Ο γιος μου ο Αλέξης τα τελευταία δέκα χρόνια ζει στην Γερμανία. Κάθε φορά που έρχεται να μας δει, το πολύ τρεις με τέσσερις φορές το χρόνο, είναι αδύνατον να μην περάσει τις περισσότερες ώρες του ελεύθερου χρόνου του σε μια περιοχή που λατρεύει: τα Εξάρχεια.

Ποτέ δεν προσπάθησα να τον καθοδηγήσω στο παραμικρό. Κάθε φορά που γυρνούσε από τις βόλτες εκεί ήταν ενθουσιασμένος. Όταν έρχονται φίλοι του από το εξωτερικό, γιατί σπάνια έρχεται μόνος του, μέσα στα πλάνα τους είναι τα εξής: Ταξίδι σε ελληνικό νησί και βόλτες στο κέντρο της πόλης. Κι όταν λέμε κέντρο εννοούμε Εξάρχεια.

Ο Αλέξης ήξερε από μικρός την συγκεκριμένη περιοχή. Εκεί μένανε οι περισσότεροι συμφοιτητές μου. Νήπιο, σχεδόν, ο Αλέξης ερχόταν μαζί μου και καθόμασταν με τα παιδιά, τους φίλους μου εννοώ, σε σπίτια που δεν είχαν έπιπλα, αλλά μαξιλάρες ριγμένες στο πάτωμα, βιβλία γύρω–γύρω και κάποιες σκόρπιες κιθάρες ολόγυρα. Ακούγαμε Bob Dylan και Rolling Stones. Λεφτά δεν είχαμε αλλά περνούσαμε υπέροχα. Μας έβρισκε το ξημέρωμα κουβεντιάζοντας για τον Κροπότκιν και τον Γκράμσι και γελούσαμε με το μωρό μου που καθώς είχε αρχίσει να μιλάει, οι λέξεις που χρησιμοποιούσε ήταν εξαιρετικά αστείες, επιχειρώντας να ξαναπεί «τσιτάτα» από τις κουβέντες μας. Ήταν η εποχή που ήμασταν σίγουροι ότι θα μπορούσαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο… Αργότερα οι συμφοιτητές σκορπίσαμε και αποχαιρετίσαμε τα σπίτια με τις μαξιλάρες. Μερικοί φύγαμε στο εξωτερικό για να ξανασμίξουμε οι πιο σκληροπυρηνικοί στην Ελλάδα αργότερα…

Ο γιος μου μεγάλωνε και έβλεπε τις πλατείες που έπαιζε μικρός να καίγονται όταν σε απευθείας σύνδεση τα κανάλια μετέδιδαν τα επεισόδια που τα τελευταία 30 χρόνια συνεχίζονται στην συγκεκριμένη γειτονιά. Με την ιδιότητά μου την επαγγελματική, ήταν αρκετές οι φορές που πήγα στην περιοχή, τις περισσότερες για ρεπορτάζ.

Προ ημερών συναποφασίσαμε να βρεθούμε στην πλατεία… Ήταν τόσο ωραία μέρα! Εγώ άργησα στο ραντεβού μας στο Floral κι εκείνος χάζευε τα βιβλία που πουλιούνται στο μαγαζί. Η πλατεία γεμάτη με νεαρόκοσμο, κυρίες στην ηλικία που θα ήταν η μαμά μου, περιποιημένες με μαλλί κομμωτηρίου και πέρλα στα αυτιά, αγόρια με σκουφιά στο κεφάλι, ζευγάρια που περπατούσαν χέρι–χέρι και ηλικιωμένοι κύριοι που διάβαζαν εφημερίδα…

«Σήκω να πάμε βόλτα να σου δείξω», μου είπε ο γιος μου και μέσα μου με…γαργάλησε ένα περίεργο συναίσθημα. «O γιος μου να μου δείχνει τα Εξάρχεια;». Έχω μεγαλώσει πολύ; Η δουλειά και οι απαιτήσεις του μικρόκοσμου του επαγγελματικού, μου έχουν στερήσει εικόνες της πόλης; Το παιδί μου έχει ιδιαίτερη αισθητική; Ή καθώς είναι πολυταξιδεμένος, έχει επιλέξει ως μια από τις πιο εντυπωσιακές γειτονιές των τόπων που επισκέπτεται τα Εξάρχεια;

«Εδώ είναι το πάρκο της κατάληψης μάνα».
 


Μπήκαμε στο μικρό μονοπάτι βλέποντας τα δέντρα ολόγυρα και μια παιδική χαρά στο βάθος. Αυτό το πάρκο προοριζόταν να γίνει πάρκινγκ. Οι γείτονες αντέδρασαν και μετέτρεψαν την έκταση σε αυτό το πάρκο. Κοίτα τι γράφουν οι ταμπέλες. Μόνοι τους ξεχορταριάζουν, μόνοι τους το συντηρούν, μόνοι τους το φροντίζουν.
 

 

Σ’ ένα παγκάκι ένα ζευγαράκι φιλιόταν. Περπατήσαμε αφήνοντας στο αριστερό μας χέρι ένα καφέ γεμάτο κόσμο. Έξω από την βιτρίνα του καταστήματος γινόταν bazaar ρούχων. Απέναντι τοίχοι με graffiti. O γιος μου ενθουσιασμένος με τα χρώματα, τα σχέδια και τις λεζάντες. Νόμιζα ότι περπατούσα στο Marais τη δεκαετία του ’80.




Απέναντι, συγκλονιστικά νεοκλασικά σπίτια. Φωτογράφιζα. «Λοιπόν, αν αγόραζα ποτέ σπίτι στην Ελλάδα θα ήθελα να είναι στα Εξάρχεια». Δεν θα μπορούσα να επιχειρηματολογήσω αρνητικά με τίποτα…
 


Κάθε γωνιά, αφορμή για φωτογράφιση κι ο Αλέξης να επιμένει: «Θέλω  να σου γνωρίσω ένα φοβερό εστιατόριο στην Χαριλάου Τρικούπη». Φτάσαμε, έτσι, στον Κιματοθραύστη.
 


 

Η μυρωδιά από σπιτικό φαγητό ακόμη και αν δεν ξέρεις που ακριβώς βρίσκεται το μαγαζί σε καθοδηγεί. Μέσα δύο γλυκύτατες γυναίκες, χάρηκαν τόσο πολύ που είδαν τον Αλέξη. «Έφερα και την μάνα μου να σας γνωρίσει». Η Σοφία, έτσι λένε την υπέροχη χαμογελαστή γυναίκα, με καλοδέχθηκε και μου έδειξε τα φαγητά της μέρας. Όλα μαγειρεμένα σπιτικά με την μερίδα να ξεκινάει από 3,50 ευρώ και να φτάνει μέχρι τα 6 ευρώ… Δοκίμασα. Δεν έχω λόγια για την νοστιμιά. «Να φωτογραφίσω;», ρώτησα. «Το συζητάτε; Άλλωστε ο γιος σας έρχεται πολύ συχνά».


[fullimage]19085[/fullimage]

 

Στην πιο κάτω στροφή, έπεσα πάνω σε ένα υπέροχο δισκοπωλείο με συλλογή από βινύλια. Η βόλτα κράτησε πάνω από δυο ώρες… Περπατώντας στα Εξάρχεια, κρατώντας το χέρι του γιου μου πια, ανακάλυψα ότι είναι γεμάτα χρώματα, μυρωδιές, χαμογελαστούς ανθρώπους, πολλά- ολλά μαγαζάκια με κάθε είδους πραμάτεια, σπουδαία έργα τέχνης στους τοίχους, συνθήματα που τα διαβάζεις και υποκλίνεσαι στην ευφυΐα των συγγραφέων, αριστουργηματικά σπίτια μιας αρχιτεκτονικής που προσπαθήσαμε  όλοι μαζί να την καταστρέψουμε.

Τα Εξάρχεια είναι μια μοναδική γειτονιά της πόλης που κάθε στροφή του δρόμου επιφυλάσσει εκπλήξεις…

Στο βάθος του δρόμου τα ΜΑΤ παρατεταγμένα με τις ασπίδες. Ναι, υπήρχαν, αλλά πιστέψτε με… Ήταν τόσο όμορφα όλα, που ακόμη και αυτή η εικόνα θεωρείται unique…