Θα μπορούσε να είναι θρίλερ. Θα ήθελε να είναι μια σάτιρα. Είναι κάτι που θυμίζει τις υποθέσεις του Get Out και τα Παράσιτα, ως κακέκτυπο. Ούτε μετά από το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας δεν αντέχεται. Χωρίζεται σε τρεις πράξεις, δεν ξεκινά τόσο κακά. Θα ήθελε να θέσει στο μικροσκόπιο το θέμα της γονεϊκότητας και του ρατσισμού. Αλλά ο σκηνοθέτης της δεν είναι ο Τζόρνταν Πιλ. Θα μπορούσαν απλά να της βγάλουν τις περούκες.
Υπάρχει μια ένταση που περιμένεις κάποια στιγμή να κορυφωθεί. Να δεις μια σκηνή τρόμου. Μάταια θα περιμένεις. Τo Netflix σου δίνει μια μαύρη γυναίκα που το σκάει από μια ζωή μάλλον κακοποιητική και την βλέπουμε στα προάστια, προνομιούχα, να έχει πάθει Μάικλ Τζάκσον και να ασπρίζει το δέρμα της. Μέχρι που εμφανίζεται το παρελθόν της να της θυμίσει ποιά είναι. Προσπαθήσαμε να το δούμε ως σχόλιο για την ταξική κινητικότητα. Δεν τα καταφέραμε. Δεν φταίμε εμείς.
Προσπαθήσαμε να δούμε αυτό το βρετανικό θρίλερ ως σχόλιο για την ταξική κινητικότητα. Αλλά αυτή η ταινία δεν ξέρει τι θέλει να πει. Η Άσλεϊ Μαντέκουι στην πρώτη σκηνή της ταινίας μένει σε ένα μίζερο συγκρότημα κατοικιών του Λονδίνου, έχει χρέη σε τράπεζες, κλαίει και ζητά βοήθεια από την αδελφή της πριν αφήσει να σημείωμα ότι πάει στο κομμωτήριο κι εξαφανιστεί. Δεν ξέρουμε που πήγε και γιατί έφυγε. Θα μάθουμε. Έχει παντρευτεί έναν λευκό άνδρα, είναι αναπληρώτρια διευθύντρια σε ένα ιδιωτικό σχολείο σε ένα μικρό αγγλικό προάστιο, οδηγεί ένα Range Rover, έχει αληθινά μαργαριτάρια και φοράει περούκες για να καλύψει το ατίθασο μαλλί της. Η μαύρη μητέρα κουβαλά εσωτερικευμένο ρατσισμό και τον μεταδίδει στα παιδιά της.
Ζει σε ένα περιβάλλον όπου όλοι είναι λευκοί αστοί, εκτός από την ίδια. Ένας νεαρός μαύρος άνδρας και μια γυναίκα εμφανίζονται και αρχίζουν να διαταράσσουν την ειδυλλιακή οικογενειακή ζωή της Νιβ. Και αυτό θα καταλήξει στην τρίτη πράξη, τα πιο άβολα 15 λεπτά στο Netflix αυτή την εβδομάδα. Μια ταινία που πρέπει να προτείνεται μόνο σε άτομα που σας έχουν κάνει κακό.