Δεν ξέραμε τι να περιμένουμε διαβάζοντας ότι θα δούμε μια ψυχεδελική κομεντί τρόμου. Καλύτερα. Μπαίνοντας στην Πειραιώς 260 έβλεπες μόνο νεανικό κοινό. Νόμιζες ότι πήγε σε συναυλία στο Release. Μπαίνοντας στη αίθουσα δεν ήξερες τι θα ακολουθήσει βλέποντας μια σκηνή, τεράστια, υποφωτισμένη για να σε βάλει στην ατμόσφαιρα θρίλερ, με έναν περίεργο υπόνομο που έβγαζε σε ένα αδιέξοδο. Δεν ξέραμε το έργο του δραματουργού της Σάουμπυνε, Μάριους φον Μάγιενμπουργκ. Οι περισσότεροι δηλαδή.
Fast forward 90 λεπτά μετά. Είδαμε μια σκοτεινή, κατασκότεινη, μαύρη κωμωδία. Σχεδόν παρανοϊκή. Σου λέει ο σκηνοθέτης, ο Γιώργος Κουτλής, ζεις που ζεις μια αδιανόητη πραγματικότητα, εγώ θα στην εικονοποιήσω. Θα σου φτιάξω έναν εφιάλτη και θα σου δώσω και σπλάτερ για να γουστάρεις. Και γουστάραμε.
Rewind. Μια ζεστή νύχτα Αυγούστου. Ο Μ βρίσκεται στο αδιέξοδο ενός σκοτεινού και έρημου δρόμου, όπου όλα έχουν αποσυντεθεί και ο χρόνος έχει σταματήσει. Εκσφενδονισμένος σε έναν εφιαλτικό κόσμο, όπου οι λύκοι τριγυρνούν, η πείνα είναι παντού και τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, ο Μ κάνει το μόνο λογικό πράγμα: τρέχει. Το μόνο που βγάζει ένα κάποιο νόημα είναι ότι έφαγε μύδια και δεν πεινάει. Εν τω μεταξύ, το ψηφιακό ρολόι δείχνει ένα αμετάβλητο 5:05 – ένα κωδικοποιημένο “SOS” – καθώς η νύχτα του τρόμου συνεχίζεται. Σε αυτή την πόλη, η επιθυμία για αγάπη γίνεται επιθυμία για κατοχή. Σε αυτή την πόλη, το «σε θέλω» γίνεται «θέλω να σε φάω».
Ένας άνδρας με σκισμένο λουρί στο χέρι που ψάχνει τον σκύλο του εμφανίζεται. Ο άνδρας προσφέρει στον Μ τη βοήθειά του και μετά ξαφνικά του τραβάει ένα μαχαίρι. Πεινάει. Πεινάει σε σημείο ανθρωποκτονίας και κανιβαλισμού.Σε αυτοάμυνα ο Μ μαχαιρώνει τον άνδρα, ο οποίος παραδόξως δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του. Έτσι, ξεκινάει η εφιαλτική πτήση μέσα από μια πόλη, στην οποία όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες που συναντά ο M έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες: αστυνομικός και γιατρός, εγκληματίας και δικηγόρος, ασθενής και νοσοκόμα. Και όλοι τον κυνηγούν. Όταν πλησιάζει το ξημέρωμα, ο Μ αντιμετωπίζει την αμετάκλητη επιλογή ανάμεσα στον επικίνδυνο έρωτα με ένα ζόμπι και στο μοναχικό κυνήγι με έναν σκύλο. Ο «Μ» θα έχει μαχαιρωθεί, θα έχει μαχαιρώσει, θα έχει γνωρίσει ανθρώπους που θέλουν να τον φάνε, θα έχει δει τον χρόνο να στέκει ακίνητος, και μόνο στο τέλος, για πρώτη φορά, θα νιώσει, πως δεν φοβάται.
Ναι, το ξέρω. Χρειάζεται προσπάθεια για να μπεις σε αυτό το έργο. Δεν έχεις ξαναδεί κάτι αντίστοιχο. Ούτε σε έργα του Κάφκα. Όλοι παρουσιάζονται ως χαρακτήρες στη σκηνή από τους ίδιους τρεις ερμηνευτές- αρχικά ως φίλοι, ως σύμμαχοι, μόνο για να μεταμορφωθούν σε σαρκοφάγα ή σεξουαλικά τέρατα που πρέπει να σκοτωθούν. Το κλείσιμο ματιού στην τελική σκηνή είναι υπέροχο. Η τελική συνάντηση είναι με τον χαμένο σκύλο, ο οποίος μιλάει αρκετά έξυπνα για τις χαρές της λυκοφιλίας καθώς προσπαθεί να πείσει τον πρωταγωνιστή να απαρνηθεί την ανθρωπιά του και να ενταχθεί στην αγέλη. Σου θυμίζει αυτό κάτι;
Αν το έργο είναι παραβολή, ο συγγραφέας το αφήνει ανοιχτό στην ερμηνεία του θεατή. Η στάση του έργου είναι τόσο θολή όσο ο φωτισμός. Μια κανιβαλιστική δυστοπία. Είναι ένας άνδρας που δεν πρόκειται να ξυπνήσει από έναν εφιάλτη; Δεν θα ξημερώσει στην ζωή του μέχρι την στιγμή της πρώτης ανθρώπινης επαφής.
Ο Γιώργος Κουτλής κάνει πάλι το θαύμα του. Μας λέει ξεκάθαρα ότι οι άνθρωποι δεν είναι πλασμένοι για να είναι καλοί ο ένας με τον άλλο, είναι φτιαγμένοι μόνο για την ατομική τους επιβίωση. Και ικανοί να σε κατασπαράξουν αν βρεθείς στο δρόμου τους. Έχεις νιώσει ότι δεν θυμάσαι πώς να επιστρέψεις στον εαυτό που κάποτε ήσουν; Ε, αυτό είναι η παράσταση. Είναι ίσως μια βουτιά στο υποσυνείδητό μας. Ή ένας διαθλαστικός καθρέπτης της πραγματικότητας, διαστρεβλώνει την αίσθηση ότι η πραγματικότητα υπάρχει μόνο σε καταστάσεις συμβιβασμού. Μπορεί να είναι μια απαισιόδοξη συνειδητοποίηση, αλλά η αποδοχή της πραγματικότητας είναι πάντα μια απαραίτητη αρχή για να μπορούμε να ζούμε κανονικά.
Τρομερή χημεία, τρομερές πρόβες, τρομερή σωματικότητα και καταπληκτικές ερμηνείες από τους τρεις πρωταγωνιστές. Οι Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Θάνος Λέκκας, Βασίλης Μαγουλιώτης σε ρεσιτάλ ερμηνείας.Αξίζουν συγχαρητήρια στην ομάδα αυτή: Στην Εύα Γουλάκου για τα κοστούμια και τα σκηνικά. Στους φωτισμούς θρίλερ του Τάσου Παλαιορούτα. Στη μουσική του Jeph Vanger. Βαθιά υπόκλιση στον Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου για την επιμέλεια της κίνησης.
“Ο φόβος είναι ο μηχανισμός που κινεί όλο το έργο”, σημειώνει ο σκηνοθέτης στο δελτίο τύπου και συνεχίζει: “Το κινεί μέχρι το φωτεινό φινάλε του – μέχρι να έρθει η αγάπη και να τον “εξατμίσει”. Το έργο αυτό έχει έναν παράξενο κι ασυνήθιστο τρόπο να μιλήσει για κάτι τόσο σημαντικό αλλά και τόσο χιλιοειπωμένο. Μιλάει για αγάπη σε ένα σύμπαν όπου ακόμα κι οι σκύλοι έχουν φύγει και έχουν πάει στους λύκους, που ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου τον έχει φοβηθεί τόσο, που προτίμησε να γυρίσει πίσω από εκεί που ήρθε. Μιλάει για το πώς η αγάπη θα μας κάνει να αντέξουμε τη βαρβαρότητα που λέγεται ζωή”.
Η άχαστη παράσταση του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου. Στοίχημα;
Info: Γιώργος Κουτλής, Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι του Μάριους φον Μάγενμπουργκ. Πειραιώς 260- Χώρος H έως 21 Ιουλίου ‘Ώρα: 21.00. Εισιτήρια εδώ κι εδώ.
Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης