«Ελπίζω αυτό το mail να μη σε βρίσκει καν. Εύχομαι να έχεις δραπετεύσει και να είσαι ελεύθερος».

Πριν λίγο διάβασα αυτό σε ένα γρήγορο σκρολάρισμα και για μια στιγμή σκέφτηκα πως κάποιος αποφάσισε να δραπατεύσει πράγματι από την υποκρισία των επαγγελματικών mail. Αυτό το θέατρο που παίζουμε καθημερινά και θεωρούμε πως έτσι πρέπει να είναι, αφού όλοι έτσι το κάνουν. Στην πραγματικότητα, όλοι κολυμπάμε στη σούπα της σουρεαλιστικής υποκρισίας που λέγεται κορπορετίλα. Γιατί αν έχεις δει σοβαροφανή CEO, αγέλαστο, με το κοστούμι του και το ύφος του, να κάνει βόλτα στον διάδρομο του γραφείου με το παστίτσιο του σε ταπεράκι με τη φάτσα ενός σκύλου στο καπάκι, τότε ξέρεις ακριβώς για ποιον σουρεαλισμό μιλάω.

Τέλος πάντων, δεν ήταν πραγματικό. Ήταν ένα tweet, στο οποίο κάποιος είχε αποφασίσει αυτό που στα αλήθεια ευχόταν να είχε γράψει σε ένα mail. Αυτό που τελικά έγραψε, λογικά ήταν: «Καλησπέρα τάδε, ελπίζω αυτό το mail να σε βρίσκει καλά. Σε συνέχεια της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας, θα ήθελα να σε ποιο ακριβώς σημείο βρισκόμαστε σχετικά με την πορεία της συμφωνίας». Ή του project. Ή της παραγγελίας.

Στην πραγματικότητα όμως, αυτό που στα αλήθεια θα θέλαμε να γράψουμε όλοι είναι:

«Καλησπέρα Τάδε,

Δεν ξέρω γιατί είμαστε αναγκασμένοι να γράφουμε πως ελπίζουμε να βρίσκουμε τον παραλήπτη των email μας καλά. Στην πραγματικότητα, δεν τον γνωρίζουμε καν. Δεν είναι ότι δεν με ενδιαφέρει το να είσαι σε μια καλή κατάσταση, αλλά ειλικρινά, δεν με ενδιαφέρει. Δεν νιώθω άσχημα για αυτό, γιατί είμαι σίγουρος πως δεν σε νοιάζει ούτε εσένα. Στην πραγματικότητα, για να ανταλλάσσουμε mails σημαίνει ότι είμαι όσο καλά χρειάζεται για να πατάω το πόδι μου στο γραφείο, να ανοίγω το inbox μου και να σου απαντάω σαν να μην έχω άλλα πράγματα να κάνω. 

Σε κάθε περίπτωση, στέλνω για να σε ρωτήσω πού ακριβώς βρισκόμαστε με την πορεία της παραγγελίας. Για να είμαι ειλικρινής, ούτε αυτό με ενδιαφέρει στ’ αλήθεια, αλλά είμαι στη δυσάρεστη θέση να δέχομαι αυτή την ερώτηση τρεις φορές τη μέρα από τον διευθυντή μου, ο οποίος πιθανολογώ πως δεν έχει καμία πρεμούρα να μάθει, αλλά ξεχνάει την απάντηση που του δίνω και με ρωτάει ξανά και ξανά. Όταν η μνήμη του φρεσκάρεται, αναγκάζεται να παριστάνει πως ρωτάει γιατί «βιαζόμαστε» και εγώ κάνω πως τον πιστεύω.

Είμαι σίγουρος πως το ίδιο συμβαίνει και στο δικό σας γραφείο. Για αυτό αναρωτιέμαι γιατί δεν επισπεύδουμε τη διαδικασία, ώστε να τους δώσουμε την ευκαιρία να ανανεώσουν την ποικιλία των ερωτήσεων. Είναι σε κρίσιμη ηλικία και κάπου έχω διαβάσει πως αν δεν έχουν νέες προσλαμβάνουσες, ίσως κινδυνεύσουν από Αλτσχάιμερ ή άνοια. Δεν θα το ήθελα αυτό, γιατί παραδόξως, τον συμπαθώ πολύ. Δεν είναι ο καλύτερος στη δουλειά του, αλλά είναι καλός άνθρωπος κατά βάθος. Τον έφαγε και αυτόν ο καπιταλισμός. Ξέρεις, με τους πιθηκισμούς και τις σοβαροφάνειες. Κάποιος του είπε πως αν δεν είναι στρεσαρισμένος, δεν θα είναι ποτέ παραγωγικός και το έχει πιστέψει. Δεν θα ήθελα να μάθει την αλήθεια από εμένα, σε καμία περίπτωση.

Αναμένω μια σαφή απάντηση για το πώς προχωράμε.

ΥΓ. Άφησε πέντε λεπτά να περάσουν πριν απαντήσεις σε αυτό το mail. Το ότι απαντάς τόσο γρήγορα με αγριεύει λίγο. Το βρίσκω, ξέρεις, λίγο, τόσο δα, παράξενο. 

Σε ευχαριστώ πολύ.

Χωρίς καμία εκτίμηση, μιας και δεν ξέρω αν την αξίζεις. Δεν σε ξέρω καν.

Τάδε.»