Το καλοκαίρι στην Ελλάδα έχει δύο όψεις. Η μία έχει να κάνει με την ξέγνοιαστη γαλανόλευκη καλοπέραση κάτω από στέγαστρα φτιαγμένα από μπαμπού, γευστικούς μεζέδες, διάφανα ποτά που με τη βοήθεια του νερού γίνονται λευκά και βόλτες σε στενά, γραφικά σοκάκια. Τέτοιες στιγμές κράτησαν τον Όττο από την Αυστρία στη χώρα μας και τον έκαναν ερημίτη, έτοιμο να πρωταγωνιστήσει στη μεταφορά του βιβλίου «Ο Γέρος και η θάλασσα» στη μεγάλη οθόνη, να είστε σίγουροι γι’ αυτό.
Υπάρχει όμως και μια παράλληλη πραγματικότητα, η άλλη όψη του νομίσματος όσον αφορά τους ζεστούς μήνες στην Ελλάδα η οποία, δυστυχώς, είχε επιβληθεί από τους λίγους. Στην πορεία, φυσικά, έγιναν πολλοί. Έτσι γίνεται συνήθως. Μιλάμε φυσικά για το θορυβώδες θέρος που πραγματικά, για κάποιους θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα από τους κύκλους στο διάγραμμα της Κόλασης από τον Μποτιτσέλι. Σε αυτό τον κύκλο που ξέχασε ο Δάντης Αλιγκέρι να αναφέρει, βρίσκουμε τις ξαπλώστρες και τα beach bars, ένα μαρτυρικό combination που συνθλίβει τον εσωτερικό μας κόσμο. Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που δεν μπορούν να φανταστούν την ηλιοκαμένη καθημερινότητά τους χωρίς αυτά.
Άραγε, τι έχουμε κάνει λάθος ως κοινωνία και γιατί επιμένουμε να διασκεδάζουμε δυσκολεύοντας τον ίδιο μας τον εαυτό; Αυτή την ερώτηση έκανα στον εαυτό μου και είπα να γράψω τους λόγους που μισώ (λίγο βαρύ) τα beach bars και τις ξαπλώστρες.
Ο θόρυβος
Το μπάνιο στη θάλασσα -μάλλον- είναι κάτι ωραίο. Το μπάνιο στη παραλία που έχει κάνει κτήμα του ένα beach bar, δεν είναι. Από τη στιγμή που βγαίνεις από το αυτοκίνητο (μη σχολιάσουμε πόσα χιλιόμετρα κάνουν κάποιοι για να φτάσουν στον προορισμό τους) ακούς μόνο φασαρία, ένα ηχητικό μείγμα από δυνατή «μουσική», κόρνες, φωνές και «βγάλε με μία αυθόρμητη φωτογραφία». Οι πράκτορες της CIA ίσως χρησιμοποιήσουν αυτό το ηχητικό μείγμα σε κάποια από τα μελλοντικά τους πειράματα/βασανιστήρια. Πώς συνδυάζει κάποιος μια στιγμή χαλάρωσης όπως είναι μια βουτιά στη θάλασσα με τους ενοχλητικούς θορύβους; Α, ναι, παραλίγο να το ξεχάσουμε. Κάποια beach bars είναι κολλητά το ένα με το άλλο. Η κόντρα τους για το ποιος έχει καλύτερα ηχεία έχει συνήθως έναν χαμένο: εμάς.
Πληρώνεις για να κάνεις μπάνιο
Είναι αστείο, ίσως και θλιβερό. Πάει ο μέσος οικογενειάρχης ή μια παρέα νέων σε ένα beach bar για να πληρώσει την ξαπλώστρα που θα κάτσει. Και όλα αυτά, για να πληρώσει στην ουσία όλα τα παραπάνω, δηλαδή την υπερβολικά δυνατή μουσική και τις φωνές. Και δεν είναι θέμα τσιγκουνιάς, είναι θέμα λογικής. Γιατί να δώσεις τα χρήματά σου σε κάτι που, κατά βάθος, σε ενοχλεί και το κάνεις επειδή το κάνουν οι γύρω σου; Η μάζα δείχνει τον δρόμο, θα μου πεις και εσύ ακολουθείς, είναι γνωστό αυτό.
Η αναμονή
Και σαν να μην φτάνουν όλα τα παραπάνω, υπάρχουν φορές που στέκεσαι κάτω από μια ομπρέλα (στην καλύτερη), περιμένοντας πάνω από το κεφάλι του άλλου να αδειάσει κάποια ξαπλώστρα. Κάθε ένα λεπτό ρωτάς και σε ρωτούν «φεύγετε;» σε ένα παιχνίδι που έχεις χάσει από την αρχή. Γιατί να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, γιατί τον ζορίζεις χωρίς να υπάρχει λόγος; Όσο περιμένεις εν τω μεταξύ, ακούγεται από τα ηχεία το «υποφέρω, υποφέρω, υποφέρω πολύ». Λογικό, για ένα μπάνιο είπες να πας, όχι να κάνεις τον τσολιά στο Σύνταγμα.
Η σκληρή δουλειά των σερβιτόρων
Εντάξει, όσοι δουλεύουν σερβιτόροι στα beach bars έχουν κάνει την επιλογή τους. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι το έργο τους είναι εύκολο. Αρνούμαι να μου φέρει τον καφέ/μπίρα/ποτό μου ένα άτομο που κυκλοφορεί μέσα στις πέτρες με τα αθλητικά του παπούτσια, το βρίσκω βάρβαρο. Πώς να το κάνουμε, δεν μπορώ να ευχαριστηθώ αυτό που πίνω και αυτό που βλέπω. Επίσης, ο καφές σου σε λίγα λεπτά έχει γίνει σαν ελληνικός από τη ζέστη, άλλα πεταμένα λεφτά εκεί.