Δεν είσαι μόνος. Δεν είσαι μόνη. Είμαστε και εμείς εδώ. Κανονικά θα έπρεπε το κείμενο να τελειώσει εκεί, στις πρώτες τρεις, κοφτές προτάσεις χωρίς να δοθούν περισσότερες διευκρινίσεις και αυτό γιατί, οι λέξεις που θα ακολουθήσουν, δυστυχώς, θα αλλοιώσουν το μήνυμα, ένα μήνυμα που δεν είναι άλλο από το «ενοχλείτε αγαπητοί συνάνθρωποι».

Μα αυτό, ούτως ή άλλως, και παρά τις προσπάθειές μας, δεν φτάνει ποτέ στα άτομα που επιθυμούμε διότι ο αγγελιοφόρος, αυτός ο λιπόσαρκος κύριος με τα μικρά φτερά στην κεφαλή ή στις φτέρνες, πεθαίνει κάπου στα μισά της διαδρομής, στην έρημο που χωρίζει την κοινή λογική από την εκούσια περιορισμένη αντίληψη. Οπότε θα σηκώσουμε τα χέρια μας ψηλά, θα παραδεχτούμε την ήττα μας, θα υπομείνουμε την φασαριόζικη συμπεριφορά τους και θα παραδοθούμε στις φωνές τους. Αυτά για αρχή.

Αυτά για τη συνέχεια: Η εισαγωγή είναι αφιερωμένη σε όσους φωνάζουν την ώρα που μιλούν στο κινητό τους. Για την ακρίβεια, όλο το κείμενο είναι αφιερωμένο σε αυτή την ιδιαίτερη ομάδα ανθρώπων, αλλά η εισαγωγή λιγάκι παραπάνω καθώς στις δύο πρώτες παραγράφους έχει συμπυκνωθεί η ενόχληση, η αποστροφή και οι πατημένες στο έδαφος ελπίδες μας για ένα καλύτερο αύριο. Να, μπορείτε να δείτε και το αίμα τους, έτσι πηχτό και ζεστό που είναι πριν πάψουν και αυτές να σπαρταράνε.

Δεν είναι ότι δεν αντιλαμβάνεσαι τη ζημιά που προκαλείς στο νευρικό σύστημα του άλλου, απλώς δεν σε ενδιαφέρει

Χρησιμοποιώ τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να φτάσω στη δουλειά μου και αναγκαστικά, τα μάτια μου έχουν δει πολλά και τα αφτιά μου έχουν ακούσει πολλά περισσότερα. Η λίστα με τους ενοχλητικούς συνεπιβάτες είναι μεγάλη, στην κορυφή της όμως και με μεγάλη διαφορά από τους δεύτερους, βρίσκονται τα άτομα που φωνάζουν στο κινητό τους. Μου έρχεται να… 

Να τους πλησιάσω (αν δεν κάθονται δίπλα μου) και με μια απαλή φωνή, πιο απαλή και από αυτή της Μπίλι Χόλιντεϊ πριν αρχίσει να φοράει τα μεταξωτά της γάντια, να τους ρωτήσω αν μπορούν να φωνάξουν ακόμα πιο δυνατά. Με τη χρήση της αντίστροφης ψυχολογίας, ωστόσο, οι πιθανότητες να βγω κερδισμένος, μειώνονται αισθητά. Οι ειρωνείες στις μέρες μας πληρώνονται ακριβά και αφήνουν συνήθως κάποιο οστικό οίδημα.

Από την άλλη, αν πεις ευθέως ή τουλάχιστον με μια προσποιητή ευγένεια ότι ενοχλείσαι από τη συνομιλία τους, βγαίνεις ο περίεργος του συρμού ή της παρέας. Και αυτό είναι άδικο. Είναι άδικο γιατί δεν θέλει και πολύ να καταλάβεις πότε γίνεσαι ενοχλητικός απέναντι στον συνάνθρωπό σου. Άρα, δεν είναι ότι δεν αντιλαμβάνεσαι τη ζημιά που προκαλείς στο νευρικό σύστημα του άλλου, απλώς δεν σε ενδιαφέρει, έχεις σκάσει με μια βελόνα τη φούσκα της κατανόησης και έχεις μπει σε μία άλλη, αυτή που σου επιτρέπει να κάνεις ό,τι θέλεις, όπως το θέλεις γιατί, πολύ απλά, έτσι γουστάρεις.

Δεν με ενοχλεί ο θόρυβος που προκαλούν με τις συζητήσεις τους, με ενοχλεί η επιβολή της δικής σου ανάγκης

Μετά από πολλά χρόνια παρατήρησης των ανθρώπων σε βαγόνια και βρόμικες θέσεις λεωφορείων, έχω καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: Όσοι φωνάζουν στο κινητό τους έχουν μάθει να επιβάλλουν τα θέλω τους, να κάνουν δικό τους αυτό που δεν τους ανήκει, να συμπεριφέρονται άσχημα απέναντι σε όποιον έχει αποφασίσει να κάνει φίλη του τη λογική. Οπότε όχι, δεν με ενοχλεί ο θόρυβος που προκαλούν με τις συζητήσεις τους, ούτε ότι μαθαίνω τα προσωπικά τους ή τα προσωπικά της κολλητής που είδε το αγόρι της να μιλάει με μία τύπισσα από το Μενίδι.

Με ενοχλεί η επιβολή της δικής σου ανάγκης, μια ανάγκη που μπορεί να περιμένει για λίγα λεπτά μέχρι να ακουστεί από τα μικροσκοπικά ηχεία στην οροφή, ποια είναι η επόμενη στάση. Και να κατέβεις. Και να μιλήσεις. Και να πας στο καλό.

Με ενοχλεί η επιβολή της δικής σου ανάγκης