Η Αθήνα είναι οι άνθρωποι της. Τα στέκια της. Τα φεστιβάλ της που έγιναν κομμάτι της κουλτούρας της πόλης. Όσο κι αν προσπαθούν να δημιουργήσουν θόρυβο διάφορα νέα «εντευκτήρια» με πληρωμένα δημοσιεύματα, ο κόσμος ξέρει που θα πάει. Πχ. στη Ριβιέρα υπάρχει ένα μικροσύμπαν, είναι το οικοσύστημα της Βαλτετσίου, το μέρος που δίνουν ραντεβού όλοι οι Αθηναίοι και οι καλοκαιρινοί επισκέπτες της Αθήνας. Οι μόνιμοι κάτοικοι Εξαρχείων και Νεάπολης συρρέουν κάθε καλοκαίρι εκεί γιατί ξέρουν ότι δεν θα απογοητευτούν. Θα δουν ταινίες που θα τους θυμίζουν τι σημαίνει κινηματογραφική εμπειρία, θα δουν τα κλασικά αριστουργήματα και πολλές νέες ελληνικές παραγωγές που από talk of the town θα γίνουν «ταινία της χρονιάς». ‘Όπως έγινε πέρυσι με το Digger και τις ουρές στο Ριβιέρα που έδειξαν το δρόμο.
Στη Ριβιέρα λοιπόν ο Ηλίας Φραγκούλης θα διοργανώσει για ενδέκατη φορά το κινηματογραφικό φεστιβάλ που πλέον περιμένουν εναγωνίως πολλοί θεατές, ένα φεστιβάλ που φιλοξενεί ταινίες που σπάνια θα δεις σε θερινά. Ταινίες που αποκαλούνται «διαμαντάκια». Είναι ένας άνθρωπος που κάνει πιο βιώσιμα τα καλοκαιρινά μας βράδια στην πόλη και μας μαθαίνει με αυτό τον τρόπο «σινεμά».Είναι ένας άνθρωπος που δημιουργεί παρέες. Κι αυτό δεν είναι κάτι μικρό.
Πώς ξεκίνησε το Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι; Πώς έγινε το καλοκαιρινό ραντεβού των Αθηναίων;
Λίγο-πολύ γνωστή η ιστορία, πια. Πάει να γίνει urban legend, μετά από δέκα χρόνια! Είχα ξεκινήσει τον Απρίλιο του 2012 το freecinema.gr, δεν είχε περάσει καιρός και με παίρνει τηλέφωνο μια γνωστή μου που έκανε τον προγραμματισμό για το θερινό σινεμά της Δεξαμενής στο Κολωνάκι, μου λέει πως της άρεσε πολύ το site, είχε μια βδομάδα κενή στις αρχές του Ιουλίου κι αν είχα καμία ιδέα να διοργανώσω ένα πρόγραμμα προβολών. Έκατσα και σκέφτηκα concept το ίδιο βράδυ, ήξερα από πού θα βρω τις κόπιες, βοήθησε σημαντικά και η Ταινιοθήκη της Ελλάδος κι επειδή ήταν όλο τόσο ξαφνικό, έπιασα τον Τένεσι Γουίλιαμς και του άλλαξα τα φώτα! Έτσι γεννήθηκε το Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι! Και ένδεκα χρόνια μετά, είναι ακόμα εδώ! Για το κινηματογραφόφιλο κοινό της Αθήνας που ζητάει κάτι σίγουρα ψυχαγωγικό από το παρελθόν, αντί να βλέπει την κάθε «φρέσκια» σαβούρα του καλοκαιρινού προγραμματισμού.
Στο πρώτο σου Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι ήρθε κόσμος;
Ήρθαν κάμποσοι, που για μένα ήταν έκπληξη, γιατί το site ήταν πανάγνωστο και το publicity ελάχιστο, αν όχι ανύπαρκτο. Από «συναδελφική» αγάπη είμαι χορτασμένος, δεν έχω παράπονο. Η εμπειρία ήταν καταπληκτική, όμως. Ξέρεις, για να καταλάβεις λίγο καλύτερα τι τρέχει με το σινεμά, πρέπει και να το ζεις, να είσαι εκεί. Πήγαινα κάθε βράδυ, παρατηρούσα τον κόσμο που ερχόταν, τσέκαρα αντιδράσεις του κοινού στην προβολή. Ενίοτε… έδιωχνα κι ανθρώπους! Με την καλή έννοια. Εάν από κάποια «συμφραζόμενα» ή «ψυχολογώντας» με ματιές τους ανθρώπους στο ταμείο, αντιλαμβανόμουν πως ήταν το… λάθος κοινό για την ταινία που έπαιζε, δεν τους προέτρεπα να μπουν. Είναι λάθος να βάζεις κόσμο να δει κάτι που δεν του ταιριάζει. Θα του χαλάσεις τη βραδιά.
Πώς επιλέγεις τις ταινίες που θα δούμε;
Ξεκίνησα με θεματικές ενότητες που κάλυπταν ολόκληρο το επταήμερο. Στην πορεία, αυτό δυσκόλεψε, και λόγω αδυναμίας εύρεσης κοπιών και από οικονομικής άποψης. Μην ξεχνάμε πως το Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι άρχισε παίζοντας αποκλειστικά κόπιες φιλμ. Κόπιες σελιλόιντ! Γεγονός που σταδιακά με περιόριζε στο να βρω και θερινό στο κέντρο, διότι οι ιδιοκτήτες πετούσαν τις παλιές μηχανές και βάζανε ψηφιακές, για να παίζουν τα καινούργια έργα που έρχονταν σε DCP. Κάποια στιγμή, το 2017, έκανα το αφιέρωμα… διπλό, με τίτλο «Double Feature». Σε δύο θερινά σινεμά ταυτόχρονα είχα προγραμματίσει κι από ένα διαφορετικό θέμα για κάθε βράδυ. Σκότωμα δουλειάς, έβγαλα και τα μάτια μου από μόνος μου, κάνοντας «ανταγωνισμό» στον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν ήξερε που να πρωτοπάει ο κόσμος! Έμαθα κι απ’ αυτό. Αλλά μου έμεινε το concept της αλλαγής θεματικών ανά βραδιά. Έτσι, μέχρι σήμερα, αναζητώ έναν κάποιο δεσμό σύνδεσης μεταξύ της προβολής των 21:00 και των 23:00. Κατά τα άλλα, η επιλογή βασίζεται στις κινηματογραφικές γνώσεις που έχω, στο γούστο μου και στην επιθυμία μου να θυμηθώ ξανά τα καλύτερα χρόνια που έχω περάσει σε θερινά σινεμά στη ζωή μου. Όπως τα γνώρισα.
Έχεις αποκτήσει φανατικούς θεατές που πλέον ξέρεις ότι δεν θα λείπουν από τις προβολές;
Προφανώς. Όταν πλησιάζει άνοιξη, με ρωτάνε κι αν έχω βγάλει ημερομηνία, ώστε να προγραμματίσουν τις διακοπές τους! Έχω μάθει ανθρώπους με τα μικρά τους ονόματα, πια. Είναι συγκινητικό. Ξεχωρίζω και λίγους πολύ πιστούς «επώνυμους» τα τελευταία χρόνια, που δεν θα απουσιάσουν ποτέ από τη Ριβιέρα των Εξαρχείων. Η Ζυράννα Ζατέλη, η συγγραφέας, είναι στην κορυφή της λίστας. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που περιμένω να δω στο σινεμά κάθε χρόνο. Χαίρεται τις ταινίες όσο λίγοι. Την είχε αγγίξει πολύ κι ένα έργο που λατρεύω, η «Τελευταία Παράσταση» του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς. Συγκλονιστική εμπειρία αυτή η προβολή. Δεν την ήξερε την ταινία ο κόσμος! Κλαίγανε, χειροκροτούσαν μαζί και είχαν μείνει «κάγκελο» στα καθίσματά τους μέχρι να τελειώσουν τα credits. Η Μισέλ Βάλεϊ, η ηθοποιός, είναι ένα πρόσωπο που μου μεταδίδει γαλήνη και ευγένεια. Χαίρομαι όταν έρχεται να δει κάτι για πρώτη φορά, που το ανακαλύπτει και φεύγει με την ικανοποίηση που σου έχει δώσει μια καλή ταινία. Ο Κωνσταντίνος Τζούμας θα μου λείψει φέτος…
Πόσο δύσκολο είναι να βρεις αυτά τα άγνωστα διαμαντάκια για να καταφέρουμε να τα δούμε σε μια μεγάλη οθόνη;
Δεν είναι δύσκολο να κάνεις το πρόγραμμα, αν ξέρεις καλά τη δουλειά σου. Εγώ έχω σπαταλήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου βλέποντας ταινίες. Έχω άπειρους μπαλαντέρ τίτλων στα χέρια. Το να βρεις τα δικαιώματα είναι μπελάς. Λόγω της χρήσης περισσότερων ψηφιακών κοπιών, πια, πρέπει να υπάρχει και ψηφιοποιημένη μια ταινία για να τη παίξεις. Πριν από λίγα χρόνια, κάποιοι τίτλοι, έως και αρκετά διάσημοι, δεν υπήρχαν σε καταλόγους βασικών εταιρειών που διαχειρίζονται δικαιώματα παλιών φιλμ από τα στούντιο του Χόλιγουντ! Φέτος, έφτασα στο σημείο να ζητήσω από την μεγαλύτερη απ’ αυτές να ψάξει τρεις ταινίες που δεν εμφανίζονταν στη λίστα της και να τις ζητήσει απευθείας από στούντιο του εξωτερικού, μπας και βρούμε άκρη. Η μία δεν βρέθηκε ποτέ. Άλλες χρονιές περίμενα με το τουφέκι πάνω από λίστες που ανανεώνονταν, για να βρω «χαμένους» τίτλους. Το «Αμάρτημα του Παρελθόντος» του Ζακ Τουρνέρ ήταν μια παλιά πίκρα, για παράδειγμα. Το εντόπισα μόλις το 2020. Από τα φετινά, χάρηκα που βρήκα το «Στους Δύο Τρίτος δεν Χωρεί» του Μέλβιλ Σάβελσον, υπέροχη σιξτίλα με Πολ Νιούμαν και Τζόαν Γούντγουορντ.
Γιατί επέλεξες τον κινηματογράφο Ριβιέρα;
Η Πέγκυ Ρίγγα είναι «αδελφή ψυχή». Χωρίς να γνωριζόμασταν από παλιά, θα έλεγα ότι ζήλευα τη ζωή της μ’ έναν τρόπο. Είχε μεγαλώσει μ’ έναν πατέρα που είχε τα πιο αγαπημένα μου στέκια θερινών σινεμά της Αθήνας, τη Ριβιέρα, την Αθηναία και το Βοξ. Εγώ μεγάλωσα σ’ αυτά τα σινεμά ως θεατής. Ήταν τιμή μου και συγκινητικό ταυτόχρονα να μπαίνω ως προγραμματιστής και να διαλέγω τι θα παίξει η Ριβιέρα για μια βδομάδα! Επίσης, είναι ένα από τα πλέον ελάχιστα, (μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού) θερινά σινεμά που διατηρούν την παλιά μηχανή προβολής και μπορούν ακόμη να παίξουν και σελιλόιντ. Για μένα, είναι ένα σινεμά στην καρδιά της πόλης. Ακριβώς αυτό που ζητούσα. Κι έχω τόσες πολλές αναμνήσεις απ’ αυτό. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα προσθέσω και τόσες ακόμη, πιο προσωπικές…
Απευθύνεσαι σε συγκεκριμένο κοινό όταν κάνεις το προγραμματισμό του Φεστιβάλ;
Απευθύνομαι σε ανθρώπους που τους αρέσει να βλέπουν ταινίες, που ψυχαγωγούνται ιδανικά στο σινεμά και δεν θέλουν ούτε να χάσουν χρόνο, ούτε και χρήμα. Παίρνοντας και κάτι από τη «μαγεία» του κινηματογραφικού παρελθόντος. Αν μη τι άλλο, αποκτάς κι ένα κριτήριο σύγκρισης κατόπιν. Και καταλαβαίνεις την παρακμή του σήμερα. Περιμένω και θέλω να βλέπω κοινό κάθε ηλικίας. Όχι αυστηρά ενήλικες (στο πιο «πατημένο» τους, καταλαβαίνεις). Δεν είναι μουσειακό είδος η 7η Τέχνη. Εάν δεν ανανεωθεί το κοινό που έρχεται, δεν κάναμε τίποτα. Θα πεθάνω κι εγώ, θα πεθάνουν κι οι θεατές, θα πεθάνει και το θερινό… Είναι ένα ντόμινο.
Έβαλες χρήματα από την τσέπη σου για να το οργανώσεις;
Επί οκτώ χρόνια, κάλυπτα από την τσέπη μου όλα τα έξοδα της διοργάνωσης. Απλά, αυτό. Και είμαι ευγνώμων στους ανθρώπους της εταιρείας Βίκος που με έβγαλαν από τη δύσκολη θέση τα τελευταία χρόνια, χτίζοντας μια υγιή σχέση σεβασμού κι εμπιστοσύνης. Και σε όσους στήριξαν, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Αντικειμενικά, είμαι μόνος μου σ’ όλο αυτό. Είναι ξεκάθαρο one man show η φάση. Μηχανή προβολής και ταμείο δεν έχω κάνει… ακόμα. Μα, στο τέλος, αν γυρίσω και κοιτάξω πίσω μου ή στραφώ για βοήθεια, πλέον, θα βρω όσους ανθρώπους χρειαστεί. Και κυρίως… ευχαριστημένους θεατές. Τη δεύτερη χρονιά του Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι, μετά την προβολή των «Μυστικών της Κρεβατοκάμαρας» του Μάικλ Γκόρντον, με τον κόσμο να έχει σκάσει από τα γέλια και να χειροκροτεί στο φινάλε, ήρθε μια κυρία και μου είπε «Μην το σταματήσετε ποτέ αυτό που κάνετε».
Αυτά τα «μικροφεστιβάλ» θέλουν να σώσουν τα σινεμά; Και να μάθουν στο κοινό τι σημαίνει πραγματικά κλασική ταινία;
Έχει γίνει λίγο μπάχαλο η κατάσταση με τις θερινές προβολές κι αυτά τα «μικροφεστιβάλ» στην Ελλάδα, πια. ΕΣΠΑ να ‘ναι κι ότι να ‘ναι! Φουσκωτές οθόνες ή πανιά που κρέμονται απ’ όπου να ‘ναι, ελάχιστες φορές σε συνθήκες προβολής που σέβονται το έργο, ενίοτε απλά στο τζάμπα, μερικές φορές και όλα στο τζάμπα, δίχως καν την καταβολή του ποσού που αντιστοιχεί στα δικαιώματα προβολής. «Κλασική ταινία»; Τι είναι αυτό;
Τι συμβαίνει με τις διανομές και, τελικά, γιατί ελάχιστες ταινίες κόβουν εισιτήρια;
Γιατί και βγαίνουν περισσότερες ταινίες απ’ όσες μπορεί να καταναλώσει το κοινό κάθε εβδομάδα και, ειδικά το καλοκαίρι, πέρα από τις μεγάλες παραγωγές του Χόλιγουντ, γίνεται ένα «άδειασμα ραφιών» όπως το αποκαλώ, με τη διανομή να ξεφορτώνεται τη σκαρταδούρα τίτλων που δεν θα άντεχαν να κρατηθούν ή να επιζήσουν στη χειμερινή αίθουσα. Διότι, σου λέει, στο θερινό όλο και κάποιοι θα πάνε. Για τη δροσιά, για το σουβλάκι, για τη μπυρίτσα… Για την ταινία; Τι λες τώρα; Έχουν έρθει στο Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι άνθρωποι που νόμιζαν πως παίζουμε άλλη ταινία! Τους έστελνα στο πλησιέστερο σινεμά που την έπαιζαν, τι να έκανα; Μερικοί βγαίνουν έξω εντελώς στην τύχη. Ξέρουν που βρίσκεται ο κινηματογράφος και… πάνε μια βόλτα! Ειδικά το σαββατόβραδο. Υπάρχουν θερινά σινεμά στην Αθήνα που κι εμένα να κάθομαι μουγκός σε μια καρέκλα για ενενήντα λεπτά να έπαιζαν, θα έκοβαν εισιτήρια! Διασκεδάζω λίγο με τέτοιες καταστάσεις, αλλά κατά βάθος είναι στενάχωρο.
Ηλία, το Netflix έχει μόνο σκουπίδια, αλλά ο κόσμος (ειδικά οι πιτσιρικάδες) δεν πάει στις αίθουσες. Υπάρχει φως στο τούνελ; Θα επιβιώσουν όλα τα σινεμά του κέντρου;
Τα σινεμά που δουλεύονται από ανθρώπους που νοιάζονται και ξέρουν τι είναι ο κινηματογράφος και τι μπορεί να προσφέρει, θα επιζήσουν. Κι αν θέλουν να κερδίσουν και τον πιτσιρικά, πρέπει να τον πάρουν απ’ το χεράκι και να του δείξουν τι είναι αυτή η Τέχνη. Όχι να περιμένουν πότε θα σκάσει ο επόμενος «Spider-Man» που θα κόψει 600.000 εισιτήρια. Δε σώζεται το σινεμά με δυο-τρεις τέτοιες επιτυχίες το χρόνο. Θέλει φροντίδα και προσπάθεια το να διατηρηθεί η κινηματογραφική παιδεία και να έχει διάρκεια ή να περάσει και σε επόμενες γενιές. Είναι μια εμπειρία το σινεμά. Με άλλες διαστάσεις. Ατυχώς, όλο αυτό απαιτεί και μυαλό και χρήμα. Και σήμερα το χρήμα δεν υφίσταται. Τι να πεις σ’ έναν άνθρωπο που με το αντίτιμο ενός και μόνο εισιτηρίου πληρώνει… μηνιαία συνδρομή πλατφόρμας και νομίζει πως έχει «κερδίσει» γιατί έτσι θα παρακολουθήσει όσες δεκάδες ταινιών γουστάρει και προλαβαίνει, πατώντας ένα play ανά πάσα στιγμή; Φέτος χάσαμε για πάντα το Embassy του Κολωνακίου διότι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου βαρέθηκε να τρώει φέσια ενοικίων εδώ και χρόνια, γιατί η διαχείριση του κινηματογράφου το είχε εγκαταλείψει στη μοίρα του προ καιρού και γιατί ο προγραμματισμός που του έκαναν ήταν η πιο ουσιαστική ταφόπλακά του. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να το σώσει. Μαζί με τις καραντίνες του κορονοϊού, επήλθε το μοιραίον. Το σταυρό μας να κάνουμε που βαστάνε ακόμη αρκετά «οικοπεδάκια» θερινών στο κέντρο!
Αισθάνεσαι ότι οι κριτικοί κινηματογράφου δεν μπορούν πλέον να πείσουν κάποιον να δει μια ταινία;
Θα το πω απλά και τίμια. Οι Έλληνες κριτικοί το γάμησαν και ψόφησε. Ο καθένας στην κοσμάρα του. Από τη μία οι «κουλτούρα να φύγουμε», από την άλλη τα γλειφτρόνια της διανομής και της ντόπιας κινηματογραφικής παραγωγής. Από δύο «αστεράκια» κι απάνω στα πάντα, τσουβάλιασμα δημοσίων σχέσεων, συμφερόντων ή αποψάρας, κι άσε τον κόσμο να είναι το θύμα. Το θύμα, όμως, είναι εκείνο που έχει τον τελευταίο λόγο. Διότι θα πάει μία, θα πάει δύο, θα πάει τρεις, ε… την τέταρτη θα προτιμήσει να βγει για ένα φαγητό ή ένα ποτό. Στο σιγουράκι της ψυχαγωγίας (του). Και θα σταματήσει και να διαβάζει «κριτικές» και να πηγαίνει σινεμά. Εγώ είμαι σαφώς επιθετικός στη άποψή μου, με ενδιαφέρει αυτό που λένε «ποιότητα ζωής» για λογαριασμό του θεατή και στο κείμενό μου βγάζω προσωπικότητα, όχι αντιγραμμένα «τσιτάτα» από κριτικούς του εξωτερικού ή «φεστιβαλικές» αρλούμπες. Είμαι αγαπητός, μισητός κι αχώνευτος μαζί. Θέλω να με αντιμετωπίζουν έτσι οι αναγνώστες μου. Δεν είμαι «ανώδυνος» (τη θεωρώ βρισιά αυτή τη λέξη) κι έτσι θα παραμείνω. Όσο και να μου κοστίζει. Και μου έχει…
Ποια ταινία πιστεύεις ότι πρέπει να δω οπωσδήποτε στο Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι;
Όλες! Κι άλλες δεκατέσσερις που δεν χώρεσαν φέτος, αλλά θα προγραμματίσω σε επερχόμενες διοργανώσεις. Είναι αληθινή πάλη το να καταφέρεις και να ταιριάξεις «ζευγάρια» ταινιών, να δεις αν θα καταφέρεις να πάρεις δικαιώματα προβολής, να κάνεις την τελική επιλογή… Έχω «κάψει» μέρες και νύχτες με τις ενοχές του τι άφησα απ’ έξω! Το αγαπάω πολύ όλο αυτό, δεν το παίζω «έμπορας». Διαλέγω ταινίες που αγαπώ, ταινίες που ταιριάζουν στο καλοκαίρι, ταινίες που πρώτος εγώ θα ήθελα να δω στη μεγάλη οθόνη ενός θερινού. Τον εαυτό μου θα κορόιδευα; Εντάξει, υπάρχουν κάποιοι «προφανείς» τίτλοι, αλλά υπάρχουν κι εκείνα τα φιλμ που θα χαρακτήριζα προσωπικό στοίχημα. Που δεν ξέρει ή έχει ξαναδεί ποτέ ο περισσότερος κόσμος. Κάποτε είχα βάλει στο πρόγραμμα το «Harvey» του Χένρι Κόστερ. Πανάγνωστο στην Ελλάδα, του 1950, με τον Τζέιμς Στιούαρτ. Είχε λίγο κόσμο η προβολή. Αλλά οι θεατές παραμιλούσαν! Ερχόντουσαν και με χαιρετούσαν στο τέλος, λες κι είμαι ο Βίτο Κορλεόνε! Πείσμωσα. Τρία χρόνια αργότερα, το ξανάβαλα. Λύσσαξα στο site, το τρέλανα στα ποσταρίσματα στα social. Ήρθε περισσότερος κόσμος τη δεύτερη φορά. Και υπήρξαν άνθρωποι που μου είπαν πως αισθάνθηκαν ότι αυτή η ταινία άλλαξε κάτι μέσα τους, επιτόπου. Δώρο είναι για μένα αυτά τα πράγματα. Φέτος έχω μια άλλη ταινία του Κόστερ, το «Από τον Καιρό της Εύας». Εκπληκτικό σενάριο, ο Τσαρλς Λότον σε ερμηνεία που φτάνει μέχρι την καρδιά σου. Ποιος έχει νοιαστεί ποτέ στην Ελλάδα για τέτοια έργα; «Το Γέλιο Βγήκε από την Κόλαση» του Χ. Κ. Πότερ. Υπερβατικά σουρεαλιστική κωμωδία που… δεν ξανάγινε! Χρειάστηκα τη βοήθεια του Δημήτρη Δημόπουλου, που κάνει stand-up, για να κάνω τον υποτιτλισμό της. Με ρωτούσε που βρήκα αυτή την ταινιάρα, δεν την είχε ξανακούσει ποτέ! «Η Κρυφή Ζωή Ενός Μανεκέν», η πρώτη ταινία του Τζέρι Σάτσμπεργκ, με Φέι Ντάναγουεϊ του 1970, να σου πέφτει το σαγόνι. «Άγνωστα διαμαντάκια» δεν έλεγες νωρίτερα; Ας ψαχτεί λίγο καλύτερα ο κόσμος κι ας έρθει στη Ριβιέρα από αυτή την Πέμπτη, δεν θα τα ξαναβρεί εύκολα σε σινεμά τα περισσότερα από τα φιλμ του φετινού προγράμματος. Είναι σινεμά που χρειαζόμαστε, πόσω μάλλον σε τέτοιες εποχές συνολικής κρίσης…
Info: ΞΑΦΝΙΚΑ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, 14 – 20 Ιουλίου, με δεκατέσσερις τίτλους, κλασικούς, σπάνιους ή και παραγνωρισμένους, που θα άξιζε να έχεις παρακολουθήσει σε μεγάλη οθόνη… εκεί έξω. Στη ΡΙΒΙΕΡΑ (Βαλτετσίου 46, Εξάρχεια).