Είναι τζαζ, αλλά δεν είναι ακριβώς τζαζ. Στη μουσική του κοντραμπασίστα Μιχάλη Καλκάνη, εκτός από τα στοιχεία που ακούει κανείς στα παλαιότερα σχήματα με τις τρομπέτες, τα σαξόφωνα και τα καλοσιδερωμένα κοστούμια, συναντά έναν θόλο και μέσα σε αυτό τον θόλο, αναμιγνύονται αρμονικά και σε κυκλική κίνηση διάφορα είδη όπως είναι η κλασική, η πειραματική, η ambient, η world και, φυσικά, η παραδοσιακή.
H πιο πρόσφατη δουλειά του που επισημοποιεί όλα τα παραπάνω, είναι το Emotions, ένας πραγματικά εσωτερικός και κινηματογραφικός δίσκος που έχει την ικανότητα να σε πάρει από το χέρι, να σε μεταφέρει στην Κάρπαθο, ύστερα να σε αρπάξει ξανά και να σε αφήσει σε κάποιο χωριό της Ηπείρου πριν χαλαρώσει τα δεσμά του και σου δώσει τη δυνατότητα να επιλέξεις ποιος θα είναι ο επόμενος προορισμός σου.
Ο άμεσος προορισμός του Μιχάλη Καλκάνη και του γκρουπ του, πάντως, σε αντίθεση με τον δικό σου όταν ακούς ένα από τα κομμάτια του, είναι προσχεδιασμένος. Την Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου θα βρεθεί στο Half Note Jazz Club και με αφορμή αυτή την εμφάνιση, μιλήσαμε για -τι άλλο;- τη μουσική, τα πρώτα του βήματα, το κοντραμπάσο, τα κουτάκια της τζαζ και αν μπορεί ένας μουσικός με δύσκολο και μη εύπεπτο ήχο να ζήσει αξιοπρεπώς στην Ελλάδα.
Όταν ο παππούς και μπαμπάς είναι μουσικοί, έχουν στρώσει, έστω και υποσυνείδητα, τον δρόμο στα παιδιά τους για να ασχοληθούν και εκείνα με τη μουσική; Και, αν ναι, θεωρείς μεγάλο το σοκ αν αποφασίσουν να ακολουθήσουν άλλο μονοπάτι;
Σίγουρα στην περίπτωσή μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, το έδαφος ήταν στρωμένο. Μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι γεμάτο μουσικά όργανα. Ήταν τα παιχνίδια μας. Εγώ, ο αδερφός μου και ο ξάδερφός μου είχαμε «συγκρότημα» –όπως το λέγαμε τότε– από 10 χρονών. Επίσης, είχαμε πολύ ωραία ακούσματα από διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Jazz, rock, κλασική μουσική αλλά και ρεμπέτικα ή παραδοσιακά. Είχαμε εικόνες που τους ακούγαμε να παίζουν και να μελετάνε. Ο πατέρας μου όταν μεγαλώσαμε λίγο μας έπαιρνε μαζί στις συναυλίες, κάτι που περιμέναμε πώς και πώς! Οπότε δεν χρειάστηκε να κάνουν και πολλά για να μας πείσουν. Αυτό που χρειάστηκε από την πλευρά τους ήταν η σωστή καθοδήγηση στις επιλογές μας αλλά και σε κάποιες κρίσιμες στιγμές – π.χ. όταν ως έφηβος ήθελα να σταματήσω το πιάνο και να παίζω μόνο ηλεκτρική κιθάρα, είχαμε τις κόντρες μας. Τότε το εκλάμβανα ως πίεση, αλλά σήμερα τους ευγνωμονώ. Όπως και να ’χει, αυτό που θέλεις πάνω απ’ όλα είναι το παιδί σου να έχει μια καλή πορεία και να είναι χαρούμενο. Ευτυχώς, το ταξίδι με τη μουσική μας έχει πάει πολύ ωραία και σε εμένα και στον αδερφό μου. Οπότε καταλαβαίνω την περηφάνια που νιώθει ο πατέρας μου. Η μητέρα μου βέβαια που είναι βιολόγος έμεινε λίγο με το παράπονο, αλλά έχει εναποθέσει τις ελπίδες στα εγγόνια της φαντάζομαι (γέλια).
Έχουν τα πρώτα σου μουσικά ακούσματα κάποια σχέση με τη μουσική που δημιουργεί ο Μιχάλης σήμερα; Πόσο εύκολα ξεχωρίζει ένας μουσικός το τι του αρέσει από το τι είναι γραφτό να κάνει; (Κάποιες φορές, βέβαια, αυτά πάνε μαζί).
Τα πρώτα μουσικά ακούσματα νομίζω δεν τα θυμάμαι καν (γέλια). Πάντως από τότε που με θυμάμαι με γοήτευαν μουσικές από διαφορετικούς μουσικούς κόσμους, ταξιδιάρικες, ατμοσφαιρικές, μουσικές που νιώθεις ότι κουβαλάνε κάτι βαθύ. Ως έφηβος γνώρισα τις μουσικές της ECM Records μέσα από τον Keith Jarrett και τον Jan Garbarek, και θυμάμαι ακόμη πού ήμουν και πώς ένιωθα όταν τις πρωτοάκουγα. Το ίδιο και με τις μουσικές των Pink Floyd. Όλα αυτά τα ακούσματα, και πολλά ακόμη φυσικά, τα νιώθω σαν διαφορετικά χρώματα που έχουν αφήσει βαθιά μέσα μου το αποτύπωμά τους. Αν θέλεις να γράφεις αυθεντική μουσική η οποία πηγάζει από μέσα σου, δεν μπορείς να αγνοήσεις όλα αυτά τα χρώματα, είναι κομμάτι του εαυτού σου. Τα πρώτα ακούσματα διαμορφώνουν την αισθητική σου και, σε έναν βαθμό, κομμάτια του χαρακτήρα σου. Από εκεί και πέρα υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα, όπως τι ακριβώς μουσική θέλω να γράψω στη φάση που είμαι ή μήπως θα έπρεπε να επικεντρωθώ στο να γράφω μουσική και όχι να παίζω ζωντανά. Για τέτοιου είδους decisions makings άλλες φορές προσπαθώ να ψάχνω βαθιά μέσα μου ή να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου κι άλλες φορές αφήνομαι στη ροή της ζωής.
Πώς το κοντραμπάσο κέρδισε την αγάπη σου για το πιάνο; Το πρώτο είναι ο στυλοβάτης, το δεύτερο χαρίζει συνήθως τις μελωδίες που έχει ανάγκη ο ψυχισμός μας. Ήταν μια εύκολη επιλογή;
Βασικά δεν έχει λήξει το ματς μέσα μου ακόμη! Αισθάνομαι ότι το κοντραμπάσο είναι σίγουρα το όργανο με το οποίο έχω καταφέρει να φτάσω σε ένα υψηλό επίπεδο τεχνικά. Πάνω σε αυτό έμαθα να μελετάω σωστά και απολαμβάνω ακόμη να εξερευνώ τις ατελείωτες δυνατότητες που έχει ως όργανο, πέρα από αυτές του στυλοβάτη. Με ιντριγκάρει η σκοτεινή μελωδικότητα που βγάζει όταν παίζεις ψηλά με το δοξάρι και ο ήχος του μοιάζει με ένα αλλιώτικο τσέλο ή λύρα, αλλά και οι ήχοι κρουστού όταν χτυπάς το σώμα του με τις αναγεννησιακές καμπύλες! Το πιάνο, από την άλλη, είναι το όργανο με το οποίο ξεκίνησα το ταξίδι μου με τη μουσική, με αυτό έχω γράψει τις περισσότερες μουσικές μου και ακόμη περνάω μαζί του πολύ όμορφα αυτοσχεδιάζοντας για ώρες!
Ambient, πειραματικός, ορχηστρικός ήχος, παραδοσιακή μουσική και τζαζ. Ποια είναι η διαδικασία της ανάμειξής τους και πώς καταφέρνεις και βρίσκεις την ισορροπία μεταξύ τους;
Καταρχάς ευχαριστώ πολύ, χαίρομαι πολύ αν βγαίνει ισορροπημένη αυτή η συνύπαρξη, είναι κάτι που το έχουμε ανάγκη και ως συμβολισμό στην εποχή μας! Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη διαδικασία που χρησιμοποιώ για να τα συνδυάσω. Όλο αυτό γίνεται κάπως ασυνείδητα, τουλάχιστον έτσι λειτουργεί σε εμένα. Ο στόχος μου όταν γράφω μουσική είναι να «τρυπάρω», να διεισδύσω βαθιά μέσα μου, εκεί που όλα αυτά τα διαφορετικά χρώματα γίνονται ένα. Να βγάλω τον εαυτό μου. Και ο εαυτός μου έχει μέσα ευγένεια, μελαγχολία, χαρά, θυμό, τάση για αυτοσχεδιασμό αλλά και για δομή, ροκ διάθεση, διάθεση για πειραματισμό αλλά και για να γνωρίσει καλύτερα τις ρίζες του και άλλα πολλά. Αν έχω κάτι στον νου μου κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας είναι όλο αυτό να γίνεται με αισθητική και ειλικρίνεια, και χωρίς καμία επιτήδευση.
Αν η μουσική σου ήταν κάποια ταινία, ποια θα ήταν; Η μουσική σου, θεωρώ, θα μπορούσε εύκολα να «ντύσει» διάφορες ταινίες που εστιάζουν στη φωτογραφία. Αλήθεια, έχει περάσει ποτέ από το μυαλό σου κάτι τέτοιο;
Χωρίς πολλή σκέψη η ταινία «Paris in Texas» του Wim Wenders, το αγαπημένο μου road movie! Λατρεύω και το αντίστοιχο soundtrack από τον Ry Cooder φυσικά! Με 2-3 νότες, αλλά με έναν φανταστικό ήχο στην κιθάρα, καταφέρνει να δώσει όλη την ατμόσφαιρα της ταινίας. Ναι, είναι κάτι που θα ήθελα πολύ να προκύψει στο μέλλον. Επιδιώκω συχνά τη συνομιλία της μουσικής μου με άλλες τέχνες, θεωρώ ότι είναι μουσική που αφήνει χώρο για κάτι τέτοιο. Το δεύτερο album μου με τίτλο «World Echoes in Athens» βγήκε μέσα από τη συνεργασία μου με τον ξεχωριστό φωτογράφο Τάσο Βρεττό, με τον οποίο συνταξιδέψαμε για έναν χρόνο σε φανερούς και κρυφούς χώρους λατρείας όπου προσεύχονταν μετανάστες πολλών διαφορετικών εθνικοτήτων και θρησκευμάτων. Αλλά και στο πρόσφατο single «Believe» η μουσική μου συνομιλεί με το ποίημα «Πιστεύω» του Τάσου Λειβαδίτη μέσα από μια καθηλωτική αφήγηση του ηθοποιού Δημήτρη Καταλειφού. Το να γράψω μουσική για ταινία είναι κάτι που με ιντριγκάρει πολύ. Για να δούμε… Ακούσατε σκηνοθέτες εκεί έξω; (γέλια)
Είναι η στροφή στην παράδοση μια αναγκαία κίνηση ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα τις ρίζες μας και αυτόματα να γνωρίσουμε καλύτερα τον ίδιο μας τον εαυτό; Στο S.Tales και το Emotions το ελληνικό στοιχείο είναι κάτι παραπάνω από έντονο.
Ναι, το πιστεύω αυτό. Και όχι μόνο για να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας, αλλά και ως απαραίτητο στοιχείο προκειμένου να προχωρήσουμε με τα σωστά βήματα προς τα εμπρός. Το έχω πολύ ξεκάθαρο σχηματικά στο μυαλό μου. Όταν στέκεσαι στέρεα στα πόδια σου, έχεις πολύ μεγαλύτερες ελπίδες για ένα σίγουρο και μεγαλύτερο βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με κάποιον άλλον που δεν στέκεται και πολύ σταθερά, σωστά; Η παράδοση και οι ρίζες μας είναι η γείωσή μας, είναι το στέρεο πάτημα που έχουμε ανάγκη. Το μότο μου είναι: αναζητώ και μου αρέσει να μαθαίνω την ιστορία και τις ρίζες μου, όχι για να γυρίσω όμως προς τα πίσω, αλλά για να προχωρήσω πιο σωστά προς τα εμπρός. Και για να είμαι ειλικρινής δεν είναι δικό μου, το έχω δανειστεί από τον αγαπημένο μου Γάλλο φιλόσοφο, τον Edgar Morin, ο οποίος ζει και βασιλεύει σε ηλικία 101 ετών!
Το ελληνικό στοιχείο υπάρχει μέσα μου, οπότε σίγουρα βγαίνει στις μουσικές που φτιάχνω. Θα ήθελα να είχα 2-3 ακόμη ζωές ώστε να έχω τον χρόνο να ψάξω πιο βαθιά τις παραδοσιακές μουσικές της Ηπείρου, της Θράκης, των νησιών μας αλλά και γενικότερα την ιστορία αυτού του μοναδικού τόπου. Από την άλλη, κάτι που με έχει σίγουρα βοηθήσει να έχω μια διαφορετική ματιά για τον τόπο μου είναι οι δύο περίοδοι που έζησα έξω από αυτόν. Η πρώτη όταν έζησα για έναν χρόνο στην Αγγλία για το μεταπτυχιακό μου και η δεύτερη πρόσφατα, που έζησα για δύο χρόνια στη Γενεύη. Σαν να κάνεις ένα zoom out και να βλέπεις με μια πιο σφαιρική ματιά τι σημαίνει για εσένα αυτός ο τόπος.
Τι έχει αλλάξει με τα χρόνια στον τρόπο που αντιμετωπίζεις και καταλαβαίνεις τη μουσική; Ποιες διαφορές έχεις εντοπίσει συγκριτικά με τα πρώτα σου βήματα;
Δύσκολη και ωραία ερώτηση! Θυμάμαι μια φάση που ήμουν μικρός και έπαιζε στο ράδιο το «Μη Γυρίσεις», οπότε γυρνάω και λέω στη μητέρα μου «ωραίο κομμάτι». Εκείνη μου απάντησε ότι αυτό το κομμάτι θα το καταλάβω και θα το νιώσω καλύτερα όταν μεγαλώσω, ερωτευτώ, απογοητευτώ κ.λπ. Μου φάνηκε υπερβολικό τότε, αλλά πλέον κάτι πιάνω (γέλια). Σίγουρα αποκτώντας εμπειρίες, η παλέτα των συναισθημάτων μεγαλώνει και έτσι μας ακουμπάνε περισσότερες πτυχές της μουσικής. Επίσης, μεγαλώνοντας προσπαθώ και μου αρέσει να εμβαθύνω τη σχέση μου με τον εαυτό μου, τους κοντινούς μου ανθρώπους αλλά και τη σχέση μου με τη μουσική. Από την άλλη, θυμάμαι τον ενθουσιασμό, τα έντονα συναισθήματα αλλά και τα όνειρα που έκανα ακούγοντας ως παιδί μια καινούρια ωραία μουσική, και σαν να μου φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει λίγο πιο σπάνια τώρα.
Μπορεί να ζήσει από τη μουσική του ένα άτομο που απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό στην Ελλάδα και αποφεύγει από επιλογή τον εύπεπτο ήχο γιατί, πολύ απλά, δεν του ταιριάζει ή δεν τον ικανοποιεί;
Η εποχή μας ζητάει από τους καλλιτέχνες όλων των ειδών να «πουλάνε» μια εικόνα ότι όλα μας πάνε τέλεια, τα live μας ήταν φανταστικά και όλα καλά! Εγώ αισθάνομαι πολύ τυχερός γιατί μέσα σε 3-4 χρόνια το σχήμα μου, Mihalis Kalkanis Group, έχει καταφέρει να συμμετάσχει στα σημαντικότερα ελληνικά φεστιβάλ, όπως στο Summer Nostos Festival του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, στη Μικρή Επίδαυρο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και άλλα. Παρ’ όλα αυτά, η μάχη είναι σκληρή αν δεν έχεις «back up». Μέχρι στιγμής προσωπικά τη δίνω. Παίρνω δύναμη πρώτα απ’ όλα από το γέμισμα που μου προσφέρει όλο αυτό, αλλά και από βαθιές και αληθινές κουβέντες από ανθρώπους που τους έχει βοηθήσει με κάποιο τρόπο η μουσική μας. Δεν είναι λίγο όταν κάποιος σου λέει ότι μαζί με τις μουσικές αυτές έχω περάσει πολύ δύσκολες και πολύ ωραίες στιγμές ή ότι ένιωσα ότι ξαναβρήκα τον εαυτό μου.
Αν γράψει κάποιος στο Google το όνομα Μιχάλης Καλκάνης, θα βρει δίπλα του τη λέξη τζαζ. Σε περιορίζει; Νιώθεις ότι κλείνεσαι σε ένα κουτάκι; Το ρωτάω αυτό γιατί η τζαζ αποτελεί μέρος της μουσικής σου, δεν είναι o πυρήνας της. Μπορεί να κάνω και λάθος.
Συμφωνώ, ούτε εγώ θεωρώ ότι είναι ο πυρήνας της. Πάντως με το που ακούμε jazz, μας έρχεται στο μυαλό swing, bebop, ατελείωτα solos κ.λπ. και ξεχνάμε ότι και οι μουσικές της ECM, π.χ., που είναι πολύ πιο minimal και ατμοσφαιρικές, ανήκουν κι αυτές στην jazz. Ξεχνάμε επίσης ότι στην Ελλάδα αν παίζεις μουσική χωρίς στίχους, ορχηστρική μουσική, και θέλεις να παίξεις σε ένα φεστιβάλ θα αναζητήσεις jazz festivals. Αυτό είναι μονόδρομος. Το βασικό στοιχείο της jazz μουσικής είναι ο αυτοσχεδιασμός και το «σπάσιμο των κουτιών». Αυτά τα στοιχεία νομίζω υπάρχουν στη μουσική μου, αλλά και πάλι λέω ότι και εγώ ο ίδιος δεν θεωρώ το σχήμα μου ένα αμιγώς jazz group σε καμία περίπτωση. Όπως και να ’χει, είναι γνωστό ότι η κατηγοριοποίηση της μουσικής γίνεται καθαρά για λόγους προώθησης. Όταν με ρωτάνε κάποιοι που δεν μας έχουν ακούσει τι μουσική παίζουμε, δυσκολεύομαι να απαντήσω, αυτή τη δυσκολία τη χαίρομαι όμως. Για εμένα είναι θετικό μακροχρόνια το να δυσκολεύεσαι να εντάξεις τη μουσική σου σε ένα είδος, έστω κι αν αυτό σε πρώτη φάση, σε επίπεδο προώθησης, φαίνεται ως μειονέκτημα.
Πόσο σημαντικές είναι οι παύσεις στη μουσική; Έχω καταλάβει ότι είσαι θαυμαστής των Pink Floyd, γι’ αυτό σε ρωτάω. Επίσης, τι θεωρείς εσύ καλή μουσική;
Ναι, έχω μεγαλώσει με αυτό το σχήμα, η αισθητική και τα concept albums του αισθάνομαι ότι με έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό.Η παύση έχει μαγικές ιδιότητες, όπως και η σιωπή σε μια κουβέντα. Μπορεί να μην ακούς τίποτα κι όμως σε αυτές τις στιγμές συσσωρεύονται τεράστια ποσά ενέργειας και έντασης τα οποία περιμένουν να απελευθερωθούν, να εκτονωθούν σε αυτό που έρχεται μετά. Έτσι αυτό που ακολουθεί, αποκτά ξαφνικά τεράστια δύναμη και ενέργεια, και αυτό το χρωστά στην παύση που προηγήθηκε.
Καλή μουσική εγώ μπορεί να βρω σε ένα κομμάτι του Kendrick Lamar, των Rage Against the Machine, του Jan Garbarek, του Πετρολούκα Χαλκιά ή του Bach. Τι είναι αυτό που ενώνει αυτά τα τόσο διαφορετικά ακούσματα; Συγκρίνεις τον Bach με τους Rage; Δεν τα συγκρίνω καν, προσπαθώ να βρω όμως γιατί ασκούν και τα δύο δύναμη πάνω μου. Διαφορετικού είδους δύναμη; Ίσως. Ασκούν όμως. Είναι αυτή η μαγική ικανότητα που έχει η καλή μουσική απ’ όπου κι αν προέρχεται: να μιλήσει μέσα σου για διαφορετικές πτυχές της ζωής μας.
Είναι η περίοδος της στείρας έμπνευσης ο χειρότερος φόβος ενός μουσικού; Αν ναι, τότε ποια είναι -θεωρητικά πάντα- η καλύτερη στιγμή του;
Δεν πιστεύω τόσο στην έμπνευση προσωπικά. Με ποια έννοια το λέω… Για εμένα αυτό που χρειάζεται πάνω απ’ όλα είναι δουλειά. Χρόνος και ενέργεια. Όταν αφιερώνεσαι για ώρες σε αυτό, αυτοσχεδιάζεις, γράφεις, ακούς, διορθώνεις, ξαναδοκιμάζεις κ.λπ., είναι σαν να καλλιεργείς το έδαφος, και αυτό το καλλιεργημένο έδαφος μπορεί κάποιες φορές να το επισκεφθεί και η έμπνευση. Σε μη καλλιεργημένο έδαφος δεν πάει. Άρα δεν πρέπει να κάθεσαι και να την περιμένεις. Εσύ πρέπει να κάνεις τη δουλειά σου. Προσωπικά όποτε κάθομαι και δουλεύω, βγαίνουν ιδέες, άλλες φορές πιο δυνατές και άλλες λιγότερο φυσικά. Αυτό που με απασχολεί είναι να είμαι καλά ώστε μεγαλώνοντας να πλουτίζω από εμπειρίες άλλες φορές δύσκολες κι άλλες ωραίες, και να βρίσκω τον χρόνο για να δουλεύω πάνω στις μουσικές μου. Μου το εύχομαι! Δεν είναι πάντα εύκολο και απλό.
Άκουσες κάποια καλή δουλειά τελευταία, κάτι που να σε ενθουσίασε;
Μου άρεσε πολύ ο δίσκος «Hijos Del Sol» από το κιθαριστικό ντουέτο των Hermanos Gutiérrez, και o τελευταίος δίσκος «When We Leave» του Νορβηγού τρομπετίστα Mathias Eick, από τον οποίο ξεχωρίζω το κομμάτι «Begging».
Τι θα ακούσουμε από το Mihalis Kalkanis Group στο Half Note, εκτός, φυσικά, από το εξαιρετικό Emotions;
Θα παίξουμε όλα τα κομμάτια του δίσκου, κάποιες μουσικές παλαιότερες αλλά και κάποια νέα ακυκλοφόρητα κομμάτια. Θα είναι η πρώτη μας εμφάνιση στον ιστορικό χώρο του Half Note Jazz Club, οπότε ανυπομονούμε! Σας περιμένουμε όλους με χαρά!
Τα μελλοντικά σου σχέδια;
Πρώτος και άμεσος στόχος μου είναι η ζωντανή παρουσίαση του «Emotions» σε φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από κει και πέρα γράφω ήδη νέα μουσική, έχω ιδέες και για άλλα projects εκτός του σχήματος, για τα οποία και θα χαρώ πολύ να μιλήσουμε σχετικά στο μέλλον!
INFO
Ο Mιχάλης Καλκάνης live μαζί με το σχήμα του Mihalis Kalkanis Group
HALF NOTE JAZZ CLUB
Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου
Ώρα έναρξης: 21.30
Εισιτήρια: 15 € για καθήμενους σε τραπέζι / 10 € για όρθιους στο μπαρ
Προπώληση: viva.gr