Ας αποτινάξουμε λίγο τη δηθενιά και τους πιθηκισμούς του “going out”. Ένα μπαρ δεν γίνεται στέκι επειδή φτιάχνει “το καλύτερο νεγκρόνι της Αθήνας” ή επειδή “ξέρει πώς να σετάρει το λευκό κρασί με το finger food”. Ένα μπαρ γίνεται στέκι όταν σε γλιτώνει από την υποχρέωση να μεταμφιεστείς σε κάτι “πιο” για να απολαύσεις το νεγκρόνι ή οποιοδήποτε είναι τέλος πάντων το ποτό σου. Το στέκι δεν είναι ένα μπαρ που πέτυχες σε μια από αυτές τις λίστες που άτυπα σου υπόσχονται πως θα γίνεις ο πιο ενημερωμένος Αθηναίος της εβδομάδας, αλλά ένα μπαρ που σου δημιουργεί τη σιγουριά πως ό,τι ώρα και να περάσεις την πόρτα του, θα υπάρχει μια θέση για εσένα -ιδανικά στο μπαρ. Πως δεν θα σε κρίνει κανείς, γνωστός ή άγνωστος, γιατί πετάχτηκες για ένα ποτό με τις πιτζάμες και τις παντόφλες σου, αποζητώντας την ουσία του concept “πάω για ένα ποτό” και όχι την επίφαση, που τις περισσότερες φορές μεταφράζεται σε “πάω για ένα Instagram story”. Γίνομαι δυσάρεστη; Ίσως γιατί έχω θάψει τον εαυτό μου στην επίφαση και την ξέρω από πρώτο χέρι. 

Πού κολλάνε όλα αυτά;

Σε ένα ρεπορτάζ της ΕΡΤ βρήκε τη θέση της η φωτογραφία δυο γυναικών στη Θεσσαλονίκη, που απαθανατίστηκαν να απολαμβάνουν το ποτό τους σε ένα μπαρ, φορώντας πιτζάμες και παντόφλες. Όταν λέμε πιτζάμες, σχεδόν μπορείς να νιώσεις την υφή των μαλακών λαγουδακίων στη φλις πιτζάμα της μιας εξ αυτών. Η ρεπόρτερ έσπευσε να διευκρινήσει πως δεν πρόκειται για Θεσσαλονικιές, αλλά για Αγγλίδες τουρίστριες, οι οποίες προφανώς βαρέθηκαν στο δωμάτιο που διέμεναν και κατέβηκαν στο πιο κοντινό μπαρ, όπως ήταν, για ένα ποτάκι. 

 

Η ρεπόρτερ, να αναφέρουμε κάπου εδώ, πως προχώρησε σε αυτή τη διευκρίνηση κάνοντας χρήση όλων των σαλονικιώτικων στερεότυπων, που θέλουν τις γυναίκες της συμπρωτεύουσας να πηγαίνουν με τις βλεβαρίδες να έχουν περαστεί με δυο δόσεις μάσκαρα για να πάρουν ψωμί. Ναι, φυσικά, αποκλείεται αυτές οι δυο απεριποίητες πιτζαμάτες πότισσες να είναι Σαλονικιές. Άσχετο, αλλά προφανώς από τη συνέχεια του διαλόγου δεν έλειψαν άλλες στερεοτυπικές φράσεις και αστειάκια για τη Θεσσαλονίκη, όπως ας πούμε, τυχαίο παράδειγμα… οι μπουγάτσες που είναι ένα καλό διαχωριστικό τεστ του ορίτζιναλ Θεσσαλονικιού από οποιοδήποτε άλλο Έλληνα. 

Φυσικά πολλοί θα διαφωνήσουν. Έχει η κάθε συνθήκη την κατάλληλη “στολή” της. Δεν πας με τις πιτζάμες και τις παντόφλες για ποτό. Υποθέτω. Αλλά όποιος έχει στέκι, πιθανολογώ πως έχει σίγουρα κάποια στιγμή σετάρει τα αρβυλάκια του με τις πιτζάμες του και έχει πεταχτεί για ένα ποτάκι. Ιδανικά σε ένα στέκι στεγάζεται δίπλα σε ένα τίμιο σουβλατζίδικο. Εύχομαι αυτές οι δυο θεότητες να έφαγαν ένα ωραίο πιτόγυρο μετά. Έτσι με τα λαγουδάκια, τα χνουδάκια, τα παντοφλάκια και όλα.