Νομίζω ήμουν σχεδόν πάντα εκεί! Κάτω στη πλατεία! Από ανήλικο, που δεν άντεχε το αλκοόλ και είχε πάει σκαστά, μέχρι προχθές, υπέρβαρη, δύσκαμπτη, που βγαίνει απ’ το σπίτι μόνο για να πάει στου Τζιμάκου και που αντοχής πια, πίνει κάνα μπουκάλι σκληρό αλκοόλ στη καθισιά της. Περίμενα στην ουρά, μαζί με άλλους μεσόκοπους, όπου φορούσαν κοστούμια οι άνδρες και οι κυρίες ακριβά κοσμήματα. Άμα σας πάω δε στο τέλος της νύχτας, θα περιγράψω πώς μετά τα «Φάτε τους», «Έλληνας νεοέλληνας» και «Κάγκελα παντού», ξεπάρκαραν δεκάδες οι μαύρες μερσεντές τελευταίου τύπου!
«Κάνω βουτιές σε βόθρο με εικόνες, φουσκώνω τα βυζιά μου με ορμόνες θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος, μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος. Έλληνας νεοέλληνας, μαράθηκε η λουλουδιασμένη ιτιά, και ψήλωσε η κοντούλα λεμονιά. Στα Σάλωνα δε σφάζουνε αρνιά, δεν πάει το παπάκι στην Ποταμιά. Κι η παπαλάμπραινα γυμνή, χαϊδεύει δώρο συσκευή σ’ ένα τηλεπαιχνίδι πουλημένο»…
Εγώ εκεί κοντά ήμουνα, λοιπόν, πάντα. Και δεν καταλάβαινα γιατί θέλει δικαστήρια το εξώφυλλο του ΚΛΙΚ όπου ντυμένος παπάς έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα και δάγκωνε ένα μήλο. Ούτε γιατί προσβάλλεται το έθνος, που έβαλε αφίσα του την ελληνική σημαία, αλλά αντί για σταυρό, στη θέση του είχε σφυροδρέπανο. Ποτέ μου δε κατάλαβα, τις τόσες δίκες και καταδίκες του και γιατί πάντα ενοχλούσε ο Τζιμάκος και όλοι παίρνανε κατάκαρδα το κράξιμο του. Η αστυνομία, το πανεπιστήμιο, ο κλήρος, οι Εβραίοι, οι Άραβες, οι εθνικιστές, οι κομμουνιστές, οι φεμινίστριες, οι παραδοσιακές νοικοκυρές, οι τραγουδιστές, όλοι τέλος πάντων.
ΟΚ και να ξέφευγε, δηλαδή! Πύρωνε με τις λέξεις του τον ίδιο του τον εαυτό και έχωνε καρφιά στις ιδεολογικές του καταβολές, στους οπαδούς του από κάτω, στους μουσικούς του! Ανόσιος, βέβηλος, αιρετικός, δεικτικός, χλευαστικός, βωμολόχος, να βγάζει γλώσσες στις εξουσίες, όλες τις εξουσίες και μετά σε μουσικούς δρόμους απ’ αυτούς που ποτέ δεν έντυσαν σε σελοφάν ιλουστρασιόν οι παντοδύναμες –κάποτε- δισκογραφικές. Θυμάμαι το «Ντίσκο τσουτσουνι» σε κασέτα γραμμένο απ’ τον αδελφό μου, να τα ακούω, ώσπου βγήκε η ταινία και προσπαθούσα να την τυλίξω με στιλό. Τώρα κοιτάω γύρω και… οι κύριοι με τα κοστούμια, οι κυρίες με τα κοσμήματα, οι ιδιοκτήτες των μαύρων με φιμέ τζάμια ακριβών γερμανικών αυτοκίνητων, μερακλώνουν μαζί του, τον καταλαβαίνουν, του πληρώνουν 135 ευρώ την φιάλη, κρατάνε πρώτο τραπέζι πίστα όπως στου Ρέμου!
«Πέφτει το κόκκινο αστέρι, κάνω ευχή για να μου φέρει γροθιά του ‘60 στο ‘να χέρι και στο άλλο δίκοπο μαχαίρι, να `ρθει η αγάπη μου η πρώτη να μαχαιρώσει τον προδότη, τον φιλελεύθερο ιππότη, τον γιάπη τον Ισκαριώτη»… Κοίτα δω και σε καινούργιο μοντέλο κάμπριο οι Γερμανοί! Λες ρε συ, να ‘μαι και εγώ σαν αυτούς; Προς τιμήν μιας οργισμένης νιότης, να θυμάμαι επετειακά να τραγουδήσω απ’ τα καινούργια: «Στου Paradise το ακρογιάλι της Μακρονήσου το τσουβάλι και από μέσα ξεπροβάλλει ο πατερούλης μας ο Στάλιν παρέα με εφτά γατιά να τραγουδάει φωνακτά: άντε γαμήσου εργατιά…»
Κάποτε ήρθαν και προστεθήκαν και τα θεωρητικά μας. Γιατί ο Πανούσης κωμικός ήταν και είναι, αλλά σα να πατάει πάνω σε κόψη με το απόλυτο, κατάμαυρο δράμα της κτηνωδίας του είδους μας, βλέποντας το καθορισμένο στην πολιτική, στις σχέσεις των φύλων, στον ορισμό του περιθωρίου, στην θρησκευτική οργάνωση, στον κομματικό αυτισμό, στο φασισμό. Κάνει όρθια κωμωδία, μιλώντας άμεσα με το κοινό του και φέρνοντας το σε άγρια δύσκολη θέση, συχνά. Κάνει και «μπλε κωμωδία». Όπως γράφει η βικιπαίδεια, «η μπλε κωμωδία ασχολείται με θέματα όπως το σεξ, η ομοφυλοφιλία, ο αμφισεξουαλισμός και συνήθως η συνεχής χρήση υβριστικών λέξεων. Έλληνας που έχει καταπιαστεί με τέτοια θέματα -μεταξύ άλλων θεμάτων – είναι ο Τζίμης Πανούσης». Να! Τον φέρνει και παράδειγμα.!
Στη τελευταία του παράσταση, ήταν όλα ένα τεράστιο Γκουαντάναμο. Στις κρεμάλες περασμένοι και έτοιμοι για απαγχονισμό όλοι, μα όλοι, οι υπουργοί των τελευταίων δεκαετιών και ο ίδιος ο Τζιμάκος. Η παράσταση του βούταγε στην οικεία του θεματολογία κράζοντας άγρια τις εξουσίες, απροκάλυπτα επικίνδυνες ή συγκαλυμμένες. Και ακόμα το facebook και το Internet που αποβλακώνουν, η πρόταση για το πιο προχωρημένο tablet, ένα απλό βιβλίο, η προτροπή του στις κάλπες να ρίξουμε λογαριασμούς, πως την κοπανάμε από τον ΕΝΦΙΑ, άμα κάνουμε τα σπίτια μας λατρευτικούς χώρους ή μουσεία, η κοροϊδία στην μοντέρνα τέχνη και στο Ινσταλέισον, η Αμφίπολη και πως πριν βγει ο Τσίπρας, ο Σαμαράς θα πει πως ο τάφος είναι του Ηφαιστίωνα , ο Χατζηγιάννης και η Μακρυπούλια, ο Πάριος. Ώρες όρθιος στη σκηνή, χωρίς διακοπή, με το μαύρο κολάν και τα μούσια. Και τέλος. Για λίγες παραστάσεις ήταν αυτό. Ένα χειροκρότημα, κανένα περιθώριο για να ξαναβγεί στην σκηνή. Πάει κι αυτό…
Θυμάστε; (ε;) κάποτε που έλεγε ο Τζιμάκος: «… ο τέντζερης της επανάστασης, έχασε το καπάκι κύλησε από μόνος του κι έπεσε στο χαντάκι. Στο λάκκο με τους φιλελεύθερους, σαν χριστιανός πρωτάρης, μας έβγαλε στη ζητιανιά, ο μαύρος καβαλάρης. Είμαι κομουνιστής, φτωχός, αόμματος ορίστε έχω και χαρτιά του κόμματος, βοηθήστε με, μαντάμ, να ανανήψω το αριστερό μου παρελθόν… να τους το κρύψω»…
Νυστάζω νωρίς πια, κουράζομαι! Του χρόνου θα έρθω; Οι μερσεντές γύρω μου μαρσάρουν αγέρωχα γερμανικά! Εγώ δεν έχω! Αν είχα, θα την μάρσαρα κι εγώ αυτάρεσκα, ενώ θα τραγουδούσα: «Όσα δε φτάνει η κουρελού, συμπλήρωσε μοκέτα, μάζεψε τα συνθήματα και βάλ’ τα σε πακέτα»…
Άντε και του χρόνου Τζιμάκο…