Είμαι ένα περιφερόμενο στερεότυπο. Κάθε χρόνο, στις διακοπές μου, σκέφτομαι πώς θα ήταν η ζωή σε ένα νησί, μόνιμα. Και κάθε χρόνο, στην επιστροφή, αφού αδειάζω όλες τις ψευδαισθήσεις ανεμελιάς από τη βαλίτσα βουλιάζω στην συνειδητοποίηση της επαναληπτικότητας. Κάνω -κατεπειγόντως πάντα μετά τις διακοπές- μια λίστα με πράγματα που θα αλλάξω στην καθημερινότητά μου: θα προσέχω περισσότερο τον εαυτόμου (γράφτηκα στις πιλάτες και με ακούω να τρίζω), θα βλέπω περισσότερο τους φίλους μου (τρέχουμε μετά τη δουλειά σε συναυλίες και Ηρώδεια για μέτρια θεάματα), θα βγαίνω σε νέα μαγαζιά για να ξεφύγω από το στέκι (λάθος, το) και θα κάνω πιο συχνά ταξίδια κι εκδρομές (σκέψεις πριν έρθουν οι λογαριασμοί να μου θυμίσουν ότι δουλεύω για να τους πληρώνω). Δεν έχω το προνόμιο (που λανθασμένα πίστεψα ότι είχα στις διακοπές) να βγαίνω για φαγητό κάθε μέρα. Εκτός κι αν βρω άλλες δυο δουλειές. Τότε δεν θα βαριέμαι. Θα έχω κατάθλιψη, πιθανότατα.
Στο γραφείο δεν έχεις εύκολα την πολυτέλεια της πλήξης (εκτός κι αν κάνεις quiet quitting). Αλλά, η διαδρομή μέχρι να φτάσεις εκεί είναι το πιο βαρετό κι απογοητευτικό πράγμα στη μέρα σου. Η κίνηση της Αθήνας θέλει κάποιου είδους εξορκισμό, έστω κι ως happening. Αν προσπαθήσεις να διασκεδάσεις την πλήξη σου σε κάποιο μαγαζί που διαφημίζεται ως νέα άφιξη, θα περάσεις (τις περισσότερες) φορές μέτρια. Γιατί πλέον είναι τόσο generic όλα τα μαγαζιά, από το μενού μέχρι την αρχιτεκτονική τους. Νιώθεις ότι τα ελληνικά μπαρ κι εστιατόρια ζουν τη μέρα της μαρμότας. Ανοίγουν συνεχώς παραλλαγές του ίδιου μαγαζιού. Με ευφάνταστα ονόματα. Δεν καταφέρουν να λυτρώσουν από τη βαρεμάρα ούτε τους ανθρώπους που ποστάρουν φωτογραφίες για να νιώσουν FOMO κάποιοι.
Είναι μια μελαγχολική μεταβατική περίοδος η ζωή μετά τις διακοπές, είναι η εποχή που ακούς την ευχή για καλό αποκαλόκαιρο. Μέχρι να φύγει το μαύρισμα, θα έχει διαλυθεί και η αίσθηση της βαρεμάρας. Θα έχει κυριαρχήσει η επαναληπτικότητα. Θα είμαστε ικανοποιημένοι με την καθημερινότητα. Μέχρι τότε θα ακούω στο ριπίτ το “Βαριέμαι”.