Δεν θέλεις να κοιτάξεις κατάματα ένα δολοφόνο, αλλά δεν μπορείς να μην πατήσεις play σε μια σειρά που εξιστορεί τα εγκλήματά του.  Γιατί σκοτώνουν; Πώς επιλέγουν τα θύματά τους; Και πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη γνώση για να τους σταματήσουμε; Οι κατά συρροή δολοφόνοι είναι τόσο ακραίοι στη βαναυσότητά τους και τόσο φαινομενικά αφύσικοι στη συμπεριφορά τους που η κοινωνία καθηλώνεται από αυτούς. Μπορούμε να αντιληφθούμε εγκληματικές πράξεις που υποκινούνται από συναισθήματα όπως ο φόβος, η οργή ή η ζήλια.  Δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε το σκοτάδι που οδηγεί τους κατά συρροή δολοφόνους και μερικές φορές δεν το καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι. 

​Η εμπειρία της κάθαρσης που λαμβάνουμε από την παρακολούθηση του Dahmer και true crime ιστοριών ή podcasts είναι λυτρωτική γιατί  αισθανόμαστε ασφάλεια. Είναι οξύμωρο αλλά ισχύει. Η συγκεκριμένη ένοχη απόλαυση λειτουργεί ως αναλγητικό στους φόβους και τα άγχη μας. Μας απομακρύνει παροδικά το φόβο. Όσο συνεχίζουμε να λέμε τις ιστορίες τους τηλεοπτικά τους διαχωρίζουμε από τον μέσο άνθρωπο της διπλανής πόρτας, κάτι που τελικά τους μεταμορφώνει σε φανταστικούς υπερκακούς στο μυαλό μας. Βλέπουμε ταινίες τρόμου, πηγαίνουμε σε στοιχειωμένα σπίτια, μπαίνουμε σε escape rooms με ζόμπι και πηδάμε από αεροπλάνα. Έχουμε δημιουργήσει προσεκτικά εμπειρίες που έχουν σκοπό να προσομοιώσουν το αίσθημα του φόβου. Αυτό συμβαίνει και με την μυθοπλασία που βασίζεται σε αληθινά εγκλήματα. Και στην Ελλάδα δεν είχαμε λίγα. Netflix, κράτα σημειώσεις. Θεόφιλος Σεχίδης 

Γνωστός ως ο “Μακελάρης της Θάσου”. Ο 24χρονος Σεχίδης συνελήφθη στις 8 Αυγούστου του 1996 γιατί δολοφόνησε και στη συνέχεια τεμάχισε μέλη της οικογένειάς του (τον πατέρα, τη μητέρα, τον θείο του, την αδερφή του και τη γιαγιά του) καθώς πίστευε ότι είχαν συνωμοτήσει εναντίον του για να τον σκοτώσουν. Ο Σεχίδης εντάσσεται στην εγκληματολογική κατηγορία των serial killers επειδή σκότωσε στο ίδιο μέρος και εντός 24 ωρών πέντε άτομα. 

Τους τεμάχισε ακούγοντας Τσαϊκόφσκι και έβαλε τους εγκεφάλους τους στο ψυγείο για να τους μελετήσει.  Έκοψε τα κρανία, με σιδεροπρίονο και αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων. Μετά τους τοποθέτησε σε πιάτο και τους έβαλε στο ψυγείο, με σκοπό να τους μελετήσει και στη συνέχεια να τους φάει για να τους τιμωρήσει. Ο 24χρονος δολοφόνησε όλη του την οικογένεια στη Θάσο το Μάιο του 1996. Επί τρεις ημέρες με το φέρι μποτ της γραμμής Θάσου- Κεραμωτής, μετέφερε τις σακούλες με τα διαμελισμένα κορμιά των συγγενών στην Καβάλα. Όταν νύχτωνε πήγαινε στο σκουπιδότοπο της Πέρνης και έθαβε τις σακούλες. Οι δολοφονίες αποκαλύφθηκαν τον Αύγουστο του ίδιου έτους, δηλαδή δυόμισι μήνες αργότερα ύστερα από καταγγελία για εξαφάνιση των θυμάτων από τη σύζυγό του θείου του Σεχίδη, του πρώτου θύματος. Η Ελένη Σεχίδη, γυναίκα του θείου του Θεόφιλου, κατήγγειλε στη βελγική αστυνομία ότι είχε χάσει τα ίχνη του άντρας της, ο οποίος είχε ταξιδέψει στη Θάσο για να βοηθήσει τον αδελφό του με το θέμα του γιού του Θεόφιλου. 

Ο Δημήτρης Σεχίδης, ο πατέρας του Θεόφιλου, έφθασε στην Θάσο ως  έφεδρος Ανθυπολοχαγός και εκεί γνώρισε την μελλοντική σύζυγο του Μαρία. Ήταν αυστηρός. Κι εξαιτίας της Ερμιόνης επέλεξε την κοινωνική απομόνωση για την οικογένειά του. Η οικογένεια Σεχίδη είχε μια κόρη την Ερμιόνη, τρία χρόνια μεγαλύτερη από τον Θεόφιλο, που είχε διαγωνστεί με σχιζοφρένεια, άρχισε να μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές και λάμβανε βαριά φαρμακευτική αγωγή. Κι αυτό το κρατούσαν κρυφό από όλους. Οι συμφοιτητές του Θεόφιλου Σεχίδη στην Κομοτηνή (πέρασε στη Νομική) έλεγαν πως κυκλοφορούσε συνήθως μόνος του, φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, δεν μιλούσε σε πολλούς ανθρώπους, έγραφε πολλά ποιήματα και ζωγράφιζε. Είχε εμμονή με την ιδέα ότι ήταν εξώγαμο. Ο Σεχίδης πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 2019 στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού.

Παντελής Καζάκος

Ρατσιστής κατά συρροή δολοφόνος. Στις 19 και 21 Οκτωβρίου 1999, ο 23χρονος Παντελής Καζάκος σκότωσε δύο μετανάστες και τραυμάτισε σοβαρά άλλους εφτά λόγω του διαφορετικού χρώματος και θρησκεύματος. Γιος αστυνομικού που εργαζόταν ως υπάλληλος ασφαλείας στην ΕΡΤ. Στο παρελθόν είχε αντιμετωπίσει προβλήματα με τα ναρκωτικά. Στο δικαστήριο ο συνήγορος Πολιτικής Αγωγής παρουσίασε φωτογραφία του Καζάκου στην οποία απεικονίζεται να κρατά πανό σε πορεία της Χρυσής Αυγής, κάτι που ο πατέρας του Καζάκου αρνήθηκε. Οι ώρες δράσης του “δολοφόνου με το Μπράουνινγκ” ήταν από τις 21:00 το βράδυ μέχρι τις 04:00 τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, με τον ίδιο να επιστρέφει κανονικά στη δουλειά του μετά το “πέρας της αποστολής”.

Ο Παντελής Καζάκος ομολόγησε αμέσως τις πράξεις του μετά τη σύλληψή του που ακολούθησε ύστερα από καταδίωξη στο κέντρο της Αθήνας, με την πρώτη του φράση να λέει όλα: «Δεν μετανιώνω». Τραγικός απολογισμός της δράσης του Καζάκου, δύο νεκροί και επτά τραυματίες εκ των οποίων οι δύο πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους σε αναπηρικό αμαξίδιο.

 Δημήτρης Βακρινός 

Ταξιτζής, ομολόγησε την εν ψυχρώ δολοφονία για ασήμαντες αφορμές πέντε ανθρώπων και τις απόπειρες δολοφονίας άλλων επτά, στο χρονικό διάστημα 1987–1996. Οι επιθέσεις του αυτές δεν υποκινούνταν από ζήλια, οικονομικό κίνητρο ή εκδίκηση. Είχε χαρακτηριστεί ως «ο δολοφόνος με το κράνος», καθώς συνήθιζε να πυροβολεί φορώντας το κράνος του μοτοσυκλετιστή. Το 1990, ο 28χρονος πλέον Δημήτρης Βακρινός γνωρίζει μέσω προξενιού την Ευαγγελία Γερασίμου, παντρεύονται και 14 μήνες μετά η πρώην συζυγός του τον έδιωξε από το σπίτι της (η πεθερά του τον είδε να χαστουκίζει την γυναίκα του, και όταν εκείνη τον ρώτησε γιατί, χαστούκισε και την ίδια/ όταν έχασε τη δουλειά του στα Ναυπηγεία δήλωσε στη σύζυγό του ότι ήθελε πλέον να τον συντηρεί εκείνη ώστε αυτός να ξεκουραστεί) στο Κερατσίνι και εκείνος αποφάσισε να την εκδικηθεί, πυρπολώντας το εξοχικό σπίτι του πεθερού του στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αρχικά της οικογένειας και μετά τη σύλληψή του, και του ίδιου. 

Το χρονικό της εγκληματικής δράσης του Δημήτρη Βακρινού έλαβε χώρα την περίοδο από το 1993 ως το 1996. Ωστόσο, τον πρώτο φόνο του τον είχε διαπράξει το 1987 σε ηλικία 25 ετών. Το πρώτο θύμα του Βακρινού, ήταν ο Παναγιώτης Γαγλίας, γνωστός διαρρήκτης, στον υπόκοσμο ως Πεταλούδας. Ο 25χρονος Βακρινός φιλοξενούταν στο σπίτι του 43χρονου Παναγιώτη Γαγλία στην Πετρούπολη. Σκότωσε τον οικοδεσπότη του με σιδερολοστό το βράδυ ενώ κοιμόταν και στη συνέχεια τύλιξε το πτώμα σε πλαστικές σακούλες και το μετέφερε και το πέταξε το στο 19ο χλμ της Εθνικής Οδού Άργους-Τρίπολης. Αιτία της στυγερής του πράξης ήταν ότι παλιότερα είχε πάρει ένα κυνηγετικό όπλο από τον Γαγλία και εκείνος τον είχε απειλήσει ότι αν δεν του το επιστρέψει, θα τον καταγγείλει στην αστυνομία.

Στις 19 Νοεμβρίου 1993 ο Βακρινός πήρε κούρσα την 28χρονη Αναστασία Σιμιτζή. Της πρότεινε να πάνε για ένα ποτό και εκείνη, όντας ήδη μεθυσμένη, δέχτηκε. Στη συνέχεια της ζήτησε να συνεχίσουν τη βραδιά σε ξενοδοχείο. Η κοπέλα αρνήθηκε και ο Βακρινός θιγμένος την οδήγησε σε μια ερημική τοποθεσία, την περιέλουσε με βενζίνη και την έκαψε ζωντανή. 

Στις 20 Δεκεμβρίου 1995 κράτησε τις πινακίδες ενός άγνωστου μοτοσικλετιστή, με τον οποίο ψιλοαρπάχτηκαν στο δρόμο για το ποιός είχε προτεραιότητα, και σχεδίαζε να τον σκοτώσει παρασύροντάς τον με το αυτοκίνητό του. Όταν τον ανέκριναν στην Ασφάλεια, ο Βακρινός ομολόγησε λεπτομερώς όλα τα εγκλήματα του και ήταν σοκαριστικά τα πόσα στοιχεία θυμόταν για τα θύματα του. 

Οι ψυχολόγοι που τον εξέτασαν έκαναν λόγο για άνθρωπο με σαφές ψυχοπαθολογικό πρόβλημα και έντονα συμπλέγματα κατωτερότητας. Το θέμα του είχε ρίζες στα βιώματα της παιδικής του ηλικίας (Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός και στο χωριό του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι “Βρούβας”, ενώ κυκλοφορούσαν φήμες ότι όταν βρισκόταν υπό την επήρεια του ποτού κακομεταχειριζόταν τα παιδιά του)  και σχετιζόταν με μειωμένη αυτοεκτίμηση (κατέθεσε ότι ήταν το παιδί της σφαλιάρας και ότι είχε κόμπλεξ επειδή ήταν κοντός) και σεξουαλική καταπίεση.Στις 25 Μαΐου του 1997, σχεδόν ένα μήνα μετά την σύλληψή του, ο Δημήτρης Βακρινός βρέθηκε νεκρός στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού κρεμασμένος από τα κορδόνια των παπουτσιών του. 

Αντώνης Δαγκλής 

Για τα εγκλήματα του τού είχε αποδοθεί το προσωνύμιο ο “Αντεροβγάλτης των Αθηνών”. Ο άνθρωπος που έσπειρε τον τρόμο στις σεξεργάτριες. Ο Αντώνης Δαγκλής καταδικάστηκε για τη δολοφονία τριών σεξεργατριών, αλλά και για απόπειρες δολοφονίας άλλων έξι. Όσες τυχερές κατάφεραν να γλιτώσουν από το μίσος του, αναγνωρίζουν στις φωτογραφίες σεσημασμένων από την αστυνομία το πρόσωπό του. Ο ίδιος είχε πει πως μισούσε όλες τις σεξεργάτριες, γιατί του θύμιζαν τη μητέρα του, η οποία δουλεύε ως σεξεργάτρια.  Χαρακτηριστικά είχε αναφέρει στη δίκη: “Μισούσα όλες τις ιερόδουλες και συνεχίζω να τις μισώ. Πήγαινα να τις δω για σεξ αλλά ξαφνικά άλλες εικόνες έρχονταν στο μυαλό μου. Άκουγα φωνές οι οποίες με διέταζαν να σκοτώνω. Μία φορά σκέφτηκα να πνίξω τη μνηστή μου, αλλά συγκράτησα τον εαυτό μου. Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου ”. 

Η δράση του ξεκίνησε από το 1992, ενώ εκείνος ήταν μόλις 18 ετών και σταμάτησε με τη σύλληψή του από την αστυνομία το 1995.Είχε γεννηθεί το 1974 στην Κοκκινιά και μεγάλωσε σε ένα βίαιο περιβάλλον. Ο πατέρας του τον χτυπούσε όπως και τη μητέρα του.  Αφού στραγγάλισε την Ελένη Παναγιωτοπούλου, κατά την διάρκεια της ερωτικής επαφής, μετέφερε το πτώμα της σε ερημική περιοχή και το τεμάχισε με σιδεροπρίονο. “Τα χέρια και τα πόδια τα πέταξα μέσα στη θάλασσα, το υπόλοιπο σώμα όπως το είχα δεμένο στις σακούλες, το άφησα έξω από τη θάλασσα κοντά στον τοίχο του πάρκινγκ, εκτός από τα εντόσθια και τα έντερα, που τα έβγαλα και τα άφησα στο χώρο που τεμάχισα το πτώμα”, αναφέρει στην απολογία του το 1996.  Ο Αντώνης Δαγκλής αυτοκτόνησε στις 2 Αυγούστου του 1997, βρέθηκε απαγχωνισμένος στο κελί 33 του Ψυχιατρικού Καταστήματος των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού, με τον συγκρατούμενό του, Γ. Μακρίδη, να έχει αυτοκτονήσει και εκείνος. 

Μαρία Σαμπανιώτη

Η δολοφόνος με τα τηγανόψωμα. Μία απλή νοικοκυρά και καθημερινή γυναίκα δηλητηρίασε επτά ανθρώπους επειδή αρνήθηκαν το προξενιό με τις κόρες της. Δηλητηριασμένοι ήταν ο 60χρονος Θεόδωρος Μουστόπουλος, η σύζυγός του Ελένη και ο 33χρονος γιος τους Κώστας. Επίσης, η 46χρονη Ειρήνη Κληματσά, ο 24χρονος γιος της Αντώνης και δύο αλλοδαποί γείτονες, ο Γιάννης και ο Σουλτάν Μουραπτάνγιεφ. Από τα εφτά θύματά της, τα τρία έχασαν τη ζωή τους. Η απάντηση των τοξικολογικών εξετάσεων, που διενεργήθηκαν στα τρόφιμα, ήταν σαφής. Τα τηγανόψωμα και το ψωμί είχαν παραθείο. Οι υποψίες στράφηκαν στην 56χρονη τότε, Μαρία Σαμπανιώτη, γειτόνισσα των δυο οικογενειών. 

Η ίδια είχε δύο κόρες, τις οποίες ήθελε να παντρέψει με τον 33χρονο Κώστα Μουστόπουλο και τον 24χρονο Αντώνη Κληματσά. Όμως οι οικογένειες των προναφερθέντων δεν επιθυμούσαν αυτούς τους γάμους. Παρότι η ίδια αρνήθηκε από την αρχή μέχρι το τέλος τις κατηγορίες, κανένας δε φάνηκε να την πιστεύει. Ο εισαγγελέας της έδρας Σταύρος Μαντακιοζίδης ήταν καταπέλτης στην αγόρευσή του. Την Σαμπανιώτη αποκάλεσε «νέα Φραγκογιαννού». Τρεις φορές ισόβια και άλλα 25 χρόνια κάθειρξη όρισε το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας, ενώ ο Αρειος Πάγος την έκρινε ως άτομο που υποκρύπτει επικίνδυνη ηθική διαστροφή και απέρριψε την αίτησή της, με την οποία ζητούσε να αναιρεθεί η απόφαση του Κακουργιοδικείου. Το 2011 η Μαρία Σαμπανιώτη βγήκε από τις φυλακές του Ελαιώνα Θηβών, έχοντας εκτίσει ποινή 17 χρόνων για το θάνατο τριών ανθρώπων και την απόπειρα δολοφονίας άλλων τεσσάρων. Ακόμη και μετά την αποφυλάκισή της, επέμενε ότι είναι αθώα.