Δεν είμαστε λίγοι όσοι νιώθουμε πως το Netflix έχει αρχίσει να μάς απογοητεύει. Ίσως είμαστε υπερβολικοί, αλλά όχι λίγοι. Και τέλος πάντων έχουμε σκεφτεί να σταματήσουμε να πληρώνουμε τη συνδρομή μας στην πλατφόρμα. Κατά καιρούς, μάς κρατά πίσω μια must-see σειρά που όλο λέμε να δούμε και όλο δεν βλέπουμε (σαν το Ozark που είναι ένας καλός λόγος να μείνεις στο Netflix) ή κάποια νέα όντως καλή σειρά (δύσκολο να τη βρεις, αλλά θα τα καταφέρεις) ή μια νέα ταινία. Μια ανέλπιστα καλή ταινία ανάμεσα στα πεντάρια που πετυχαίνει κανείς στην πλατφόρμα, που μοιάζει να αυτοεκπληρώνει μια προφητεία να μην ξεπερνά τη μετριότητα. Μια από αυτές τις ανέλπιστα καλές ταινίες είναι και “Ο εραστής της λαίδη Τσάτερλυ”, την οποία ο συγκαλυμμένος πουριτανισμός που διάολε μάς έχει σκεπάσει τόσο τεχνηέντως, σε σημείο που δεν τον αντιλαμβανόμαστε, πρόλαβε να την χαρακτηρίσει ως “soft porn”. Δεν είναι. 

Δεν αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του Ντ. Χ. Λώρενς, ωστόσο αποτελεί εκείνη που είναι βαθιά επικεντρωμένη σε κάτι που όλο λέμε ότι τιμούμε και όλο γίνεται σχεδόν μεταφυσικά σαφές πως δεν μπορούμε: η γυναικεία απόλαυση. Η ιστορία είναι γνωστή. Μια νεαρή αριστοκράτισσα σχεδόν από την αρχή του γάμου της έρχεται αντιμέτωπη με την πλήρη απουσία ερωτισμού από αυτόν. Ο σύζυγός της, επιστρέφοντας από το μέτωπο, ανάπηρος πλέον, δεν είναι σε θέση να την ικανοποιήσει σεξουαλικά. Ούτε τον εαυτό του, αλλά αυτό δεν φαίνεται να τον απασχολεί όσο απασχολεί εκείνη. Η νεαρή, σεξουαλικά συντονισμένη με τον ίδιο της τον εαυτό, αναπτύσσει μια σεξουαλική σχέση με τον θηροφύλακα, η οποία οδηγείται σε κάτι παραπάνω, μένοντας πιστή σε αυτό το είδος ερωτικής οικειότητας και συναισθηματικής απληστίας που προκαλεί το σεξ. 

Η Έμα Κόριν (The Crown) και Τζακ Ο’ Κόνελ (Skins) στους ρόλους των εραστών, σε σκηνές ρεαλιστικά σεξουαλικές, με πλήρη πίστη στο -προφανές- όραμα της σκηνοθέτιδας να τιμήσει τη γυναικεία απόλαυση και ικανοποίηση, εξαργυρωμένη από οργασμούς, τονίζοντας τη σημαντικότητά τους, θυμίζουν στον θεατή, που κινείται στο πολλές φορές πεζό, ντιτζιταλικά ερωτικό 2022, των dating apps και του -πολλές φορές- υπερφύαλου dating, πώς ακριβώς συντονίζονται ερωτικά δυο άνθρωποι. Οι μεταφυσικές αναζητήσεις του βιβλίου απουσιάζουν και η πεποίθηση του συγγραφέα πως η ολοκλήρωση του ατόμου έρχεται μόνο από την εκπλήρωση ενός ρομαντικού έρωτα με σεξουαλικές απολήξεις, σκεπάζει ανεπαίσθητα το σενάριο από την αρχή ως το τέλος. Η έντονη κριτική στους πιστούς “στο μυαλό και μόνο στο μυαλό” αριστοκράτες και στην ταξική τους ασυνειδησία αποδίδεται, ενώ και άλλες ιδέες, όπως το γεγονός πως η πολυγαμία είναι συνειφασμένη με την ανθρώπινη φύση, απλώς μπλέκεται σε άτυπες κρυφές συμφωνίες και προσωπικές, κλειστοφοβικά συντονισμένες συνθήκες. Ένα κοινό μυστικό. 

Η ταινία στα αυτιά πολλών έφτασε με νεοπουριτανιστικά σχόλια περί “τσόντας”, προφανώς από ανθρώπους που κάτι έχασαν από τις ερωτικές σκηνές. Τον ρεαλισμό τους που δεν είχε στόχο να προκαλέσει, ούτε να τσιγκλήσει αυτή την πλήξη στην οποία με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί το σύγχρονο πορνό. Τη σημαντικότητα που δίνεται στη γυναικεία απόλαυση, στον γυναικείο οργασμό, σε σεξουαλικές επαφές που τονίζουν πως το πάρτι κυλάει από δυο και πως και οι δυο οφείλουν να νιώσουν πως αυτό είναι ένα πάρτυ που τους αφορά. Στην αγνότητα με την οποία η σαρκική επαφή εμπλουτίζεται από συναισθηματικές φόδρες και αποκτά βαθιές σχεσιακές απολήξεις. Το εδώ και το τώρα του έρωτα που δεν κρύβεται πίσω από κλειστές πόρτες και από νόρμες βουλιαγμένες από το βάρος μιας ηθικής που τελικά γίνεται θηλιά. Η δυστυχία και η σεξουαλική κατατονία δεν ήταν ένα τίμημα που ήταν πρόθυμη να πληρώσει μια νέα γυναίκα που αντιλαμβανόταν την πλήρη ορμονική της υπόσταση.  

Τελικά, “Ο εραστής της λαίδη Τσάτερλυ”, δοσμένος από γυναικείο πρίσμα, έγινε μια καλή υπενθύμιση πως παρά την τεχνολογική έξαρση και τις άφθονες επιλογές με τις οποίες μας αφοπλίζει στην ουσία, ο έρωτας και η σεξουαλικότητα ανθίζουν σε κοινό κρεβάτι και όχι στην καθημερινή αποτύπωση εκείνου του παλιού viral post “εγώ είμαι στο κρεβάτι μου, εσύ στο δικό σου, κάποιος είναι στο λάθος μέρος”. Κυρίως αποτέλεσε μια συνειδητοποίηση πως το Netflix, κατά καιρούς, βιώνε εξάρσεις κάτι παραπάνω από “ικανοποιητικού για να φάμε το KFC bucket μας” περιεχομένου.