Δεν είμαι και ο μεγαλύτερος υποστηρικτής των μέσων μαζικής μεταφοράς. Ωστόσο το γεγονός πως δεν… το έχω και πολύ με τους δρόμους, είναι αρκετό για να με πείσει να κατεβαίνω Κέντρο αποκλειστικά με το μετρό. Ούτε παρκάρισμα, ούτε βενζίνη, ούτε μπινελίκια στο δρόμο. Ούτε γάτα ούτε ζημιά, εν ολίγοις.

Δευτέρα του Πάσχα, λοιπόν και η ώρα κοντεύει 15.00. Μπαίνω τρέχοντας (πάλι άργησα) στο σταθμό της Δουκίσσης Πλακεντίας. Είχα να δω το μετρό από κοντά εδώ και κανένα μήνα, οπότε η τελευταία εικόνα που είχε χαραχτεί στο μυαλό μου ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που τελικά αντίκρισα.

Βγάζω εισιτήριο, κατεβαίνω στην αποβάθρα και δεν βλέπω ψυχή γύρω μου. Ούτε εργαζόμενο ούτε επιβάτη. Λίγο τρομακτικό το θέαμα…
 

 

Και πολύ μελαγχολικό…

 

Είναι δε τόσο καθαρό που αναρωτιέμαι όντως βρίσκομαι στην Ελλάδα.

 

(Τι είπα πριν; Άκυρο…)


Έρχεται ο συρμός και ακόμα δεν υπάρχει κανείς. Μπαίνουν στο μυαλό μου διάφορα: Πως βρίσκομαι στο τρένο-φάντασμα, πως έχουν βάλει βόμβα, πως κάποιος μου κάνει πλάκα και κοιτάζει από τις κάμερες τις αντιδράσεις μου. Επόμενη στάση Χαλάνδρι, εκεί όπου και στις “γεμάτες” μέρες δε μπαίνει κανένας. 

Κι όμως έχει πολύ κόσμο. Σίγουρα κάποιος μου κάνει πλάκα.

Κάπου στην Εθνική Άμυνα μπαίνει μέσα ο Ντένις. Και ξαφνικά όλοι εξαφανίζονται. Είμαστε μόνο οι δυο μας. Όλοι τον ξέρετε τον Ντένις, όλοι τον έχετε δει σε κάποιο συρμό να παίζει με το μικροσκοπικό ακορντεόν του το “σ’αγαπώ γιατί είσαι ωραία” και να βγάζει τη γλώσσα στους ελεγκτές. Πάνω από 6 ετών δεν είναι. Τον ξέρω εδώ και τρία χρόνια. Δούλευα σε σούπερ μάρκετ τότε και έμπαινε μέσα για να πάρει σάντουιτς με τα κέρματα που μάζευε. Με φώναζε να του τα φτάσω γιατί ήταν κοντούλης.

-“Πώς σε λένε;”
-“Ντένις, είμαι ρουμανόγγυφτο”.

Δεν καθόταν ποτέ να τον βγάλω φωτογραφία. Αλλά μοιάζει συγκλονιστικά με αυτό το αγοράκι.
 


Πέρασε, μου χαμογέλασε (σίγουρα με θυμάται) και συνέχισε να βγάζει το ψωμί του (ή κάποιου άλλου;). Βαρέθηκε το πέρα-δώθε και ήρθε δίπλα μου. Χαμογέλασε, μου έβγαλε και μένα τη γλώσσα, μου έδειξε με περισσή χαρά το ποτηράκι του που είχε γεμίσει κέρματα και στην επόμενη στάση βγήκε τρέχοντας.

Το πιο σπινθηροβόλο βλέμμα που με κοίταξε ποτέ, το έχει αυτός ο μικρός διάολος. Έβγαζε πάντα σπίθες. Μόνο μια φορά τον θυμάμαι να μην έχει σπίθες, αλλά να πετάει λάβα κανονική.

Ήταν Δευτέρα πρωί, μόλις είχε ανοίξει το σούπερ μάρκετ. Εισέβαλλε σαν να μπαίνει σε γήπεδο, βούτηξε ένα μουστοκούλουρο και έτρεξε για τα παιχνίδια. Με φώναξε (ίσα που μιλούσε τότε, και σίγουρα όχι ελληνικά) μου έδειξε τα κέρματά του και μετά ένα μικρό ροζ σπιτάκι με κουκλίτσες.

-Αυτό.
-Αυτό είναι για κορίτσια ρε Ντένις.
-Αυτόοοοοοοοο!

Τα χρήματα του δεν έφταναν και προσπαθούσα να τον πείσω να πάρει αυτοκινητάκια που ήταν φθηνότερα και θα του έφταναν και τα χρήματα. Ανένδοτος, άρχιζε να ουρλιάζει και να κλαίει. Βουτάω το παιχνίδι, το πάω στο ταμείο, το πληρώνω, του το δίνω, μου χαρίζει το πιο όμορφο χαμόγελο από καταβολής κόσμου, μου δίνει ένα φιλί και φεύγει σαν σίφουνας.

Τον σκέφτομαι όλη μέρα, χαμογελάω, σχεδόν μου λείπει. 

Την επόμενη μέρα το πρωί, μπαίνει μέσα με τη μαμά του(;) κι ένα κοριτσάκι λίγο μεγαλύτερο από αυτόν, το οποίο κρατάει το παιχνίδι που εκείνος ήθελε επιτακτικά να αγοράσει την προηγούμενη. Με έκανε κομμάτια.

Αν τον δείτε κι εσείς κάπου, πάρτε του ένα κρουασάν. Τα λατρεύει…