Έχω ζήσει από κοντά, από πολύ κοντά, αρκετά ηπειρώτικα πανηγύρια. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που το κλαρίνο ήταν ένας φυσικός ήχος που ακουγόταν καθημερινά είτε στην τηλεόραση είτε στα ηχεία του αυτοκινήτου. Η αλήθεια είναι ότι μικρός δεν το εκτιμούσα τόσο αλλά όσο τα χρόνια περνούσαν η τριβή με την ηπειρώτικη μουσική γινόταν καθαρά προσωπική και όχι απλή επιρροή από την οικογένεια.
Αγάπησα τις μουσικές του Πετρολούκα Χαλκιά που εστίαζαν και εστιάζουν ακόμα στην παράδοση, μίσησα μετά βδελυγμίας τα σκυλολόγια που καπηλεύτηκαν το κλαρίνο και έφτιαξαν αηδίες ποτισμένες με haig και πάγο. Λάτρεψα τις υπέροχες διασκευές των Mode Plagal, ενός όχι και τόσο διάσημου συγκροτήματος που έκανε την ηπειρώτικη μουσική να βαδίσει σε πιο jazz μονοπάτια την ίδια στιγμή που οι συντηρητικοί «αστυνόμοι» της παράδοσης, γκρίνιαζαν για ασέβεια.
Και μετά έγινα 24. Και ξημεροβραδιαζόμουν στο ΥouΤube για να μάθω καινούργιες μουσικές να ανοίξει η κούτρα μου και να έχω να κάνω μόστρα ότι είμαι ψαγμένος. Τα κατάφερα πολύ εύκολα.
VIC. Villagers of Ioannina City. Σε ευχαριστώ ΥouΤube για το δώρο που μου έκανες. Βέβαια, αργά ή γρήγορα θα τους μάθαινα κι εγώ. Και κάπως έτσι άρχισα να ψάχνω. Εξώφυλλο που μυρίζει Πάσχα στο χωριό, εξώφυλλο που μυρίζει πίτα της γιαγιάς. Ένα διαλυμένο παλιό αυτοκίνητο μέσα στο πράσινο τοπίο. Εικόνα που ο επισκέπτης θα δει σχεδόν σε κάθε χωριό αν κάνει ένα μικρό τουρ στην Ήπειρο.
Μουσική; Άρρωστη. Stoner rock με στοιχεία ψυχεδέλειας σε γλυκιά ερωτική συνύπαρξη με ηπειρώτικο κλαρίνο. Κι όμως, είναι πολύ καλύτερο από όσο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Σήμερα, έχουν εμφανιστεί άπειροι καλλιτέχνες που «πειράζουν» με επιτυχημένο (ή και όχι) τρόπο κάποια παλαιότερα παραδοσιακά ή ρεμπέτικα τραγούδια. Αλλά σαν τους VIC κανείς.
Οι τύποι έχουν κερδίσει το σεβασμό όλης της ελληνικής μουσικής σκηνής και του συνόλου των ακροατών. Φυσικά δε θα ακούσεις πουθενά να παίζονται στο ραδιόφωνο, εκεί όπου έχουν κάνει κατάληψη οι Παντελίδηδες και τα Παντελιδοειδή, αλλά αυτή είναι μια τεράστια ιστορία στην οποία δεν υπάρχει λόγος να εστιάσουμε. Μόνο σε μία εκπομπή τους έχω ακούσει και εξεπλάγην ευχάριστα. Ήταν εκείνη της Λιάνας Κανέλλη στον REAL. Δεν της το’χα…
Το «Εγώ κρασί δεν έπινα» έπαιζε (και παίζει) πολλές φορές κάθε μέρα στα ηχεία ή τα ακουστικά μου. Είναι και ήχος κλήσης στο κινητό μου. (Ναι, το i Phone βαράει με κλαρίνα. Πού είσαι Στιβ Τζομπς να με καμαρώσεις!)
Αφού το πρώτο cd “Riza” κόντεψε να λιώσει από το παίξιμο, είπαν να φτιάξουν κάτι ολοκληρωτικά δικό τους. Ένα ολόδικό τους κομμάτι με τίτλο “Zvara” (θα τα πάρω σβάρνα λέτε εσείς οι αθηναίοι – θα τα πάρου ζβάρα λέμε εμείς οι ηπειρώτες) και μια διασκευή στο πασίγνωστο ρεμπέτικο «Mάγκες πιάστε τα γιοφύρια». Kαι τα δύο με σαφή πολιτική θέση απέναντι στα πράγματα. Όπως προσωπικά θεωρώ ότι πρέπει να κάνει κάθε καλλιτέχνης.
Εξώφυλλο αριστούργημα. Νεαρή Ηπειρώτισσα με μαντήλι στο πρόσωπο σαν αυτά των «κουκουλοφόρων». Στίχοι ατσάλινοι: «Πάρτε τα ζβάρα όλα κάψτε τα βρε/ κάψτε κάθε παλιό/ για να βγει από μέσα ο πιο όμορφος ανθός».
Δε θέλω να ακούσω περί ασέβειας προς την παράδοση. Αυτά είναι βλακείες. Ο καθένας κάνει τη μουσική όπως τη γουστάρει και την αντιλαμβάνεται. Αν έχει απήχηση, κάνει καλά. Και οι VIC το κάνουν εξαιρετικά. Καταφέρνουν να κάνουν την ηπειρώτικη μουσική να ακούγεται σε εφηβικά αυτιά που δε θα την προσέγγιζαν ποτέ υπό άλλες συνθήκες και σε αυτιά που δεν καταλαβαίνουν καν την ελληνική γλώσσα (έχουν κάνει πολλές περιοδείες στο εξωτερικό) αλλά μαγεύονται από τα συναισθήματα που προκαλεί το δέσιμο του κλαρίνου με τη ροκ.
Είναι σαν να γίνεται το χωριό σου γνωστό σε όλο τον κόσμο. Yπάρχει μεγαλύτερη χαρά από αυτό;