Πρώτα ο Νίκος Σαμπάνης, τώρα ο 16χρονος Ρομά που δέχτηκε σφαίρα, γιατί έφυγε χωρίς να πληρώσει, από ένα βενζινάδικο. Προτιμάτε να πούμε έκλεψε; Εντάξει. Δέχτηκε σφαίρα γιατί έκλεψε 20 ευρώ. Οι μισοί φωνάζουν για τη χυδαιότητα μιας βίας που βρίσκει το κουράγιο να σηκώσει το όπλο της για 20 ευρώ. Οι άλλοι μισοί για εγκληματίες Ρομά, επικίνδυνους για το κοινωνικό σύνολο. Το κοινωνικό σύνολο που εγκρίνει μια δολοφονία του εικοσάευρου θα έλεγε κανείς.
Εμείς πάλι πέσαμε πάνω στο κείμενο ενός δασκάλου, μέσα από μια ανάρτηση. Στο «σημείωμα» του Αλέξη Κουτρουβέλη, που έχει προσπαθήσει να διδάξει παιδιά από τον καταυλισμό στον Ασπρόπυργο. Πρόκειται για δημοσιευμένο κείμενό του στην Εφημερίδα των Συντακτών. Παιδιά που παίρνουν σκυτάλη και συνεχίζουν, όπως όλα τα παιδιά. Απλώς η δική τους σκυτάλη είναι λασπωμένη και το τέρμα στο οποίο στοχεύουν να τη φτάσουν δεν είναι και καμία σωτηρία. Ούτε καν κοντά. Το κείμενο αυτό, που κάνει τον γύρο του διαδικτύου περιγράφει σε λίγες παραγράφους τι σημαίνει να είσαι ένας έφηβος Ρομά. Γιατί βλέπετε, ακόμα και στον διχασμό της δολοφονίας, κανείς δεν αναρωτιέται πώς ζουν αυτά πλάσματα. Ποιες οι καταβολές, οι συνθήκες και οι προσλαμβάνουσες.
Το κείμενο του εκπαιδευτικού Αλέξη Κουτρουβέλη:
“Για όσους ξέρουν, ο Νίκος Σαμπάνης, ο 18χρονος νεκρός που όλοι συζητάνε, γεννήθηκε στην περιοχή Σοφός στον Ασπρόπυργο. Θα μπορούσε να είναι μαθητής μου τα 5 χρόνια που κρατούσα το 12ο Δημοτικό Σχολείο Ασπροπύργου, που έκλεισε το καλοκαίρι του 2014, με σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ΜΚΟ και σαφώς και την προσωπική μου γνώμη, γιατί παραβίαζε κάθε έννοια ισότητας πολιτών, καθώς είχε δημιουργηθεί για να γκετοποιεί αποκλειστικά Ρομά μαθητές.
Δεν είμαι σίγουρος αν τον θυμάμαι, επειδή στο σχολείο αυτό έκανα μια περίεργη για τον μέσο δάσκαλο δουλειά: προσπαθούσα πηγαίνοντας στις παράγκες του καταυλισμού απ’ όπου προέρχονταν τα παιδιά να πείσω τους γονείς τους να τα στείλουν σχολείο, να μάθουν γράμματα και να ενταχθούν. Ετσι, συχνά μας έρχονταν διάφορα παιδάκια κάθε μέρα, χωρίς πλήρη χαρτιά, χωρίς πιστοποιητικά γέννησης, μόνο με μια ταυτότητα της μάνας τους, έλεγαν με λένε Τσαμπίκο Καραχάλιο ενώ στα χαρτιά ήταν γραμμένος ως Νίκος Σαμπάνης, και μετά από 10 μέρες μπορεί και να μην τα ξαναβλέπαμε ποτέ. Βλέπετε, το 95% των οικογενειών εκεί δεν έχουν συνάψει νομικά γάμο ούτε έχει γίνει αναγνώριση τέκνων.
Για όσους ξέρουν, η περιοχή αυτή, χωρίς υπερβολή, είναι ένα μέρος χειρότερο από κάθε στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων. Οι κάτοικοι μένουν μόνο σε παράγκες που αποτελούνται από 4 παλούκια, νάιλον θερμοκηπίου γύρω γύρω και πέτρες στη σκεπή για να μην την πάρει ο αέρας. Κάποτε μια θύελλα πήρε πολλές σκεπές στον αέρα, έριξε πολλά δοκάρια, τραυμάτισε παιδιά και άφησε άστεγους 500 κατοίκους – με όλα τους τα προσωπικά αντικείμενα μούσκεμα και μωρά να κρυώνουν. Ζήτησα από το κράτος ως διευθυντής του σχολείου να μεριμνήσει για την προσωρινή τους στέγαση, σαν πλημμυρόπληκτοι, όπως θα έκανε για οποιονδήποτε Ελληνα πολίτη, σε ένα δημοτικό στάδιο, κι όμως σε αντίθεση με κάθε περίπτωση Ελληνα πολίτη, δεν απάντησε κανείς.
Ο Δήμος Ασπροπύργου διαχρονικά αρνείται να τους θεωρήσει δημότες του, παρότι οι ίδιοι κι οι ίδιοι Ρομά μένουν εκεί πάνω από 30 χρόνια. Ακόμα και αν γίνει ποτέ πρόγραμμα στέγασης των άστεγων Ρομά, αυτοί θα εξαιρεθούν. Για τον ίδιο λόγο οι γονείς του δεν μπορούν να θάψουν τον νεκρό Νίκο Σαμπάνη στον δήμο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ένας Ρομά στον Ασπρόπυργο δεν χωρά ούτε νεκρός, σαν άλλος Πολυνείκης στην αρχαία τραγωδία.
Για όσους ξέρουν, τα παιδιά εκεί, όπως και οι γονείς τους, είναι εντελώς αναλφάβητα. Δεν υπάρχει ούτε ένας που να έχει δίπλωμα αυτοκινήτου και πολλοί είναι τόσο φτωχοί που δεν έχουν καν το απαραίτητο αγροτικό για να ασκούν το μοναδικό νόμιμο επάγγελμα που μπορούν, αυτό του συλλέκτη ανακυκλώσιμων ειδών. Γνώρισα ανθρώπους που νοίκιαζαν -έναντι 15 ευρώ τη μέρα- αγροτικό από τον γείτονα, μάζευαν παλιοσίδερα αξίας 20 ευρώ, επέστρεφαν τα 15 και ζούσαν την οικογένειά τους με 5 ευρώ τη μέρα.
Τα παιδιά από τον Σοφό ζούνε σε μια άλλη πραγματικότητα, με εμένα να τους διδάσκω -θυμάμαι τέτοιες μέρες για την 28η- ενώ αυτά δεν ξέρουν καν τι είναι σπίτι. Δεν ξέρουν τι είναι μπάνιο, τρεχούμενο νερό, θερμοσίφωνας, ούτε καν ψυγείο. Κανόνισα να έρθουν στο σχολείο ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ντουσιέρες και πλυντήρια, για να έρχονται μητέρες να πλένουν τα παιδιά τους, και δεν ήξεραν ούτε πώς να χρησιμοποιήσουν το ζεστό και το κρύο νερό. Μας ρωτούσανε: «Εσείς οι μπαλαμοί έχετε σπίτι σας πισίνα και υπηρέτριες;» επειδή η μόνη τους εικόνα για τον μέσο Ελληνα προερχόταν από σαπουνόπερες.
Κανείς δεν είχε δίπλωμα οδήγησης και κανείς δεν ήταν σε θέση να βγάλει.
Για όσους ξέρουν, οι άνθρωποι μιλούσαν μόνο ρομανί και μόνο οι άντρες που έβγαιναν για επαγγελματικούς λόγους απ’ τον καταυλισμό ήξεραν και λίγα ελληνικά. Προσπαθούσα να πείσω τα παιδιά, τα έφηβα ειδικά, για τις επαγγελματικές τους επιλογές. Τους μάθαινα γράμματα μέσα από το βιβλίο των σχολών οδήγησης, έτσι για να εξοικειώνονται με την ορολογία «επιβράδυνση οχήματος» που θα τους περιμένει μετά στις εξετάσεις για την απόκτηση του πολυπόθητου διπλώματος. Ελεγα στα παιδιά να ασχοληθούν με τεχνικά επαγγέλματα παρά με παλιοσίδερα και αυτά μου απαντάγανε «δεν μας προσλαμβάνει κανείς, μας βλέπουν Ρομά και δεν μας θέλουν ούτε ως χτίστες».
Εδώ το κράτος, όμως, προτιμά τις σφαίρες από την ενσωμάτωση, εδώ το κράτος προτιμά να περιμένει κι άλλους Νίκους να ενηλικιωθούν για να τους θάψει
Ενας ολόκληρος κόσμος ο οποίος θέλει να ζήσει, όμως δεν έχει καμία αποδοχή λόγω μη ένταξης. Συχνά ονειρεύονταν να γίνουν μανάβηδες με αγροτικό κι όχι ρακοσυλλέκτες σαν τον πατέρα τους και για να γίνει αυτό θα έπρεπε με μαγικό τρόπο να αποκτήσουν όχημα, δίπλωμα και ασφάλιση εμπόρου λαϊκών αγορών. Ο μαγικός τρόπος αυτός όμως ήταν συχνά η κλοπή και με εξίσου μαγικό τρόπο οδηγούνταν στη φυλακή. Η φυλακή ήταν η μόνη περίπτωση που είδαν πράγματα πέρα απ’ το σχολείο, «είχε φακές νόστιμες» μου έλεγαν και γενικά μιλούσαν για τη φυλακή όπως εσείς μπορεί να μιλάτε για την κατασκήνωση που πηγαίνατε μικροί. Ηταν το μόνο μέρος όπου βρήκαν ζεστό νερό, ηλεκτρικό ρεύμα και γιατρό.
Το πλέον συχνό ήταν το εξής: παντρεύονταν στα 14 και μόλις γεννούσε η γυναίκα τους είχαν οικονομικές ανάγκες. Εκλεβαν, πήγαιναν φυλακή μεταξύ 16-19 και επέστρεφαν ως ενήλικοι άντρες πια, με τα παιδιά τους ήδη νήπια. Πολλοί το έβλεπαν αυτό ως ένα πέρασμα στην ενηλικίωση, σαν μια στρατιωτική θητεία, που άλλωστε δεν πήγαιναν. Γι’ αυτό έχουν βγει και οι Ρομά της περιοχής και φωνάζουν, επειδή η διαδρομή κλοπή-φυλακή-ενηλικίωση είναι τόσο γνώριμη σε αυτούς, δεν περιλαμβάνει όμως θάνατο. Συνήθως.
Για όσους ξέρουν και όσους θέλουν να μάθουν, αυτός ήταν ο κόσμος όπου μεγάλωσε ο 18χρονος νεκρός Νίκος Σαμπάνης, επώνυμο το οποίο είχαν δεκάδες μαθητές μου από τον Σοφό Ασπροπύργου, όπως και παρόμοιες ζωές. Δεν ξέρω αν τον γνώρισα ποτέ, γνώρισα όμως πολλούς Νίκους. Δεν είμαι περήφανος για τις πράξεις όσων κλέβουν, όπως και κανείς σώφρων πολίτης, αλλά και αυτός έκανε -όπως όλα τα έφηβα παιδιά- ό,τι έβλεπε. Είχε παιδιά κι η γυναίκα του -που με τη σειρά της δεν είχε μάθει να δουλεύει ούτε και θα την προσλάμβανε κανείς ποτέ- του έλεγε πως πεινάνε. Δεν πρόλαβε όμως να τον δικάσει κανένα δικαστήριο τον Νίκο, τον δίκασαν αυτοβούλως 7 αστυνομικοί, τον δίκασαν αυτοβούλως 38 σφαίρες. Εζησε, γνώρισε και αυτός όση ζωή πρόλαβε στα 18 του χρόνια και πέθανε.
Λυπάμαι για τη ζωή που έμαθε ο Νίκος όσο ζούσε, τη λίγη και εξαιρετικά δύσκολη ζωή που πρόλαβε να γνωρίσει και με βάση τις προσλαμβάνουσες αυτές έκανε τις επιλογές του. Λυπάμαι για άπειρους άλλους Νίκους που υπάρχουν σε αυτούς τους καταυλισμούς και θα βρεθούν υπόδικοι ή και νεκροί μέσα σε ένα σύστημα που δεν θα τους εντάξει ποτέ, ένα πρόβλημα που μόνο στην Ελλάδα υπάρχει.
Σε άλλες χώρες το 97% των Ρομά μένει σε σπίτια και εργάζεται. Στην Ουγγαρία, όπου έζησα μερικά χρόνια, 1 στους 7 κατοίκους είναι Ρομά και όλοι εργάζονται σε τεχνικά συνήθως επαγγέλματα, αλλά εκεί το κράτος τούς έδωσε από παλιά σπίτι, δουλειά και τους ανάγκασε να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Εδώ το κράτος, όμως, προτιμά τις σφαίρες από την ενσωμάτωση, εδώ το κράτος προτιμά να περιμένει κι άλλους Νίκους να ενηλικιωθούν για να τους θάψει.”