Τι κι αν μια μπάλα κυλούσε στο χορτάρι, τι κι αν 22 ποδοσφαιριστές έτρεχαν, μάχονταν, ντρίμπλαραν, τσακώνονταν και περιόριζαν τον ψυχισμό τους κάτω από μία ιδρωμένη φανέλα; Aυτό που έφτανε στα αφτιά σου ήταν μια συμφωνία, μια μεγαλειώδης συμφωνία με διακυμάνσεις που στα μικρά της διαλείμματα, άκουγες τις ιαχές των φιλάθλων μετά από περίτεχνη ενέργεια ή τα παράπονά τους μετά από μία λάθος πάσα. 

Η τέλεια ισορροπία. 

Μια χαρακτηριστική χροιά, χρήσιμες πληροφορίες, λιγότερο χρήσιμες πληροφορίες που όμως, τελικά, έδιναν χρώμα, ένα έξτρα ενδιαφέρον ακόμα και στο πιο βαρετό παιχνίδι. Καμία υπερβολική αντίδραση, οι φωνητικές του χορδές ήταν ρυθμισμένες όπως ακριβώς ενός Γάλλου τραγουδιστή λίγο πριν βγει στη σκηνή. Και γνώσεις. Πολλές γνώσεις. Γνώσεις οι οποίες, αυτόματα, έκαναν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα να μετατρέπεται σε  ένα γεγονός με κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο.

Ο Γιάννης Διακογιάννης ξεκίνησε την κάλυψη μεγάλων ποδοσφαιρικών διοργανώσεων με το Μουντιάλ του 1954 στην Ελβετία, ενώ τελευταία φορά που κάλυψε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου ήταν το 1998 στη Γαλλία. Υπήρξε επίσης σχολιαστής στους αγώνες της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Euro του 2004, τη χρονιά που η Ελλάδα ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης.

Από το Σεπτέμβριο του 1966 έως το 1983 ήταν ο βασικός παρουσιαστής της εβδομαδιαίας αθλητικής τηλεοπτικής εκπομπής «Αθλητική Κυριακή» (αρχικά «Αθλητικά Νέα»), ενώ τον Σεπτέμβριο του 1969 είχε παρουσιάσει το 9ο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμού που διεξήχθη στο Στάδιο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» και αποτέλεσε την πρώτη μετάδοση αγώνων στίβου από ελληνικό τηλεοπτικό συνεργείο.


 

Δεν ήταν ένας από τους πολλούς. Γεννήθηκε στη Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου 1931, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό από την εφηβική ηλικία, με ιδιαίτερη αδυναμία στον στίβο. Στον στίβο, αναγκαζόμαστε να το τονίσουμε. Σπούδασε μουσική στη Γαλλία (από όπου καταγόταν η μητέρα του), όμως τελικά τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Και αυτό που αναρωτιέται κανείς, ζώντας καθημερινά σε αυτό το τοξικό ιντερνετικό τοπίο όπου όλοι έχουν και από μία άποψη, είναι αν ο Γιάννης Διακογιάννης θα είχε ασχοληθεί σήμερα με την δημοσιογραφία. Δύσκολο.

Στις μέρες μας, δυστυχώς, ακόμα και αυτοί που συστήνονται ως διαφορετικοί και πλασάρουν τον εαυτό τους ως καθαρούς από τη λάσπη, εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους. Ειδικά στο διαδίκτυο, πέφτουμε καθημερινά σε κείμενα που γράφτηκαν για να προκαλέσουν, να αποπροσανατολίσουν, να δημιουργήσουν λάθος εντυπώσεις. Μα ο Γιάννης Διακογιάννης δεν ακολούθησε ποτέ του κάποια γραμμή. Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξη του στην Espresso, δεν έκανε πίσω παρά τις απειλές που δεχόταν. Και όπως έχει δείξει η ιστορία, δεν υπάρχει χώρος για όποιον δεν κάνει πίσω στη δημοσιογραφία. 

Επίσης, ζούμε σε μία εποχή που σε καταπίνει αν δεν φωνάξεις, αν δεν κάνεις γνωστό ότι υπάρχεις και εσύ κάπου εδώ γύρω ή μπροστά από το μικρόφωνο. Ο Γιάννης Διακογιάννης όταν έκανε τις γνωστές του περιγραφές δεν φώναζε, δεν κούραζε, δεν γινόταν γραφικός. “Μετέδιδα τον αγώνα ως δημοσιογράφος, όχι ως οπαδός. Για μένα η τηλεόραση είναι εικόνα. Άρα μιλούσα όσο έπρεπε, όταν έπρεπε. Τι να πω στον τηλεθεατή, ότι τώρα κάνει πάσα ο παίκτης; Γιατί, δεν το βλέπει; Η περιγραφή ενός αγώνα θέλει και μέτρο. Αυτό συμβούλευα και τους μαθητές μου ως δάσκαλος. Το αθλητικό ρεπορτάζ είναι πολύ δύσκολο”.

Και είναι δύσκολο γιατί απαιτείται, εκτός από γνώση, να δείχνεις σεβασμό σε αυτόν που έχεις απέναντί σου ή χιλιόμετρα μακριά, πίσω από μια οθόνη να διαβάζει τις λέξεις που έγραψες. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (και δεν μιλάμε για τους απλούς συντάκτες που ξημεροβραδιάζονται για λίγα ευρώ), επικρατεί ο φανφαρισμός, ο αχρείαστος εντυπωσιασμός και λείπει η ουσία. 

Κατάφερε να αλλάξει ριζικά το status των αθλητικών δημοσιογράφων στην καθημερινότητα και την ιεραρχία κάθε δημοσιογραφικού οραγνισμού. Από αθλητικογραφοι έγιναν αθλητικοί συντάκτες, ισότιμοι με τους άλλους συναδέλφους τους. Είναι αυτή η καθόλου αυτονόητη κατάκτηση που πλέον απειλείται (αν δεν έχει ήδη χαθεί στη συνείδηση των αναγνωστών).

Ο Γιάννης Διακογιάννης πέθανε σήμερα, σε ηλικία 91 ετών και το κενό που αφήνει πίσω του είναι τεράστιο. Είναι μέρα Μουντιάλ. Φυσικά και θα ήταν μέρα Μουντιάλ.