Τα πανηγύρια ζουν το hype τους. Όσοι έβγαιναν με κλάματα από το οικογενειακό αυτοκίνητο, όσο οι γονείς τους επέστρεφαν στις ρίζες τους και τους έσερναν μαζί τους σε αυτό, τώρα πηγαίνουν πρόθυμα σε πανηγύρια χωριών και νησιών, κάθονται στις πλαστικές καρέκλες που άλλοτε τους έφερναν στο μυαλό άβολες συναναστροφές και τη γεύση ζεσταμένης μπίρας που συνήθως προμηνύει το τέλος μιας βραδιάς. Πλέον σημαίνει απλώς πως το ποτήρι χρειάζεται refill και πάει πακέτο με την περισσότερο ρομαντική σύνδεση με κλαρίνα, φιγούρες χωριού και τη νοσταλγία. Το αγαπημένο συναίσθημα των 30κάτι.
Προσωπικά, αυτή η ρομαντικοποίηση ενός θεσμού που χρωματίζεται κατά το δοκούν, μπολιασμένο από την κουλτούρα του Instagram, με κρατούσε σε μια αντιδραστική «ταχύτητα». Μέχρι τη μέρα που βρέθηκα σε ένα πανηγύρι που αποφάσισε να κάνει κάπως παραπάνω σαφή αυτή τη νέα τροπή που έχει πάρει το concept. Με λίγα λόγια, στο «νεοπανηγύρι» του Φεστιβάλ Βόλου, ενός θεσμού που εδώ και αρκετά χρόνια νιώθει το βάρος να προάγει τον πολιτισμό και εκτός της Αθήνας, προφανώς κατανοώντας πως ο πολιτισμός δεν είναι Η Αθήνα, μόνο, κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι 30 και να βιώνεις την εμπειρία του πλαστικού τραπεζιού, της πλαστικής καρέκλας, της λάιβ μουσικής και του τσίπουρου σε πλαστικά ποτήρια και με όσο πάγο υπάρχει. Όχι όσο πάγο θα ήθελες να υπάρχει.
Σε έναν ατμοσφαιρικό χώρο εκδηλώσεων, τη Λίμνη, στο Βόλο, μάς υποδέχτηκαν, με κάπως υποσχόμενη ετοιμότητα, ο Κυριάκος Γκουβέντας, με το βιολί του ανά χείρας, μαζί με τους Μαρία Πλουμή, Γιάννη Νιάρχο και Ιωάννα Ρήγα. Στην κουζίνα αριστερά ετοιμάζονταν μικρασιάτικοι μεζέδες με την υπογραφή του Μιχάλη Νουρλόγλου. Ο Βόλος είναι μια πόλη στην οποία τρακάρει κανείς με ό,τι ονομάζει πατρίδα. Τους ανθρώπους με το έντονο ταμπεραμέντο, τους σύγχρονους εσωτερικούς «μετανάστες» που υποσχέθηκαν αποκέντρωση στην ψυχική τους ηρεμία, φοιτητές που θα φτάσουν να αγαπούν αυτή την πόλη περισσότερο από εκείνη στην οποία θα κάνει το ντεμπούτο της η σταδιοδρομία τους, λόκαλς που τα καλοκαίρια βρίσκουν μια πλαστική καρέκλα σε ορίτζιναλ πανηγύρια μικρών χωριών και μικρών εκκλησιών και ανήσυχους τύπους που τους κλέβει την προσοχή μια ενδιαφέρουσα αφίσα στο κέντρο της πόλης, δίπλα σε εκείνη ενός «πιατάδικου». Αυτούς τους τελευταίους μου φαίνεται κατάφερα να τους ξεχωρίσω στα τραπέζια του πανυγηριού, να τρώνε τα μεζεκλίκια του Νουρλόγλου και να δοκιμάζουν τοπικό τσίπουρο.
“Αμάν αμάν Έλλη
κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στα χείλη δαγκαμένη”
Ο Μιχάλης Γκουβέντας πρέπει να έδωσε ένα άτυπο «ξεκινάμε» όταν υπολόγισε πως έχει ήδη μαζευτεί αρκετός κόσμος και κάπου εκεί έγινε σαφές τι σημαίνει νεοπανηγύρι. Πώς δηλαδή θα συνεχιστεί να συμβαίνει αυτή η μάζωξη-ωδή σε έναν λαϊκό με την καλύτερη και πιο πυρηνική έννοια. Λίγο πριν σηκωθούν δυο κύριοι να χορέψουν αντικρυστά έναν τραγούδι, καταφέρνοντας να μάς κάνουν όλους να αφήσουμε για λίγο από τα χέρια μας μεζέδες και αλκοόλ, η ορχήστρα τραγουδούσε την “Έλλη”. Ναι, την Έλλη, που κανένας δεν τη θέλει, γιατί είναι φιλημένη, στα χείλη δαγκαμένη. «Πόσο σεξιστικό τραγούδι», ακούστηκε μια φοιτήτρια στο τραπέζι να λέει. «Δεν είναι σεξιστικό τραγούδι. Είναι απλώς μια καταγραφή μιας πατριαρχικής εποχής», τη διόρθωσε ένα αγόρι δίπλα της.
Υπολόγισα πως η στιγμή που οι άνθρωποι αφήνουν τη συστολή τους λίγο στην άκρη και αυτή τη ντροπαλή συνειδητότητα και αφήνονται λίγο παραπάνω και γίνονται ένα με γνωστούς και αγνώστους, προθυμοποιούνται να χορέψουν, να αγκαλιαστούν, να γελάσουν με τα παραπατήματά τους, να μάθουν να χορεύουν βήμα-βήμα μπροστά σε άγνωστα ζευγάρια ματιών, είναι δυο τσίπουρα μετά το πρώτο. Από εκεί και μετά δεν υφίσταται διαχωρισμός, παύει να αφορά το αν αυτό είναι πανηγύρι ή τα λεπτά λίγο πριν το κλείσιμο ενός βολιώτικου μεζεδοπωλείου, όταν έχουν μείνει «λίγοι και καλοί». Εκείνη ήταν και η φάση που όλες οι φυλές του Βόλου, αλλά και όσοι ήρθαν από την Αθήνα ειδικά για το φεστιβάλ καταφέραμε να αφεθούμε. Αυτή η άφεση, αυτή η αδιαφορία για το τι θα πει ο οποιοσδήποτε κάνει ένα πανηγύρι, πανηγύρι. Αυτός ο αναπολογητικός αυθορμητισμός, που πάντα υπάρχει στα πανηγύρια. Ακόμα και αν την επόμενη μέρα ο συγχωριανός μπορεί να σου απαριθμήσει όλες τις ντροπιαστικές σου στιγμές. Δεν σε ένοιαζε και η συστολή πέθανε εκείνο το βράδυ.
Φεύγοντας από το πανηγύρι, έχοντας αφήσει ανθρώπους σε τραπέζια να βαρούν μεθυσμένα, αργά παλαμάκια, κάνω μια -μάλλον εξίσου μεθυσμένη- ερώτηση στον Νίκο, τον διευθυντή του φεστιβάλ. «Γιατί το κάνετε όλο αυτό;», ξεστόμισα. «Ειλικρινά;», μου λέει; «Για να αποκεντρώσουμε τον πολιτισμό». Σκέφτηκα πως θα είμαι εκεί και του χρόνου. Και σιγά τον δρόμο. Σε τρεις ώρες και κάτι ήμουν εκεί. Και διάολε, άξιζε τον δρόμο.