*Προφανώς και ακολουθούν σπόιλερς
Ήταν μια απλή Τρίτη όταν αποφάσισα να πατήσω το play. Μέσα στη μέρα είχε βρέξει, η θερμοκρασία είχε υποχωρήσει ελαφρώς και το βράδυ, όταν αποφάσισα να ξαπλώσω, τα σεντόνια μου ήταν νωπά. Η υγρασία δυσκόλευε την αναπνοή μου. Δεν ήμουν στη ζούγκλα, ήμουν στο σπίτι μου. Το ντοκιμαντέρ που παρακολούθησα, πάντως, είχε κάτι από ζούγκλα. Και αρκετό τρέξιμο. Μέσα στη ζούγκλα. Και αρκετή θάλασσα. Και πολλά ναρκωτικά. Και όπλα. Το Running with the Devil: The Wild World of John McAfee έχει όλα τα παραπάνω και ακόμα περισσότερα.
Τον Τζον Μακάφι τον ξέρεις. Αν δεν τον ξέρεις, ίσως τον έχεις χρησιμοποιήσει. Οπότε τον ξέρεις χωρίς να τον ξέρεις. Κατάλαβες τι θέλω να πω. Είναι ο άνθρωπος που μετά την ανάγνωση ενός κειμένου στα 80s που αφορούσε έναν ιό υπολογιστών, δημιούργησε το δικό του λογισμικό anti-virus. Έτσι έγινε γνωστός. Και πλούσιος φυσικά.
Το ντοκιμαντέρ, όμως, δεν ασχολείται με το πώς έφτασε στην κορυφή, ασχολείται με το πώς έπεσε από αυτή. Η Πτώση, λοιπόν. Ο Μακάφι, από πολύ μικρή ηλικία, έκανε χρήση ουσιών μέχρι που έφτασε στον πάτο. Ξέκοψε, βρήκε το δρόμο του και στην πιο ώριμη ηλικία, όταν στην τούρτα έβλεπε το ένα από τα δύο κεριά να είναι το νούμερο 7, αποφάσισε να τα ισοπεδώσει όλα. Μια απότομη βουτιά στην παράνοια, τη συνωμοσιολογία και την υπερβολή. Αυτό είναι το Running with the Devil: The Wild World of John McAfee.
Το μεγάλο όνομα της Σίλικον Βάλεϊ, όπως πολλοί άλλοι πλούσιοι, αγόρασε σπίτι στο Μπελίζ, μια μικρή χώρα της Κεντρικής Αμερικής και μετακόμισε εκεί με τα σκυλιά του. O γείτονάς του όμως, δεν συμπαθούσε τα τετράποδα. Πάνω σε έναν καβγά, ανέφερε τη λέξη “δηλητηρίαση”. Μετά από λίγες μέρες, ο Μακάφι βρίσκει κάποια από αυτά νεκρά. Ύστερα ο γείτονας βρέθηκε νεκρός. Καταλαβαίνετε πού το πάμε;
Ξεκινάει ένα ανθρωποκυνηγητό. Εν τω μεταξύ η αστυνομία ήθελε να του μιλήσει, όχι να τον συλλάβει. Μαζί με τον τότε δημοσιογράφο του Vice, Ρόκο Καστόρο τον cameraman Ρόμπερτ Κίνγκ, την γυναίκα του και άτομα της προσωπικής του ασφαλείας, τρέχουν. Τρέχουν συνεχώς. Ο Μακάφι ήθελε να γίνει θέμα στο Vice για να δουν όλοι πώς αυτός ο εκκεντρικός εκατομμυριούχος τα βάζει με πρωθυπουργούς και γενικά με ανθρώπους που τον θεωρούν επικίνδυνο, εφόσον μιλάμε για ένα άτομο το οποίο, όπως έλεγε, ήξερε πολλά και μπορούσε να στριμώξει τους πάντες.
Fast Forward: Δεν έχω σκοπό να κάνω recap του ντοκιμαντέρ, άλλωστε είναι στο Netflix, μπορείτε να το δείτε ανά πάσα ώρα και στιγμή. Δεν είναι κάτι εξαιρετικό. Δεν μαθαίνεις κάτι που δεν θα μάθεις διαβάζοντας σε ένα από τα πολλά κείμενα που γράφτηκαν γι’ αυτόν μόλις έγινε γνωστό ότι αυτοκτόνησε. Ναι, αυτοκτόνησε ή “αυτοκτόνησε”. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Σε άλλο ήθελα να σταθώ όμως και γι’ αυτό έγραψα αυτό το κείμενο. Το ντοκιμαντέρ, όπως ήδη έγραψα, δεν είναι κάτι εξαιρετικό. Αυτό που το κάνει watchable, είναι η έντασή του. Είναι ό,τι πιο κοντινό στο Uncut Gems έχει κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια. Στην ένταση αναφέρομαι, όχι στο περιεχόμενο. Από την πρώτη στιγμή δημιουργείται μια ατμόσφαιρα η οποία δεν σου επιτρέπει να πάρεις ανάσα. Παίζουν ρόλο και τα μη μονταρισμένα πλάνα, η εναλλαγή και η ταχύτητά τους.
Ε-ΝΤΑ-ΣΗ.
Και αυτή η ένταση με ακολούθησε στον ύπνο μου. Είναι η μόλις η δεύτερη φορά που με επηρεάζει έτσι κάτι που βλέπω. Συνήθως κλείνει η οθόνη, κλείνουν και τα μάτια μου. Τέλος. Με το Running with the Devil: The Wild World of John McAfee δεν έγινε αυτό. Είδα ότι σκότωσα άνθρωπο και ότι με καταδίωκαν. Άγχος. Ευτυχώς, αντιλαμβανόμενος την όλη υπερβολή, με καθησύχασα εντός του ονείρου, λέγοντάς μου ξανά και ξανά ότι πρόκειται για μια φαντασία που οργιάζει και τίποτα παραπάνω. Ηρέμησα, αλλά όχι αρκετά για να κάνω έναν ποιοτικό ύπνο.
Αν, λοιπόν, θες να μείνεις χωρίς ύπνο, δες αυτό το ντοκιμαντέρ. Δεν θα γίνεις σοφότερος, αλλά θα νιώσεις την καρδιά σου να χτυπάει πιο δυνατά από το συνηθισμένο.