Οι Millennials μεγάλωσαν όντας σε μια μόνιμη προετοιμασία. Ξένες γλώσσες πριν καλά μάθουν όλα τα φωνήεντα της ελληνικής. Ιδιαίτερα μαθήματα στα βαριά Μαθηματικά, Αρχαία, Χημεία. Ήξεραν ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσουν στην Τρίτη Λυκείου, από την πρώτη γυμνασίου. Όχι συνειδητά, αλλά καλούνταν να απαντούν από πολύ νωρίς σε αυτή την ερώτηση. Ίσως για αυτό όσοι ακολούθησαν τη θεωρητική βίωσαν σαν χωρισμό την άρνηση να μάθουν έστω και τα βασικά Μαθηματικά. Η γενιά της αφθονίας μεγάλωσε τα τέκνα της, τους Millennials με στόχο να τους κάνει όσο πιο γοητευτικά θύματα για τον καπιταλισμό και τις γλυκές του παγίδες. Πού να ήξεραν πως η κρίση θα οδηγήσει τα overqualified αυτά πλάσματα σε μια πρόωρη υπαρξιακή κρίση και στον εξορκισμό κάθε αξίωσης να γίνουν μέρος της κορπορετικής φιλοδοξίας για την οποία φτιάχτηκαν. Μεταξύ μας, το τελευταίο success story και ολόκληρος trendsetter της ελληνοποιημένης ιδέας του επιτυχημένου Millennial, ενδέχεται να είναι ο Σάκης Τανιμανίδης. Οι υπόλοιποι, αν συνέχιζαν έτσι, μάλλον θα πέθαιναν προσπαθώντας.
Πολλοί Millennials πλέον κάνουν το χειρότερο για κάθε εργοδότη εκεί έξω που είναι πιστός στα κλισέ της hustle culture, της κουλτούρας που θέλει την εργασία να γίνεται μονίμως δυσκολότερη, να απαιτεί όλο και περισσότερο χρόνο από τους εργαζομένους, έντονη φιλοδοξία και προσπάθεια στα όρια της αυταπάρνησης: την ελάχιστη προσπάθεια. Την πιο ταιριαστή ορολογία σε αυτή την τάση που τόσο καιρό νέοι εργαζόμενοι ακολουθούν σχεδόν ενστικτωδώς ήρθε να δώσει το TikTok. Το λένε “quiet quitting” και συμβαίνει στο διπλανό γραφείο.
Τι είναι η σιωπηλή παραίτηση των Millennials;
Δεν είναι καν παραίτηση. Ούτως ή άλλως αυτή η γενιά είναι γνωστή για το πώς χωράει το παράδοξο σε αυστηρούς όρους. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα σαφές όριο ανάμεσα στη δουλειά και την προσωπική ζωή. Όσοι παραιτούνται σιωπηλά κάνουν eye roll μετά από κάθε ατάκα manager για «κόπους που θα ανταμειφθούν» και για «σκληρά εργαζόμενους». Κλείνουν τον υπολογιστή τους στο τέλος του οκταώρου τους, χωρίς να σπαταλούν ούτε λεπτό παραπάνω στο κτίριο της εταιρείας. Δεν ανοίγουν τα mail τους το βράδυ, ούτε τα Σαββατοκύριακα, δεν σηκώνουν τηλέφωνα σε managers και συνεργάτες εκτός ωραρίου. Πολλές φορές δείχνουν απροκάλυπτα πως κάποιες ώρες μέσα στη μέρα δεν είναι απασχολημένοι. Πρακτικά, έχουν τόσο ελεύθερο χρόνο που βλέπουν ολόκληρα επεισόδια «Κωνσταντίνου και Ελένης» με ακουστικά, ενώ η συνάδελφος δίπλα τους γκρινιάζει για τα tasks της μέρας. Είναι τόσο καλά εφοδιασμένοι με όσα αγαπά η κορπορετίλα και τόσο κακοπληρωμένοι, που νιώθουν απόλυτα δικαιολογημένοι για το διάλειμμα που αντί για 15 λεπτά κρατά μια ώρα.
Η Δέσποινα (33) δούλευε στα κεντρικά γραφεία της Tommy Hilfiger στο Άμστερνταμ όταν αντιλήφθηκε πως το να κυνηγάει τίτλους, deadlines και συμπάθειες εντός της εταιρείας ήταν κάτι παραπάνω από μάταιο. Κατάλαβε πως ό,τι και να κάνει, όσο και αν θρέψει το σύνδρομο του καλού παιδιού (που επίσης κυνηγά τους ανθρώπους της γενιάς της), τη δουλειά θα την πάρει ο φιλος, ο γκόμενος, το «μίνιον» του manager. Η σιωπηλή της παραίτηση ξεκίνησε να γίνεται πια τρόπος εργασίας κάπου στην πρώτη της κυριολεκτική παραίτηση. «Παραιτήθηκα και είχα δυο μήνες μπροστά μου μέχρι τη τελευταία μέρα. Ουσιαστικά, ήμουν χαλαρή γιατί θα έφευγα και έτσι αργούσα να φτάσω γραφείο, έφευγα πρώτη από όλους, δεν ήμουν τόσο πίστη στα deadlines, έκανα κάθε τρίτο τέταρτο της ώρας κουβέντα με τους διπλανούς μου, έβλεπα «Εγκλήματα» επειδή ήταν open space καθόμουν όσο πιο μακριά γινόταν από τον director μου ο οποίος με καλούσε στο τηλέφωνο για να με βρει», μου λέει, τονίζοντας πως η προσπάθειά της να είναι η καλή επαγγελματίας έληξε ήδη από τον πρώτο χρόνο της πορείας της στον εργασιακό στίβο. Δεν έβγαζε νόημα.
Ο Χαράλαμπος (29) ανήκει στην κατηγορία των Millennials που έζησαν την πρώτη τους υπαρξιακή κρίση μπροστά σε ένα Excel. «Δεν θα τρελαθώ εγώ για να μπουν για να βγουν νούμερα σε ένα Excel», θυμάται να σκέφτεται και έκτοτε αποφάσισε πως θα ζει στο τώρα. Αρνήθηκε να ζει για τη σύνταξη, το μπράβο, την προαγωγή, την αύξηση. Μικροστόχους για τους οποίους, εν τω μεταξύ, προοριζόταν όλη του την ως τότε ζωή. Πλέον, με την ευκολία της τηλεργασίας, κατά τη διάρκεια του οκταώρου του προτιμά να μαγειρεύει, να βλέπει σειρές, να διαβάζει βιβλία και να κουνάει τακτικά το mousepad, ώστε να μην κλείνει ο υπολογιστής του και να φαίνεται online. Για τα project που τρέχει στην πολυεθνική που εργάζεται προτιμά να δουλεύει δυο ώρες το βράδυ και να ξενερώνει κάθε φορά που προκύπτει meeting το πρωί. «Γιατί να κάθομαι να κοιτάω ένα λάπτοπ από τη στιγμή που ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να είμαι παραγωγικός κάποιες φορές; Γιατί να δουλέψω σε ώρες που ξέρω ότι κάτι θα μου πάρει 3 ώρες να το κάνω επειδή σέρνομαι, αφού μπορώ να δω την ταινιούλα μου και να το κάνω αργότερα μέσα σε 1;», αναρωτιέται.
Ο Μάκης (31) ξεκίνησε να κάνει τα απολύτως απαραίτητα όταν αντιλήφθηκε πως «το παραπάνω δύσκολα θα αναγνωριστεί και θα ανταμειφθεί». Μου λέει πως «όταν αντιλαμβάνεσαι πως δεν υπάρχει κάποιο κίνητρο για να κάνεις το κάτι παραπάνω, όπως ας πούμε ένα bonus, γιατί να αγχώνεσαι και να ανεβάζεις τσάμπα παλμούς;», με ρωτάει. Εργάζεται σε μια ελληνική εταιρία που συχνά αναφέρεται ως πρότυπο σε επίπεδο στρατηγικής. Μπαίνοντας σε αυτή, ο Μάκης αναφέρει πως έκανε φιλόδοξες και κάπως ανταγωνιστικές σκέψεις. Πως θέλει να είναι «ο καλύτερος». Αυτό σταμάτησε όταν σταμάτησαν να δίνονται κίνητρα και από το καρότο και το μαστίγιο, έμεινε μόνο το μαστίγιο.
Το quiet quitting δεν έχει να κάνει με κακούς επαγγελματίες, αλλά με κακά αφεντικά
Το να είσαι overqualified και κακοπληρωμένος δεν έχει πλάκα. Η σιωπηλή παραίτηση των Millennials δεν αφορά κακούς επαγγελματίες, άτομα χωρίς φιλοδοξίες και αδιάφορα πεισματικά για το concept «καριέρα».
«Αφότου άλλαξα αρκετές δουλειές, πλέον με ενδιαφέρει η καριέρα γιατί με ενδιαφέρει το αντικείμενο μου. Αλλά και πάλι, δεν βλέπω το λόγο να πάω “above and beyond” όπως αρέσει πολύ στους εργοδότες να λένε. Κάνω τη δουλειά μου. Την κάνω καλά. Τα πάω καλά με τους συναδέλφους μου. Δεν χρειάζεται να κάνω κάτι άλλο. Και θα είμαι ειλικρινής, μου αρέσει να δουλεύω. Στον ελεύθερο μου χρόνο ασχολούμαι με άλλα πρότζεκτ, άσχετα με την “επίσημη” εργασία μου. Νομίζω το μεγαλύτερο μου πρόβλημα είναι η απαίτηση ότι σε μία δουλειά θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι θα πρέπει να δουλεύουμε εκτός οκταώρου και πρότυπα θεωρούνται εκείνοι που δουλέυουν 10 ώρες τη μέρα. Λάθος. Work smart, not hard παιδάκια», μου λέει ο Χαράλαμπος τονίζοντας πως του αρέσει το αντικείμενό του. Από τον τόνο του καταλαβαίνω πως τον παθιάζει.
Η Δέσποινα, όσο μου τονίζει πως κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας «κάθομαι με το τριγωνάκι μπικίνι μου σε παραλία της Μάνης με το λάπτοπ να είναι στο αυτόματο χάρη σε ένα μπαλάκι wouaboba», μου εξηγεί πως δεν έχει δεχτεί την παραμικρή παρατήρηση από κάποιον manager της. «Θαυμάζουν τις ιδέες και την επίδοσή μου και απορούν πώς το σκέφτηκα! Συγκεκριμένα έχω λάβει προαγωγή τον τελευταίο χρόνο συνοδευόμενη από την φράση «δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό χωρίς εσένα», μου λέει. Ο Μάκης, που τονίζει πάνω από δυο φορές πως ένα τηλεφώνημα εκτός ωραρίου ή σε άδεια τον έκανε να χάσει κάθε εκτίμηση προς τον manager του, μου λέει πως δεν έχει επίσης δεχτεί κάποια κριτική για τις επιδόσεις του. «Η αλήθεια είναι ότι φροντίζω να γίνουν αυτά που πρέπει να γινουν καλά, ξέροντας τι ζητάνε από εμένα και κάνοντάς τα με τον τρόπο που θεωρώ αποτελεσματικό χωρίς πολλή προσπάθεια.»
Τους ρωτάω αν θα τους ενοχλούσε πολύ το ενδεχόμενο μιας απόλυσης. Η Δέσποινα μου λέει πως ναι, γιατί θα έχανε τη βολή. Δεν βρίσκεις εύκολα εταιρεία να σου δίνει προαγωγή ενώ εσύ προσπαθείς να σκεφτείς πως θα μείνει το laptop ανοιχτό για μια ακόμα βουτιά στην Καρδαμύλη. Ο Χαράλαμπος παραδέχεται πως αν απολυόταν θα πληγωνόταν ο εγωισμός του. «Εν καιρώ θα με στεναχωρούσε βαθιά ως κοινωνικό φαινόμενο το γεγονός ότι απολύθηκα επειδή έκανα αυτά για τα οποία προσλήφθηκα», λέει. Ο Μάκης μου λέει πως «δεν θα με χαλούσε μια απόλυση. Μαζεμένα λεφτά από την αποζημίωση και ευκαιρία για νέο ξεκίνημα. Έτσι το βλέπω».
Γιατί το πρόβλημα με το «ουδείς αναντικατάστος» είναι πως ο εργαζόμενος νιώθει πως δεν έχει κάτι να χάσει. Το να είσαι «γρανάζι» έχει και τις ελευθερίες του και μάλλον οι εργοδότες, τυφλοί από αλαζονία, δεν το βλέπουν καθαρά.