Την πρώτη φορά που την είχα δει στο Λονδίνο στο “The Monster Ball Tour” είχα πάθει την πλάκα μου. Αυτό δεν ήταν συναυλία, ήταν ένα μουσικό υπερθέαμα εκτός περιγραφής. Σκηνογραφικής και ηχητικής. Μια pop συναυλία που μεταμορφωνόταν σε έξαλλη πανκιά. Τα σκηνικά να αλλάζουν σε τρελό ρυθμό. Ο ένας εντυπωσιασμός να σε πυροβολεί μετά τον άλλο. Η υπερβολή του κιτς που ούτως ή άλλως τη χαρακτηρίζει, απόλυτα ενταγμένη στην εξτραβαγκάντζα της «παράστασης» και του μηνύματος που ήθελε να περάσει. Αυτό του δικαιώματος στη διαφορετικότητα για όλους εμάς τους «Little Monsters. Οι φωνητικές της ικανότητες, κάποια στιγμή που άρχισε να ροκάρει χωρίς μουσική, πολύ υπεράνω από όποια άλλη pop σταρ κάνει καριέρα ποντάροντας στο επί σκηνής θέαμα και την πρόκληση.

Δυστυχώς η δεύτερη φορά που την είδα, χτες στο ΟΑΚΑ, ήταν σχεδόν θλιβερή. Όχι η ίδια. Σαν περφόρμερ τσίτα όπως πάντα και ακραία επικοινωνιακή. Σαν παραγωγή μιλάω του σόου που χωρίς να το έχω δει έξω, εδώ έμοιαζε προσαρμοσμένο για κατοίκους της Ζιμπάμπουε. Με το ΟΑΚΑ να αποδεικνύεται τελείως λάθος επιλογή ειδικά αν είσαι στους καθισμένους. Ακόμα και στους ακριβούς καθισμένους. Όχι, δεν ήμουν VIP αλλά ήμουνα στην αμέσως πιο ακριβή ζώνη, τη ζώνη Α.

Δυστυχώς, το εισιτήριο μου δεν είχε προειδοποίηση ότι πρέπει να κουβαλάω κιάλια. Γιατί κυριολοκεκτικά δεν έβλεπα τίποτα. Κάτι σκιές μόνο να κουνιούνται στη σκηνή. Με το μεγάλο video wall στο πίσω μέρος του σταδίου, μυστηριωδώς κλειστό. Τα μόνα video wall που λειτουργούσαν ήταν αριστερά και δεξιά από τη σκηνή στα οποία όμως δεν είχες οπτική πρόσβαση από την εξέδρα. Μόνο αν ήσουν στην αρένα. Που αν ήσουν στην αρένα ούτως ή άλλως την έβλεπες on stage.
 

Kάποια στιγμή που πήγα να μετακινηθώ από το κάθισμά μου, μου είπαν ότι απαγορεύεται για λόγους ασφάλειας. Εγώ και η Τζιχάντ. Ούτε τι ρούχα άλλαξε είδα ούτε τίποτα. Πάντως και σκηνογραφικά ψιλοπίπα πρέπει να ήταν η φάση γιατί όσο μακριά και να είσαι, σκηνικό είναι αυτό και φαίνεται. Εκτός κι αν ήταν η στιγμή που με πήρε ο ύπνος κι έγειρα κυριολεκτικά. Σε σημείο να έρθουν δύο (ομολογουμένως ευγενέστατοι σεκιούριτι) να με ρωτήσουν αν μου συμβαίνει κάτι γιατί το βλέμμα μου ήταν σε φάση “έκανα την πρέζα νούμερο 4”.

Αυτό συνέβη αφού πέρασε από μπροστά μου τρεις φορές τουλάχιστον ένας πακιστανός που κρατούσε στα χέρια του φωσφοριζέ στικάκια και έκραζε «αγοράστε τα χρώματα της Lady Gaga». Τι εννούσε ο μπάρμπας; Ότι τα συγκεκριμένα χρώματα τα έχει κατοχυρώσει ως πνευματικά δικαιώματα;

Μουσικά το πράγμα κι εκεί αδιάφορο, εφόσον το τελευταίο της άλμπουμ, άσ’ το δεν. Εκεί που ο κόσμος έπαιρνε βενζίνα και ξεκουνιότανε ήταν στα παλιά της. “Poker Face”, “Alejandro” κλπ.

Το στάδιο γεμάτο δεν το λες, αλλά από εφτάχρονα τίγκα. Που τι δουλειά έχουν τα εφτάχρονα με το σύμπαν της Gaga δεν έχω τις ικανότητες να το προσεγγίσω, ούτε το σκεπτικό των γονιών τους. Πράγμα που οδηγεί σε ένα συμπέρασμα. Το ότι όσο κι αν προσπαθεί (και νομίζω ειλικρινά) η Gaga να μιλήσει για διάφορα θέματα και να τα πουσάρει στα όρια της, η γραφικότητα των εμφανίσεων της τα επισκιάζει. Σε απλά ελληνικά, τους περισσότερους το μόνο που τους νοιάζει είναι το τι κουλό θα φορέσει.

Στο Λονδίνο δεν ήταν έτσι. Όταν η Lady έκανε τους μονολόγους της, το κοινό από κάτω πραγματικά αισθανόταν μέλος μια μεγάλης οικογένειας και πολλοί δάκρυσαν. Στο Ελλαδιστάν η συγκίνηση προκλήθηκε μόνο όταν φόρεσε μια ελληνική σημαία σαν εσάρπα, και είπε πέντε έξι κουβέντες για το πόσο μας αγαπάει και για την κρίση και τη δύναμη που πρέπει να δείξουμε. Πράγμα που σημαίνει ότι έχει πολύ καλό και έξυπνο μάναντζερ. Κρίμα που δεν είχε ένα εξίσου καλό τελευταίο cd και μια καλύτερη διοργάνωση από την Λάβρυς, την εταιρεία που την έφερε στην Ελλάδα.