Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ένα μόνο πράγμα που φαινόταν ακατανόητο. Γιατί δέχτηκε η Μίλα Κούνις να κάνει αυτή την ταινία; Χρωστάει; Βασισμένη σε ευπώλητο του 2015 (μυθιστόρημα της Τζέσικα Νολ που υπογράφει και το σενάριο και το 2016 αποκάλυψε ότι το βιβλίο ήταν εμπνευσμένο από μια σεξουαλική επίθεση που είχε βιώσει η ίδια) για τη φαινομενικά τέλεια ζωή μιας γυναίκας που δεν έχει ξεπεράσει τα τραύματα του παρελθόντος. Εντάξει, ανακάλυψαν την πενικιλίνη στο Netflix. Δεν έκαναν άλλη μια ταινία γεμάτη κλισέ. Κανείς δεν μπορεί να το πει αυτό μη ειρωνικά.

Μετά το ξέσπασμα του #MeΤoo έγιναν πολλές ταινίες για το #MeToo κίνημα. Οι περισσότερες είχαν λόγο να φτάσουν στην μεγάλη ή μικρή οθόνη μας. Αυτή η συγκεκριμένη μάλλον κανένα. Εκτός αν όντως χρωστάει χρήματα η πρωταγωνίστρια ή θέλει μεγαλύτερη πισίνα στο εξοχικό της. Άμεσα. Αυτή η ταινία θα ήθελε να είναι κάτι που να θυμίζει το Gone Girl ή το Promising Young Woman. Δεν τα κατάφερε. Ούτε καν στο τρέιλερ.

Πρωταγωνιστεί η Άνι Φανέλι, οπαδός του μιλένιαλ κινήματος fake it till you make it. Η τέλεια ζωή της είναι ένα τέλειο ψέμα.Δεν τρώει υδατάνθρακες (ψέματα), είναι ερωτευμένη με έναν ζάμπλουτο Κεν της Μπάρμπι (ψέματα), γράφει για το σεξ σε ένα γυναικείο περιοδικό (αλήθεια) και δεν την νοιάζουν τα χρήματα και η κοινωνική καταξίωση (ψέματα). Γενικά, αντιλαμβάνεσαι από το πρώτο λεπτό ότι η κοπέλα ανήκει κυρίως στην κατηγορία “δεν μπλέκεις”.

Οι πραγματικές της σκέψεις είναι χολερικές και γεμάτες κακία και τοξικότητα. Επώδυνες να τις ακούς. Θεωρεί τον εαυτό της πρώην κοντόχοντρη και κυριολεκτικά δεν έτρωγε για να χωράει σε ένα συγκεκριμένο μέγεθος. Η προσωποποίηση της υγείας. Φαντάζεται να μαχαιρώνει τον μελλοντικό σύζυγό της σε κατάστημα με ασημικά που πηγαίνουν να κάνουν λίστα γάμου. Η κοπέλα που την υποδύεται ως έφηβη είναι εντυπωσιακά καλή. 

Σύμφωνα με την υπόθεση της ταινίας, η Άνι Φανέλι (Μίλα Κούνις), μια Νεοϋορκέζα με κοφτερή γλώσσα που φαίνεται να τα έχει όλα: μια περιζήτητη θέση σε περιοδικό μόδας, αξιοζήλευτη γκαρνταρόμπα και έναν μελλοντικό ονειρεμένο γάμο στο Ναντάκετ. Όταν, όμως, ο σκηνοθέτης ενός ντοκιμαντέρ που ερευνά εγκλήματα την προσκαλεί να δώσει τη δική της οπτική για τα σοκαριστικά γεγονότα που συνέβησαν, όταν ήταν έφηβη στο διάσημο σχολείο Μπρέντλεϊ, η Άνι αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τη σκοτεινή αλήθεια που απειλεί να καταστρέψει τη ζωή που έχει χτίσει. Η Άνι παλεύει επίσης με την προσωπική διάκριση μεταξύ θύματος και επιζώσας.

https://t.co/wZ9MOIunIn

Μια νύχτα που χωρίζει τη ζωή της Άνι στα δύο – μια σεξουαλική επίθεση που μάλλον έγινε η αφορμή για να πάρουν οι κολλητοί της Τίφανι όπλα και να εισβάλουν στο σχολείο πυροβολώντας τους συμμαθητές τους είναι το μοναδικό συμβάν που μας γεννά συναισθήματα μέσα σε ένα δίωρο.  Και φυσικά η πρωταγωνίστρια κατάφερε να ξεφύγει από όλα αλώβητη, νομικά και όχι συναισθηματικά. Κουβαλά τις νευρώσεις της και το μετατραυματικό στρες. Το ζήτημά του ομαδικού βιασμού εφήβων κοριτσιών και της οπλοκατοχής στις Η.Π.Α δεν είναι πάντα εύκολο να αποτυπωθεί όπως θα έπρεπε σε μια ταινία του Netflix. Ειδικά όταν σε δύο μόνο ώρες μια ταινία βάζει τόσα ζητήματα μαζεμένα (η μονογονεϊκότητα, η εκμετάλλευση του τραύματος, η μάχη μεταξύ των φύλων τόσο στις σχέσεις όσο και επαγγελματικά). Είναι καταδικασμένη να μοιάζει προβλέψιμη αυτή η ταινία. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της. Δεν κατάφερε να μιλήσει για την περιπλοκότητα της ζωής των επιζώντων. Είναι μια επιφανειακή ταινία με συμπυκνωμένη πλοκή.

Ο Βρετανός σκηνοθέτης Μάικ Μπάρκερ  έχει στο βιογραφικό του τα The Handmaid’s Tale, Fargo και Broadchurch. Προφανώς, κάτι πήγε λάθος εδώ. Το μυθιστόρημα αυτό προφανώς δεν άξιζε μια τόσο θλιβερή κινηματογραφική μεταφορά. Με μια εξαίρεση. Την τελική σκηνή. Που άξιζε το δίωρο. 

https://twitter.com/hashtag/LuckiestGirlAlive?src=hash&ref_src=twsrc%5Etfw