Κτηνοτρόφοι, ψαράδες, ρομαντικοί λάτρεις τον αλόγων. Όχι από εκείνους τους νεόπλουτους που τα συναντούν αποφασισμένοι να μάθουν ιππασία, γιατί έτσι τους είπαν πως πρέπει να κάνουν, αλλά από τους άλλους. Που μεγάλωσαν με άλογα στο σπίτι τους, αφήνοντας ανορθόγραφες πινακίδες παρακαλώντας περαστικούς και instagram thirsty τουρίστες να μην ενοχλούν τα άλογα. Ψαράδες (σαν εκείνους που τίμησε η Σtella πριν λίγους μήνες), που ξεκινούν χαράματα με ξέπλεκα δίχτυα και κρύα ούζα που περιμένουν μέχρι το μεσημέρι. Όχι, δεν περιγράφουμε συνοπτικά μερικά από τα γραφικά κάποιες φορές ποστ των διακοπών, που όλοι έχουμε κάνει. Περιγράφουμε τη νέα καμπάνια του οίκου Aimé Leon Dore.
Το Aimé Leon Dore είναι ένα brand μόδας και lifestyle, με έδρα το Queens της Νέας Υόρκης. Ξεκινώντας από τη γειτονιά SoHo του Μανχάταν, μετράει ήδη κάποιες σημαντικές συνεργασίες με εταιρίες όπως η Puma και η New Balance. Κάπως έτσι, έχει κάνει σαφές πως αυτό που το ενδιαφέρει είναι η αθλητική αισθητική με στόχο να αποτελέσει επιλογή που δεν γνωρίζει σύνορα και δεν μένει στα όρια των ΗΠΑ. Με επιρροές από την κουλτούρα του hip hop και του μπάσκετ, το brand έχει δημιουργήσει μια ισχυρή, πιστή κοινότητα.
Ο οίκος, για την καμπάνια του Φθινόπωρο/Χειμώνας 2021 είχε επιστρατεύσει τον Κωνσταντή Πιστιόλη, βάζοντας την ηπειρώτικη μουσική σε πρώτο πλάνο. Τώρα, για την καμπάνια της συλλογής Φθινόπωρο/Χειμώνας 2022 επέλεξε ξανά το ελληνικό στοιχείο, αλλά από μια άλλη σκοπιά. Εκείνη των επαγγελματιών που της ελληνικής επαρχίας. Στα τρία βίντεο της καμπάνιας, κτηνοτρόφοι και ψαράδες, περνούν ακόμα μια μέρα στη δουλειά, φορώντας ρούχα του οίκου. Και για να μη βουλιάξουμε εντελώς στη ρομαντικοποίηση της υπερκοστολόγησης, προφανώς και κανένας κτηνοτρόφος δεν πρόκειται να πληρώσει 500 ευρώ για ένα πουλόβερ, αλλά διάολε, οι καμπάνιες μας έκαναν να χαμογελάσουμε, αγκαλιάζοντας τον πιο κρυφό, ρομαντικό μας τοπικισμό.
Πίσω από το brand, την αισθητική και την πορεία του κρύβεται ο σχεδιαστής Teddy Santis. Μεγάλωσε στο Κουίνς της Νέας Υόρκης από Έλληνες γονείς μετανάστες δεύτερης γενιάς. Σύμφωνα με όσα έχει πει σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, μιας και γενικώς, δεν μιλάει πολύ, ο πατέρας του μετακόμισε στην Αμερική στα 15 του χρόνια, δημιουργώντας εκεί, από το μηδέν, την οικογενειακή επιχείρησή του. Ένα καφέ-εστιατόριο, που λειτουργούσε 24 ώρες. Ο Santis μοίραζε τη ζωή του από τη μια μέσα στο εστιατόριο που έτρεχαν οι γονείς του και από την άλλη, τα καλοκαίρια ερχόταν στη Μυτιλήνη, την πατρίδα του πατέρα του. Κάπως έτσι, μέσα στο διάκενο αυτών των δυο, δημιούρσησε την αισθητική του, την οποία βλέπουμε και σε όσα δημιουργεί. Ένα μείγμα αμερικανικού street style των 90s με hip hop επιρροές μαζί με κομμάτια και στοιχεία της ελληνικής παράδοσης που δεν θυμίζουν σε τίποτα την αστική πλήξη της Αθήνας. Ίσως γι αυτό να μας κρατούν κολλημένους στις οθόνες μας τα βίντεο του brand. Μας επιστρέφουν στις ρίζες μας με ένα αίσθημα περηφάνιας, με την ευκολία -τι κλισέ- ενός scroll.