Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που -στο περίπου- συστήναμε την Intellectual Thighs ως ινσταγκραμική περσόνα, που διατηρεί ένα μυστήριο, σχολίαζοντας την αναγνωστική της εμπειρία μετά από κάθε βιβλίο που διάβαζε, πάντα ποστάροντάς το φωτογραφημένο στα ομολογουμένως υπέροχα πόδια της. Σήμερα η ανωνυμία της έχει πάει περίπατο, μιας και από αναγνώστρια πήρε το ρίσκο να περάσει από την άλλη πλευρά: εκείνη των συγγραφέων, με κάθε ρίσκο.
Το πρώτο βιβλίο της Ματίνας Αποστόλου, “Σωματίδια”, είναι διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία, έχει ήδη βρει τη θέση του σε ράφια ιδιωτικών βιβλιοθηκών και είμαι κάπως σίγουρη πως δεν είναι από εκείνα που σκονίζονται ξεχασμένα σε κομοδίνα. Δίνει την αίσθηση πως το ότι ξαφνικά έγινε επώνυμη τη δυσκολεύει, σαν να μην έχει ακόμα απαγκιστρωθεί από την ασφάλεια της ανωνυμίας. Η Ματίνα μας μίλησε για το πώς άρχισε σιγά σιγά να διαμορφώνεται άτυπα στο μυαλό της το βιβλίο της, για το πώς υπάρχουν θραύσματα του εαυτού της και των ανθρώπων που γνωρίζει μέσα στις ιστορίες της, απαρνούμενη, μέσα σε όλα αυτά, τη φορεμένη από τους άλλους ιδιότητα της “βιβλιοκριτικού”.
Αρχικά, πώς είσαι; Πώς σε βρήκε το 2023;
Υπέροχα, καταθλιπτικά! Η δική μου χρόνια αρχίζει κάθε Σεπτέμβρη, που είναι ο μήνας των γενεθλίων μου και έχω γυρίσει από τις διακοπές γεμάτη αποφάσεις. Μέχρι τα Χριστούγεννα οι αποφάσεις έχουν ξεχαστεί, οπότε οι γιορτές συνήθως περνάνε με την αποδοχή ότι συνεχίζω και τη νέα χρονιά πάνω κάτω ίδια. Δεν είναι και τόσο κακό αυτό, σε γενικές γραμμές δεν είμαι πολύ κακή. Είμαι χαρούμενη όμως που πέρασα άλλη μια χρονιά τις γιορτές με τους δικούς μου.
Πόσο καιρό σε τρώει το χέρι σου να γράψεις; Πότε και πώς άρχισε να ολοκληρώνεται στο μυαλό σου, μέσες άκρες άκρες, το βιβλίο;
Η αρχική μου σκέψη ήταν να γράψω μικρές ιστορίες που θα ήταν γεννήματα αποσπασμάτων αγαπημένων βιβλίων. Να εξωτερικεύσω την εσωτερική διεργασία του διαβάσματος, να αποδείξω αυτό που έχω στο μυαλό μου όταν λέω στον γιο μου πόσο σημαντικό είναι το διάβασμα, τι γεννάει καθετί που επιλέγουμε να διαβάσουμε, ακούσουμε, παρακολουθήσουμε. Η πρώτη ιστορία που έγραψα πέρυσι (ή τώρα λέμε πρόπερσι) τον Οκτώβρη ξεκίνησε με ένα απόσπασμα από τα Δωμάτια του Κάρβερ, όπου άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας στον άλλον. Έγραψα τη σκηνή του καβγά ενός ζευγαριού, χωρίς να έχω στο μυαλό μου τι θα ακολουθήσει. Το βιβλίο σχηματίστηκε μόνο του, δεν είχε σημασία τι υπήρχε αρχικά στο μυαλό μου, ακόμα κι όταν πίστεψα ότι είχα τελειώσει, δεν είχε τελειώσει εκείνο και έτσι το τελευταίο κεφάλαιο γράφτηκε το καλοκαίρι στις διακοπές.
Η Αλίκη είναι μια σύγχρονη γυναίκα με τις πληγές της (και τις δικές μας) και με μια δύσκολη πρόκληση, να αντιμετωπίσει. Υπάρχει μέσα σου; Είσαι εκείνη ή είναι κράμα όλων των γυναικών που γνωρίζεις και της αρχετυπικής γυναίκας όπως τη γνωρίζεις;
Η Αλίκη κουβαλάει όπως όλοι μας τα δικά της και αντιμετωπίζει τον χειρότερο εφιάλτη κάθε γονιού. Έχω κι εγώ τα δικά μου, τις φοβίες μου και τα τραύματα που έφερε η ζωή και η τύχη. Η Αλίκη έχει αρκετά δικά μου στοιχεία, το μεγαλύτερο κομμάτι της όμως είναι φτιαγμένο με μικροποσότητες δικών μου ανθρώπων και επινοημένες πινελιές.
Ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο να αποστασιοποιηθεί κανείς από το έργο του, αλλά ως αναγνώστρια, ποιο κεφάλαιο πιστεύεις πως θα σε δυσκόλευε;
Το καλό με την αλληλεπίδραση στα σόσιαλ είναι ότι έχω την τύχη να συζητώ με ανθρώπους που διάβασαν το βιβλίο και έτσι ενώ εγώ η ίδια δεν μπορώ να διαβάσω το βιβλίο μου ως αναγνώστρια, έχω εικόνα των κεφαλαίων που “δυσκολεύουν”. Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι, γιατί δείχνει πόσο διαφορετικά διαβάζουμε ανάλογα με τα βιώματα και τις εμπειρίες μας. Νεαρότερες γυναίκες μου μιλάνε για το Αίμα, που εστιάζει στην προβληματική σχέση μητέρας-κόρης και την αγωνία να διαφοροποιηθούμε απ την εικόνα των γονιών μας, νέες μητέρες βρίσκουν κομμάτια τους στο Γάλα, όπου περιγράφεται η δύσκολη περίοδος μετά τη γέννηση του παιδιού της ηρωίδας, ενώ άντρες αναγνώστες σχολιάζουν περισσότερο τα Πλακάκια, με τη σχέση πατέρα-γιου και την αντρική οπτική της ιστορίας. Απ την άλλη, το κακό με την αλληλεπίδραση στα σόσιαλ είναι ότι έχει αναπτυχθεί τέτοια οικειότητα που κάποιοι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τη μυθοπλασία στη φωνή μου.
Καταπιάνεσαι με δύσκολα θέματα και αλήθειες για τη γυναικεία φύση που δύσκολα εκστομίζονται ή γράφονται. Ιδίως στην Ελλάδα που το αγαπάμε το (πολλές φορές ουτοπικό) παραμύθι της μητρότητας. Φοβήθηκες αντιδράσεις;
Σε καμία περίπτωση δεν ήταν στόχος μου να προκαλέσω με σκληρές και δύσκολες εικόνες, πιστεύω βαθιά όμως ότι θα πρέπει να δίνονται πλευρές της μητρότητας από γυναίκες που την έχουν βιώσει λίγο ή και περισσότερο διαφορετικά από αυτό που έχουμε συνηθίσει. Θυμάμαι όταν είχα γεννήσει τον γιο μου και δυσκολευόμουν πολύ με τον θηλασμό, την ανακούφιση που ένιωσα όταν ψάχνοντας στο ίντερνετ, έπεσα στο κείμενο μιας νέας γυναίκας που μιλούσε με ειλικρίνεια για τη δυσκολία του πράγματος, είναι φοβερά παρήγορο να νιώθεις ότι δεν κάνεις κάτι λάθος επειδή αισθάνεσαι διαφορετικά ή αν δυσκολεύεσαι περισσότερο απ’ όσο δείχνουν να δυσκολεύονται άλλες μητέρες. Γιατί όλες δυσκολευόμαστε, η μητρότητα δεν είναι εύκολη πίστα, όμως δεν έχουμε όλες τις ίδιες αντοχές, ούτε αντιμετωπίζουμε ακριβώς τις ίδιες δυσκολίες. Είναι σημαντικό να μοιραζόμαστε εμπειρίες και ιστορίες, να μην νιώθει καμία ότι πρέπει να χωρέσει σε συγκεκριμένο μητρικό κουτάκι.
Πώς είναι να γράφεις μια ιστορία σε α’ πρόσωπο, ως άνδρας; Ποιους άνδρες είχες στο μυαλό σου, ως μοντέλα και ως έμπνευση;
Υποθέτω πως όταν δεν γράφεις αυτοβιογραφικά, όλοι οι χαρακτήρες που επινοείς και θέλεις να ζωντανέψεις σε δυσκολεύουν, ο καθένας έχει τη φωνή του που είναι διαφορετική και μοναδική. Όπως με την Αλίκη έτσι και με τον Κώστα, πήρα κομμάτια από γύρω μου, τα άλλαξα, τα στρογγύλεψα, έφτιαξα γωνίες. Θυμήθηκα τον άντρα μου που μου είχε περιγράψει την εμπειρία της πρώτης αλλαγής πάνας στο μαιευτήριο και αυτό έγινε κομμάτι της αφήγησης. Φαντάστηκα τον πατέρα μου στον χώρο αναμονής ενός νοσοκομείου και έγινε εικόνα μου. Όταν γράφεις, έχει ενδιαφέρον να βλέπεις τα σημαντικά κι ασήμαντα που έχεις συγκρατήσει μέσα στα χρόνια να εμφανίζονται και να απαιτούν την καταγραφή τους, είναι ωραίο ξάφνιασμα, σου παρουσιάζονται κομμάτια σου, σε μαθαίνεις.
Πώς είναι να ξέρεις πως το όνομά σου θα «ζει» στρυμωγμένο σε ράφια βιβλιοθηκών αγνώστων, που «σε» υπογραμμίζουν και τσακίζουν τις σελίδες «σου»; Σου έχεις επιτρέψει λίγη ματαιοδοξία;
Δεν είναι δικές μου οι σελίδες τώρα, τελείωσε, το παρέδωσα. Η σκέψη πως ένας άγνωστος διαβάζει αυτά που έχω γράψει, ότι δηλαδή ξεφυλλίζεται η ιστορία μου σε ένα σπίτι που δεν έχω ποτέ μου βρεθεί, μου φαίνεται σουρεάλ. Αισθάνομαι περίεργα, νομίζω πως περνάω μια περίοδο ενθουσιασμού ανακατεμένου με impostor syndrome, δεν έχω πάει ακόμα σε βιβλιοπωλείο γιατί ακόμα νιώθω άβολα με τη σκέψη ότι θα δω κάπου το βιβλίο μου. Την ίδια στιγμή νιώθω πως έκανα κάτι σημαντικό, με εξέθεσα με απόλυτη ειλικρίνεια και για αυτό είμαι περήφανη, κάποιες φορές μόνο νιώθω σαν να βγήκα γυμνή σε παραλία γυμνιστών όπου οι περισσότεροι είναι ντυμένοι.
Θα είσαι πιο επιεικής με τους συγγραφείς από εδώ και πέρα ή ακριβώς το αντίθετο;
Οι απόψεις μου για τα βιβλία και τους συγγραφείς που επιλέγω ή δεν επιλέγω να διαβάσω, προδίδουν στοιχεία για τον εαυτό μου, κάθε φορά που εκθέτω τη γνώμη μου για οτιδήποτε, εκθέτω εμένα. Το ύφος, οι λέξεις, όσα λέω και όσα υπονοώ σε ένα κείμενο είναι αντανάκλασή μου, δείχνουν την αισθητική μου, τις εμμονές μου, τις πεποιθήσεις μου, αυτά που μου αρέσουν, όσα με απωθούν.. Δεν έχω τις γνώσεις ούτε την ικανότητα να κάνω λογοτεχνική κριτική. Για να είμαι ειλικρινής δεν νιώθω ότι με αφορά. Προσωπικά, ο λόγος που διαβάζω είναι για να με μάθω και να με φτιάξω. Αλίμονο αν ποτέ πάρω τον εαυτό μου τόσο σοβαρά και θεωρήσω τη γνώμη μου τόσο σημαντική ώστε να πιστέψω πως κάποιος έχει ανάγκη τη δική μου επιείκια.
Με τον εαυτό σου και τα «σωματίδια» καταφέρνεις να είσαι επιεικής;
Τα Σωματίδια είναι μια ιστορία που θέλησα να πω και αυτό το κομμάτι έφυγε από μέσα μου, αγαπώ και υποστηρίζω το κείμενό μου, όμως δεν μπορώ να το διαβάσω ξανά, προς το παρόν τουλάχιστον. Είναι στιγμές που με κρίνω αυστηρά και με ρίχνω στα πατώματα και άλλες που με καμαρώνω. Μακάρι διαβάζοντάς το μετά από χρόνια να νιώθω ευχαριστημένη.