«Αν το κείμενο αυτό προοριζόταν για το θέατρο, θα έπρεπε να αρχίζει με τις παρακάτω λέξεις: Ένας πατέρας και ένας γιος βρίσκονται λίγα μέτρα ο ένας από τον άλλον, σε έναν μεγάλο χώρο, απέραντο και άδειο». Έτσι ξεκινά το μόλις 70 σελίδων «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», του Εντουάρ Λουί που καταφέρνει να χωρέσει στις σελίδες του τις απορρίψεις, τις ματαιώσεις, τη βαθιά ανεξήγητη αγάπη, τη βία και την υπόνοιά της στη σχέση ενός πατέρα και ενός γιου, αλλά και στη σχέση ενός άντρα -ως πολιτικό ον- με την ίδια την πολιτική και τη σύγχρονη οργάνωση μιας κοινωνίας που αρνείται να τον δει. Να τον δει πραγματικά. Όπως εκείνος ένα βράδυ, αρνιόταν πεισματικά να κοιτάξει τον ίδιο του το γιο.
Τελικά, το βιβλίο το μετουσίωσαν σε παράσταση, στο Πλύφα, σε χώρο που εκπλήρωνε άτυπα τη φαντασία του συγγραφέα, η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων. Κομμάτια ολόκληρα από το βιβλίο αποκτούν φωνή από τους Διονύση Μακρή και Γιώργο Κισσανδράκη και εκεί που δεν το περιμένεις, δάκρυα γεμίζουν τα μάτια σου, ανάμεσα σε αγνώστους, σε διαφορετικά σημεία από εκείνα που το ίδιο το βιβλίο είχε αρχίσει να σε ζορίσει με μια υπόνοια ταύτισης και μια ιδέα πως οι μπαμπάδες είναι τραγικές φιγούρες, από την ίδια τη στιγμή «σφραγίσματος» του ρόλους τους.
Μιλήσαμε με τους Γιώργο Κισσανδράκη και Διονύση Μακρή για το έργο, το αρχέτυπο του πατέρα και όλα όσα ξυπνά μέσα μας ο Εντουάρ Λουί με το αυτοβιογραφικό «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου».
Πώς είστε αυτή την περίοδο;
Γιώργος Κισσανδράκης: Καλά είμαι, σε ένα συνεχές τρέξιμο για να προλάβω να κάνω όλα αυτά που θέλω, αλλά καλά.
Διονύσης Μακρής: Σε μια αρκετά δημιουργική φάση κατά την οποία μαθαίνω διαφορετικά πράγματα από διαφορετικές μεριές και αυτό είναι τουλάχιστον ευφάνταστο και ανανεωτικό.
Συστηθείτε σε όποιον δεν σας γνωρίζει, χωρίς στρες.
Γιώργος Κισσανδράκης: Με λένε Γιώργο Κισσανδράκη, είμαι ηθοποιός και μου αρέσουν τα ταξίδια.
Διονύσης Μακρής: Με λένε Ντένη Μάκρη. Το Ντένης βγαίνει απ’ το Διονύσης. Μεγάλωσα με το Ντένης αλλά το Διονύσης είναι αυτό που θα διάλεγα σήμερα αν έπρεπε να με βαφτίσει κάποιος. Οπότε λέγομαι Διονύσης Μακρής. Τελείωσα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου το 2010. Αγαπώ τη φιλοσοφία, τη γιόγκα και τη σιωπή. Θα ήθελα να μιλάω λιγότερο, να τρώω πιο αργά και να έχω περισσότερη υπομονή και πίστη στο παρόν. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που δεν απολογούνται, που κοιτάνε μέσα στα μάτια και που είναι ευγενικοί ουσιαστικά. Λατρεύω να παρατηρώ τους άλλους και εμένα. Μισώ την κριτική κυρίως επειδή πρώτος την ασκώ εγώ. Θέλω να ξημερώσει μια μέρα που δεν θα ξανακρίνω ποτέ τίποτα. Που απλώς θα είμαι. Και θα είναι και ο άλλος δίπλα μου όπως θέλει να είναι. Χωρίς να τον ορίζω ή να τον περιορίζω. Απλώς να είναι, όπως ένα δέντρο. Όπως η θάλασσα.
Ποιες ήταν οι πρώτες σας σκέψεις όταν ήρθατε σε επαφή με το “Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου”;
Γιώργος Κισσανδράκης: Λοιπόν, όταν το πρωτοδιάβασα σκέφτηκα ότι ήταν σαν να έβλεπα ταινία του Κεν Λόουτς και αυτό με ιντρίγκαρε ιδιαίτερα. Σκέφτηκα ότι έχει πάρα πολλά να πει αυτή η ιστορία γιατί ακουμπάει σε αληθινές καταστάσεις ανθρώπων που παλεύουν για μια θέση στον ήλιο.
Διονύσης Μακρής: Ένιωσα μια δικαίωση επειδή κάποιος έκανε, με τόσο εύστοχο τρόπο, λέξεις τα βιώματά μου, τους φόβους μου και κυρίως αυτά που δεν μπόρεσα τότε να εξηγήσω, να τα μιλήσω ή να τα καταλάβω. Ήταν μια υπέροχη ετεροχρονισμένη θεραπεία.
Πόσο σας έκανε να “ξεσκονίσετε” σχέσεις και αναμνήσεις των δικών σας μπαμπάδων αυτό το έργο;
Γιώργος Κισσανδράκης: Πάντα όταν καταπιάνομαι με ένα θεατρικό έργο, προσπαθώ να βρω τον εαυτό μου μέσα σε αυτό. Εδώ, επειδή ο κόσμος του έργου είναι σύγχρονος και έχει ως αφετηρία τη σχέση μπαμπά-γιου, επόμενο ήταν να αναδυθούν δικές μου αναμνήσεις κατά τη διάρκεια των προβών. Σιγά σιγά, όμως, θεωρώ πως ήρθα πιο κοντά με τον πυρήνα του έργου παρά το έφερα στα μέτρα μου.
Διονύσης Μακρής: Μου ενίσχυσε την ήδη υπάρχουσα διάθεσή μου να καταλάβω και να ξαναδώ πράγματα και εμπειρίες των παιδικών μου χρόνων. Εκεί βρίσκονται όλα τα μοτίβα των τωρινών μου στάσεων και συμπεριφορών. Οπότε μου ανανέωσε τον τρόπο της αναζήτησής μου αλλά και τα ερεθίσματα. Κάποιες φορές, μάλιστα, ο διεισδυτικός τρόπος του Λουί μ’ έκανε να σοκάρομαι απ’ τη δύναμη της παιδικής μου αντοχής και να εκτιμώ ακόμη περισσότερο και εμένα αλλά και τον πατέρα μου και την οικογένειά μου που μέσα απ’ τα λάθη και τη βία έκανε το καλύτερο που μπορούσε.
Αυτός ο πατέρας είναι το αρχέτυπο του πατέρα της εργατικής τάξης, που μεγάλωσε βουλιάζοντας στον κυριαρχία της τοξικής αρρενωπότητας; Θυμίζει τον μέσο Έλληνα πατέρα με την καταπιεσμένη τρυφερότητα και τις “γωνίες” του;
Γιώργος Κισσανδράκης: Είναι το αρχέτυπο του πατέρα που ένα ολόκληρο σύστημα φρόντισε να τον έχει δεμένο σε μια δουλειά που του σκότωσε τα όνειρα, την όρεξη για ζωή και τη δυνατότητα να χαράξει τη δική του προσωπική πορεία. Όλα αυτά ήρθαν πακέτο με αυτό που αποκαλούμε τοξική αρρενωπότητα και έτσι κι αυτός αναπαρήγαγε μοτίβα συμπεριφοράς που τελικά δεν του αναλογούσαν και δεν του ταίριαζαν καθόλου. Θυμίζει σε πολλά τον μέσο Έλληνα γονιό μέχρι μια γενιά πριν τουλάχιστον που επίσης αφοσιωμένος σε μια κούρσα του να βγάλει λεφτά για να βγάλει το μήνα η οικογένεια δεν έχει χώρο για τρυφερότητες, ενσυναίσθηση και κοινή λογική. Διαφέρει όμως αρκετά στο ότι υπάρχει μέσα του η επιθυμία να μην συνεχίσει το μοτίβο. Προσπαθεί στην αρχή να ξεφύγει από αυτό, όμως δεν έχει την ικανότητα να το κάνει. Στην Ελλάδα το ανησυχητικό είναι ότι αυτά τα μοτίβα πολλές φορές κληρονομούνται από γενιά σε γενιά ως θέσφατα χωρίς να τα διαπραγματευόμαστε και εκεί πραγματικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.
Διονύσης Μακρής: Πάρα πολύ. Είναι μιας πολύ κοινής νοοτροπίας και ενός πολύ καθαρού και σαφούς πατριαρχισμού που εξωθεί ανθρώπους σε μια στάση ζωής και σκέψης που είναι βαθιά περιοριστική και κοντόφθαλμη. Σαν δηλαδή να μην μπορεί να συμπεριλάβει ολόκληρη τη ζωή όπως είναι, αλλά να θέλει διαρκώς να την τεμαχίζει σε κατηγορίες και σε ρόλους. Κι έτσι μετά να ζεις με τα στερεότυπα. Όντας ένα στερεότυπο που δεν συνδιαλεγεσαι με ό,τι έχεις απέναντι σου αλλά με την προκατάληψη αυτού. Δεν ακούς τι έχει να σου πει ο άλλος, αλλά ακούς αυτά που πιστεύεις εσύ ότι σου λέει ο άλλος.
Βρήκατε σημεία ταύτισης σε τον αφηγητή; Για να σας προλάβω, εμείς στο κοινό βρήκαμε. Σε σημείο συγκίνησης, με όλη την αμηχανία που περικλείει το να δακρύζεις ανάμεσα σε αγνώστους.
Γιώργος Κισσανδράκης: Βρήκα σημεία ταύτισης και με τον αφηγητή και με τον πατέρα. Το ωραίο που κάνει ο Λουί είναι ότι σου παραθέτει το θέμα ώστε να μπορείς μετά εσύ να τραβήξεις τις δικές σου αναλογίες. Ποιο αγόρι δεν έχει βρεθεί αντιμέτωπο με την έννοια της αρρενωπότητας; Από τον μπαμπά, το σχολείο, τις παρέες, απ’ όπου. Ποιο παιδί δεν έχει διεκδικήσει τη στοργή, την τρυφερότητα, την αποδοχή του γονιού. Ποιος δεν έχει βρεθεί σε μια περίοδο που νόμιζε πως θα είναι διαφορετικός για να συνειδητοποιήσει αργότερα πόσο δύσκολο είναι αυτό και πόση επιμονή χρειάζεται. Η αμηχανία που αναφέρεις είναι κατανοητή γιατί σκέψου πως ο αφηγητής ο ίδιος βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση αφού μοιράζεται τόσο απλόχερα προσωπικά του βιώματα ανάμεσα σε αγνώστους. Είναι όμως μια αμηχανία που ως κοινό βίωμα συγγραφέα, ηθοποιών, κοινού είναι η βάση για να προχωρήσουμε σε ένα βαθύτερο σημείο συνεννόησης.
Διονύσης Μακρής: Βρήκα αρκετά. Και ακριβώς όπως έγιναν, αλλά και καταστάσεις βίας που χωρίς να είναι κραυγαλέες υπογράμμιζαν παρ’ όλα αυτά όλη σου σχεδόν την παιδική ηλικία. Κι αυτό είναι αποκαλυπτικό και να το διαβάζεις αλλά και να το επισκέπτεσαι εσύ ο ίδιος.
Τα ψηλοτάκουνα παίζουν έναν παράδοξο σημαντικό ρόλο στην παράσταση. Είναι απελευθερωτικά όλα όσα εκφράζει ένας χορός με αυτά;
Γιώργος Κισσανδράκης: Στη δραματουργία της παράστασης ο χορός με τα τακούνια ενέχει τη θέση της λύσης και της λύτρωσης. Είναι ένα μεγάλο «κοίτα με, είμαι εδώ». Και προς όλους όσους είναι υπεύθυνοι να παίρνουν αποφάσεις που καθορίζουν τις ζωές μας, «κοίτα, δε θα με νικήσεις». Αυτό είναι απελευθερωτικό. Και στον βαθμό που υπάρχει αυτός ο στόχος από κάτω, τότε τα τακούνια δεν παίζουν κανένα ρόλο. Μπορεί οτιδήποτε να πάρει τη θέση τους. Οτιδήποτε μας αντιπροσωπεύει και μας κάνει ευτυχισμένους.
Διονύσης Μακρής: Ναι είναι μ’ έναν τρόπο. Γιατί φορώντας τα έρχεσαι αμέσως αντιμέτωπος με κάτι που δεν ορίζει και δεν ορίζεται απ’ την «κανονικότητα». Κι αυτό από μόνο του δημιουργεί πολλές σωματικές και ψυχικές μεταπτώσεις. Οπότε αμέσως λειτουργείς υπό αδιευκρίνιστους κοινωνικά όρους. Κι αυτό είναι η ζωή και η φύση όλων των πραγμάτων. Είναι η ουσία της κάθε πράξης. Η μη ένταξή της σε κατηγορία, σε νόρμα. Άνευ ονομάτων. Άνευ φύλου. Είναι μόνο τώρα. Και το τώρα πάντα είναι νέο, ανένταχτο, αβέβαιο, άγνωστο. Ο φόβος μας για το τι θα φέρει αυτό το άγνωστο μας γεννάει την ανάγκη για κουτάκια. Αλλά απ’ τα κουτάκια δε μεγάλωσε ποτέ κανείς.
Τελικά ποιος σκοτώνει τους πατεράδες μας;
Γιώργος Κισσανδράκης: Τους πατεράδες μας και εμάς τους ίδιους που γινόμαστε οι σκοτωμένοι πατεράδες άλλων, οι σκοτωμένοι σύντροφοι, οι σκοτωμένοι άνθρωποι, μας σκοτώνει από τη μία η πολιτική συγκεκριμένων ανθρώπων που δεν μας ξέρουν, δεν μας υπολογίζουν, δεν μας νοιάζονται γιατί το συμφέρον τους είναι άλλο και από την άλλη εμείς οι ίδιοι σκοτώνουμε τον εαυτό μας γιατί δεν μένουμε πιστοί στα θέλω μας και στα όνειρά μας, ώστε να τα διεκδικήσουμε πιο έντονα και πιο αποτελεσματικά.
Διονύσης Μακρής: Η άγνοια. Η μηχανική αναπαραγωγή στάσεων και συμπεριφορών της ζωής των γωνιών μου ή της εποχής μου. Η μίμηση κόντρα στην αυθεντικότητα της δικής μου αλήθειας. Κι όταν ζεις έρμαιο αυτών, πεθαίνεις χωρίς να ‘χεις καταλάβει τίποτα. Και τότε δεν πεθαίνεις από φυσικά αίτια αλλά σε σκοτώνει ο κάθε ένας που σε ορίζει και αποφασίζει για σένα. Ο δάσκαλος, ο μπαμπάς, ο σύντροφος, ο γείτονας, ο πολιτικός. Ο κάθε ένας που για κάποιο λόγο του έχεις παραχωρήσει την εξουσία να σε κινεί και να σε νοηματοδοτεί.
Τι κάνετε με τις ζωές σας όταν δεν βρίσκεστε στο Πλύφα;
Γιώργος Κισσανδράκης: Αυτήν την περίοδο βρίσκομαι σε μια παιδική παράσταση της ομάδας Κοπέρνικος, το «Ένα Ξωτικό στην πόρτα μου» και κάνω πρόβες για τους «Δίκαιους» του Καμύ. Τον υπόλοιπο καιρό προσπαθώ να βρω τρόπο να γυρίσω όλον τον κόσμο.
Διονύσης Μακρής: Γυρίσματα στο «Αυτή η νύχτα μένει» του Alpha, και στο «Η πτώση» της ΕΡΤ. Πέρα από αυτά, μ’ αρέσει να περνάω χρόνο με μένα, να πηγαίνω βόλτες, μόνος ή και με φίλους, να διαβάζω, να κάθομαι με τον γάτο μου.
Τι εύχεστε για το 2023;
Γιώργος Κισσανδράκης: Εύχομαι υγεία, να σταματήσει ο πόλεμος, να βρεθεί μια αποτελεσματική παγκόσμια στρατηγική για την κλιματική αλλαγή, να εκλείψει η έμφυλη βία, και η βία ενάντια σε παιδιά και ζώα και να πάρει ο Παναθηναϊκός το πρωτάθλημα.
Διονύσης Μακρής: Εύχομαι να αρχίσουμε σιγά σιγά να μας παρατηρούμε και να κατανοούμε πρώτα τους εαυτούς μας. Λίγο να στρέψουμε τη ματιά μας προς τα εμάς. Να σιωπήσουμε και να αφουγκραστούμε. Κι αν αυτό γίνει μια ευχάριστη συνήθεια, τότε είμαι βέβαιος ότι θα εκλείψουν πολλά απ’ τα δεινά του κόσμου αυτού.
ΠΛΥΦΑ 7Α