Ανθρώπινο λάθος. Αυτό είναι το αφήγημα. Τα τρένα κινούνται χειροκίνητα στην Ελλάδα, άρα, φταίει ο κάθε σταθμάρχης. “Δεν θα περιμένουμε το δυστύχημα που έρχεται” προειδοποιούσαν οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο. Ήξεραν ότι δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ τα έργα υποδομών και ασφαλούς λειτουργίας του σιδηροδρομικού δικτύου. Όταν οι εργαζόμενοι μιλούν για έλλειψη προσωπικού, για απαξίωση των εγκαταστάσεων και των υποδομών, για την ελλιπή συντήρηση του τροχαίου υλικού, για την παραβατικότητα σε όλο το μήκος του δικτύου, κάποιοι αρμόδιοι σφύριζαν αδιάφορα.  


Στις 27 Απριλίου του 2022 ,ο τότε πρόεδρος της Επιτροπής ETCS, Χρήστος Κατσιούλης, υπέβαλε αιφνιδίως την παραίτησή του, στέλνοντας μια επιστολή –καταπέλτη στη διοίκηση της ΕΡΓΟΣΕ , καταγγέλλοντας την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στο σιδηροδρομικό δίκτυο και κυρίως για τα κενά ασφαλείας όσον αφορά την τέλεση των δρομολογίων. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 15 Φεβρουαρίου, η Κομισιόν αποφάσισε να παρέπεμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την παραβίαση των κανόνων στις σιδηροδρομικές μεταφορές. Η Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας τον Δεκέμβριο του 2020 και απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη τον Δεκέμβριο του 2021. Δεδομένου ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παραβιάζει την οδηγία, η Επιτροπή αποφάσισε τώρα να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη διαδρομή Αθήνα – Θεσσαλονίκη δεν λειτουργούν ούτε τα φωτοσήματα, ούτε οι ενδείξεις, ούτε ο έλεγχος της κυκλοφορίας αναφέρει ο πρόεδρος των μηχανοδηγών του ΟΣΕ.

https://twitter.com/hashtag/tempi?src=hash&ref_src=twsrc%5Etfw

Η Ελλάδα «δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις» που απορρέουν από την οδηγία 34 του έτους 2012 «για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου». Βάσει εκείνης της οδηγίας, έπρεπε να υπογραφεί σύμβαση με τον διαχειριστή της σιδηροδρομικής υποδομής, δηλαδή τον ΟΣΕ, έως τον Ιούνιο του 2015. Η σύμβαση αυτή χαρακτηρίζεται «ιδιαίτερα σημαντική για τη διαφάνεια των έργων» στο σιδηροδρομικό δίκτυο, καθώς μέσω αυτής καθορίζονται τα κονδύλια που διατίθενται στον ΟΣΕ για να επιτυγχάνει συγκεκριμένους στόχους ποιότητας.