Αυτούς τους επιβάτες ΜΜΜ ξέρω, αυτούς εμπιστεύομαι. Και θα ξεκινήσω με μία παραδοχή: τους ζηλεύω. Ζηλεύω κάθε άνθρωπο που δεν έχει έγνοιες ή που, τουλάχιστον, έχει βρει το μαγικό κουμπί που βάζει στο mute τις υστερικές φωνές τους. Μετά από πολλά χρόνια στην Αθήνα και στα βαγόνια των Μέσα Μαζικής Μεταφοράς της, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πιο αγενείς επιβάτες, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, την κατηγορία του «Δεν με νοιάζει» ή «Δεν με νοιάζει και τόσο».
Ζηλεύω λοιπόν το κενό τους βλέμμα, το σουφρωμένα τους χείλη καθώς σκέφτονται τι ωραία που είναι η ζωή και τον τρόπο που μετατρέπονται από ήρεμοι άνθρωποι σε αγρίμια που προστατεύουν το χώρο τους μόλις τους ζητήσεις να καθίσεις δίπλα τους. Ύστερα από ένα λεπτό επιστρέφουν στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, οι παλμοί τους πέφτουν, η ευτυχία επιστρέφει στο πρόσωπό τους. Ένας αρκετά σοφός συγγενής μου μού είπε κάποτε πως οι… Ας μην το γράψω έτσι, θα προσπαθήσω να ντριμπλάρω. Πολλοί άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι διότι δεν έχουν την ικανότητα να αντιληφθούν τι ακριβώς συμβαίνει γύρω τους. Ορίστε, καλύτερα τώρα. Δυστυχώς, όσο πλησιάζω τα 30, αυτός ο συγγενής επιβεβαιώνεται.
Ο χειρότερος συνεπιβάτης δεν είναι αυτός που κάνει τους συρμό να μυρίζει περίεργα λόγω του φραπέ του ή λόγω της μασχάλης του. Όχι, αυτούς τους έχουμε συνηθίσει, έχουμε περάσει σε άλλο επίπεδο. Πλέον, ακόμα και αυτοί που ακούνε μουσική απίστευτα δυνατά με αποτέλεσμα η τραπ τους να ακούγεται και στο δίπλα βαγόνι, μοιάζουν φίλοι μας. Στις μέρες μας έχει κυριαρχήσει ένα νέο είδος κακών συνεπιβατών και όπως φαίνεται, ήρθε για να μείνουν.
Όλα ξεκίνησαν με την πανδημία. Θυμάστε ότι δεν μπορούσαμε να κάτσουμε ο ένας δίπλα στον άλλο, έτσι; Φυσικά και το θυμάστε, πώς μπορείτε να ξεχάσετε ένα τόσο σημαντικό μέτρο για τον περιορισμό της διάδοσης του κορονοϊού; Δεν γίνεται. Tότε, λοιπόν και αφού είχαμε δίπλα μας ένα κενό κάθισμα την ώρα που οι γύρω μας στιβάζονταν σαν ψάρια μέσα στα δύχτια, αφήναμε τις τσάντες μας, τα λαμπτέρ, τις καμηλοπρδάλεις και γενικότερα ό,τι είχε ο καθένας εκεί, μέχρι να κατεβούμε στη στάση που επιθυμούμε.
Αυτή η συνήθεια, δυστυχώς, μας ακολουθεί μέχρι σήμερα. Να εξηγήσω. Χρησιμοποιώ τον προαστιακό, αυτό το θαύμα της τεχνολογίας, καθημερινά, μέχρι τελικής πτώσεως αφού με βολεύει. Το «βολεύει» είναι σχετικό, κανείς δεν περνάει καλά εκεί μέσα. Κάθε πρωί και κάθε απόγευμα, γίνομαι μάρτυρας του ίδιου σκηνικού. Τσακώνονται. Τσακώνονται γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν στην κατηγορία «Δεν με νοιάζει» ή «Δεν Με νοιάζει και τόσο», απλώνουν την προίκα τους στα κενά καθίσματα και σαν να μην έφτανε αυτό, αρνούνται να τα μετακινήσουν.
Σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της άδικης και εγωιστικής αυτής πράξης, παίζουν οι επιβάτες που πάνε ή γυρίζουν από το αεροδρόμιο. Για κάποιο λόγο θεωρούν λογικό να αφήνουν τις βαλίτσες τους δίπλα τους και όχι ακριβώς από πάνω τους, εκεί που σκονίζονται από τη μη χρήση τα, -πώς να τα περιγράψουμε;- τα ραφάκια. Μάλιστα δείχνουν ασυγκίνητοι μπρος στο άτομο που μόλις γύρισε από τη δουλειά του. Τον κοιτάζουν με ένα βλέμμα χαμένο, στραγκισμένο από ενσυναίσθηση, με μια απάθεια που χειρότερη και από αυτή ενός μπασίστα της τζαζ που αναγκάζεται να ακούσει ροκ.
Μόλις τους ζητήσεις να κάτσεις, αγριεύουν, σου λένε πως δεν γίνεται, ακονίζουν τα νύχια τους, γρυλίζουν, σε αναγκάζουν να κάνεις ένα βήμα πίσω. Και μόλις το κάνεις, ηρεμούν, γαληνεύουν, κοιτάζουν έξω από το παράθυρο και θαυμάζουν τις ομορφιές του Ασπρόπυργου. Είναι ωραία η ζωή, παιδιά, μην το ξεχνάτε αυτό.