουθώντας το μονοπάτι του καλού παιδιού και του φιλότιμου μικροαστού. Η εκμετάλλευση και η απόρριψη είναι οι δύο σκιές που τον ακολουθούν παντού και πάντα, ωστόσο ο ίδιος δεν φαίνεται διατεθειμένος να εγκαταλείψει τις «αρχές» του προκειμένου να γίνει αρεστός. Κι αφού μιλήσαμε για… αρχές, να κι ένα σύντομο ψυχογράφημά του: Θεοσεβούμενος και θεοφοβούμενος, ρατσιστής και πατριδοκάπηλος, κυνικός και ρομαντικός, oνειροπόλος, βωμολόχος κι ολίγον τι μισογύνης.

Βλέπει τα πάντα γύρω του να γκρεμίζονται, μέχρι που η ζωή (ή μήπως ο Θεός;) του τα φέρνει αλλιώς κι ο -ξοφλημένος από τους πάντες- Χρυσοβαλάντης αναγεννιέται από τις στάχτες του. Με το ερώτημα, βέβαια, να παραμένει στο μυαλό του αναγνώστη: Αξίζει μια ζωή χαραμισμένη για μια ζωή… χαρισάμενη -σαν κι αυτή που βίωσε ο Χρυσοβαλάντης μετά από αυτήν του την «αναγέννηση»;

 

* Το βιβλίο «Μάρτυς μου ο Θεός» βραβεύτηκε το 2014 με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.