Δεν υπάρχουν κριτικές για το νέο έργο της Λένας Κιτσοπούλου και υπάρχει λόγος. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που βρέθηκαν στην πρεμιέρα της παράστασης δεν ξέρουν πώς να ξεκινήσουν το κείμενό τους. Γιατί όσα είδαμε σε αυτό το περφόρμανς είναι σοκαριστικά  (κάτι που πλέον κάνει την Κιτσοπούλου μάλλον προβλέψιμη), ατάκτως ειρημένα και ερριμένα και θυμίζουν το υλικό που ήθελαν (πιθανότατα) να κριτικάρουν, παραμορφωμένα stories στο Instagram για εντυπωσιασμό παρά ουσιαστική τροφή για σκέψη. Βασικά, είναι σοκαριστικά αστεία αυτή η παράσταση. Και καθόλου λυτρωτική. Είναι sold out κάποιες μέρες, γιατί η Λένα Κιτσοπούλου είναι ένα σαρωτικό brand name. 

Η Λένα Κιτσοπούλου είναι μια περσόνα που θαυμάζεις. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σε εντυπωσιάζει και σου γεννά απορίες. Είναι σπουδαία εικαστικός, συγγραφέας, περφόρμερ, έχει τη δική της ξεχωριστή λοξή ματιά, η ημερολογιακή της σκέψη συνήθως αποτυπώνει ένα κριτικό σχόλιο για την κοινωνία μας, ασχολείται με τα ασόβαρα και τα σοβαρά και αγαπά τα ρεμπέτικα. Γράφει για τη γυναίκα με ωμή ειλικρίνεια και αυτό πρέπει να το λάβουν υπόψιν όλες οι γυναίκες της Gen Z που ποστάρουν την αφιλτράριστη αλήθεια τους. Κάποιος τους άνοιξε το δρόμο γράφοντας “το μυαλό διανύει αποστάσεις τρελές την ώρα που τα πόδια μένουν καρφωμένα στο πάτωμα”. Είναι μια σπουδαία περσόνα. 

Τι άλλο μας έχει αφήσει η Κιτσοπούλου να δούμε από τις χαραμάδες των έργων της; Μισεί τους μικροαστούς, ξέρει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κουβαλούν τα άλυτα ψυχολογικά τους, σιχαίνεται κάθε κομφορμισμό (και τα banana breads και τα ψωμιά που κάναμε όλοι στο διάστημα της καραντίνας). Δεν διστάζει να βουλιάξει τα χέρια της στις λάσπες για να δημιουργήσει κάτι. Κάτι, που για εκείνη έχει αξία. Μιλά σε κάθε της παράσταση (σχεδόν) για τη μοναξιά, την εξουσία, τον φόβο των γερατειών, την έννοια της ηθικής και της ανηθικότητα. Η Κιτσοπούλου που ξέρουμε (κι αγαπάμε γιατί “αγάπη είναι ν’ αγαπάς όποια πληγή σου ανοίγει”) διαλύει με την οργιώδη ειρωνεία της τα πάντα στο πέρασμά της.

Η παράσταση αυτή δεν έχει λόγια. Ούτε ιδιαίτερα σκηνικά. Έχει πολλά props. Κι εννοείται “τρολάρει” το κοινό με fake αποκεφαλισμό ζώου. Παίζουν με εργαλεία τα σώματά τους οι ηθοποιοί, κι έτσι δημιουργούν τα σκηνικά της παράστασης. Προσωπικά την είδα ως μια άγρια περφόρμανς με σκοπό να κάνει τους θεατές να αισθανθούν άβολα. Κι έτσι κάπως με έχασε αυτή τη φορά. Γιατί εγώ και οι περισσότεροι, μεταπανδημικά αισθανόμαστε άβολα. Εξαιτίας της νέας κανονικότητας που είναι γεμάτη σαπίλα και αδιέξοδα και μας αφήνει μουδιασμένους. H αντι-θεατρικότητα ίσως είναι κάπως κουραστική πλέον.

Γκροτέσκο. Αυτός είναι ένας χαρακτηρισμός, μη προσβλητικός, γι’ αυτή την παράσταση. Η δημιουργός της βαρέθηκε να ακούει για τα μπαράκια της Κυψέλης με τους μονοποικιλιακούς καφέδες, δεν δίνει δεκάρα για τα ούρμπαν στέκια του κέντρου, την αφήνει παγερά αδιάφορη κάθε φιούζιον κουζίνας με μενού 14 πιάτα, πιστεύει ότι τα σίριαλ μυθοπλασίας μας ταΐζουν σανό (στο τέλος της παράστασης γινόμαστε ένα κοτέτσι και μας πετάνε τροφή σε ένα ακόμη κοινωνικό τρολάρισμα) και βγάζει σπυράκια όποτε βλέπει καρδούλες στα social. Κάποιος πρέπει να της πει ότι έτσι ακριβώς νιώθουμε όλοι μας. Και βαρεθήκαμε να βλέπουμε αγέραστα πρόσωπα στις τηλεοράσεις μας, ρουφάμε και δεν ρουφιέται ο καφές με το χάρτινο το καλαμάκι που βυθίζεται στο πλαστικό ποτήρι και γενικά πιστεύουμε ότι κάποιος μας αναγκάζει να νιώθουμε ενοχές και άγχος για τα πάντα. Ξέρουμε ότι παράγουμε περισσότερη βία από όση μπορούμε πραγματικά να καταναλώσουμε.

Εκείνο που πραγματικά δεν καταλάβαμε είναι η παράσταση που ανέβασε. Ως περφόρμανς μπορεί να βγάλει ένα κάποιο νόημα. Ως παράσταση έχουν περάσει πάνω από δέκα μέρες και αναρωτιόμαστε τι πήγε λάθος στην εκτέλεση. Ακόμη. Ανησυχούμε μήπως δεν καταλάβαμε εμείς κάτι και στέλνουμε μηνύματα σε φίλους θεατές.  Δεν έχουμε καταλάβει γιατί άλειφε με νουτέλα τα άσπρα σώβρακα. Γιατί υπήρχε ένα τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι; Γιατί η Ιωάννα Μαυρέα έκλαιγε και γέλαγε υστερικά; Γιατί φορούσαν όλοι άφρο περούκες; Γιατί έβαλε τον υπέροχο Γιάννη Κότσιφα να χορεύει τσάμικο ημίγυμνος; Ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν. Έμεινε σαν ανολοκλήρωτο το κάθε σχόλιο. Εννοείται ότι ο κάθε θεατής μπορεί να δώσει τη δική του απάντηση. Αλλά, δεν πήγε στο θέατρο για να περάσει ψυχολογικό τεστ. Ναι, οκ, κάνει παράξενες παραστάσεις η Κιτσοπούλου. Αλλά define παράξενες. Υπάρχει κάποιο νόημα σε όλους αυτούς τους meta συμβολισμούς που παρακολουθήσαμε; Γιατί αν το σχόλιο της είναι ότι καταναλώνουμε για να υπάρχουμε και περιμένουμε το Black Friday ως Μεσσία και ότι ζούμε σε καθεστώς πολιτικής ορθότητας που ακυρώνουμε τους πάντες ενώ βουλιάζουμε σε ένα καναπέ περιμένοντας τον ντελιβερά να χτυπήσει το κουδούνι, αυτά τα νέα δεν είναι σαρωτικά. Είναι ήδη γνωστά, χιλιοειπωμένα, παλιακά, εκκωφαντικά εξαντλημένα στη δημόσια σφαίρα. Εμείς είμαστε το κοινό της, μας τα έχει ήδη σχολιάσει εξαντλητικά σε προηγούμενες παραστάσεις της (στα γρήγορα, θυμόμαστε το θεατρικό  έργο της με τίτλο «Αθανάσιος Διάκος, η Επιστροφή». Εκεί ο Αθανάσιος Διάκος γυρίζει στο 2012 και βρίσκεται ως σουβλατζής στο Ψυρρή.Το  μόνο που κάνει είναι να είναι ένας αδιόρθωτος Ελληνάρας που να βρίζει και να βαρά  τη  γυναίκα του). 

Και στον Φράνκενσταϊν πάλευε με το σύμπαν του «δεν γίνεται τίποτα και καμιά φορά το τίποτα έχει αξία». Τον αγαπώ τον κιτσοπουλικό σουρεαλισμό όταν τον βλέπω, είναι γεμάτος απελπισία. Σε αυτή την παράσταση τον αναζήτησα, μάταια. Αυτή είναι μια προσωπική ανάγνωση της παράστασης. Αξίζει να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα όταν την δείτε.   

Ερμηνευτικά η Λένα Κιτσοπούλου, ο Γιάννης Κότσιφας και η Ιωάννα Μαυρέα δεν έχουν απολύτως τίποτα να αποδείξουν, είναι εξαιρετικοί. Ο Πάνος Παπαδόπουλος είναι ένας νέος ηθοποιός που έχει ταλέντο και το έχει δείξει ξεκάθαρα πάνω στο σανίδι. Εννοιολογικά, μείναμε μετέωροι.Τα νέα της ήταν χαοτικά. Κατάλαβα τι σχολιάζει. Δεν κατάφερα ποτέ να συνδεθώ με τον τρόπο που επέλεξε να σχολιάσει την πραγματικότητά μας.  Κόπηκε η γραμμή και δεν πατιόταν ο μηδενισμός της.

Τα νέα μου είναι σαρωτικά, Θέατρο ΣΦΕΝΔΟΝΗ, Μακρή 4, Αθήνα. Στάση Μετρό: Ακρόπολη. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη – Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 19:30. Εισιτήρια εδώ.

Φωτογραφίες: Karol Jarek

Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου

Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού

Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση

Βοηθοί σκηνοθέτη: Μαριλένα Μόσχου, Σαβίνα Τσάφα