Δεν ήμουν καλός μαθητής. Από επιλογή. Τα μόνα μαθήματα που με ενδιέφεραν ήταν τα Κείμενα και η Ιστορία, τις υπόλοιπες ώρες ξεκούραζα το κεφάλι μου στο θρανίο, πάνω χέρι μου μέχρι αυτό να μουδιάσει και να μου δώσει σήμα ότι από λεπτό σε λεπτό θα χτυπήσει το κουδούνι του διαλείμματος. Η συμπεριφορά μου μέσα στην τάξη ήταν σχεδόν πάντα η ίδια: δεν ενοχλούσα για να μην με ενοχλούν και όταν δεν με ενοχλούσαν, ενοχλούσα τους συμμαθητές μου χωρίς όμως να γίνομαι αντιληπτός από τους καθηγητές, οι οποίοι, για κάποιο λόγο, με θεωρούσαν σοβαρό άτομο.
Η άτυπη συμφωνία με τους καθηγητές ήταν η γνωστή και μάλλον ισχύει μέχρι και σήμερα: μην κάνεις φασαρία και θα σου βάλω έναν βαθμό ίσα ίσα για να περάσεις την τάξη. Τίμιο. Παρά τις αμέτρητες παροτρύνσεις τους σε διάφορα τετ α τετ και τα γνωστά «είναι κρίμα, δώσε λίγη σημασία αφού μπορείς», εξακολουθούσα να φέρνω στην τάξη τα δικά μου βιβλία και όταν δεν ξεκούραζα τον εγκέφαλό μου, τον παίδευα με συγγραφείς που ίσως «απαγορεύεται» να διαβάσει ένας νέος. Η μηδενιστική αντίληψη των πραγμάτων από τον Γερμανό με το φουντωτό μουστάκι με σακάτεψε.
Οι καθηγητές σεβάστηκαν την επιλογή μου. Και εγώ ήξερα ότι μπορώ, αλλά με κέρδισε το «δεν θέλω» ή καλύτερα το «με ενδιαφέρει το τάδε βιβλίο, όχι η τάδε εξίσωση». Και αφού δεν σε ενδιαφέρει η τάδε εξίσωση, τότε γιατί επέλεξες να περπατήσεις στο δρόμο της Τεχνολογικής; Να μια ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου μέχρι και σήμερα. Καμία απάντηση. Ίσως αυτή η κόντρα επιλογή μεταφράζει στον απόλυτο βαθμό τον τρόπο που αντιμετώπιζα το σχολείο και φυσικά τις Πανελλήνιες που, χωρίς να γνωρίζω τι και πώς, έδωσα, μόνο και μόνο για ζήσω την εμπειρία, να δω πώς οι άριστοι συμμαθητές μου θα λειτουργήσουν σε συνθήκες ακραίας πίεσης. Ήμουν ένας τουρίστας με αιτία (ήξερα με τι ήθελα να ασχοληθώ) ανάμεσα σε ανθρώπους που όχι μόνο δεν ήξεραν με σιγουριά τι πραγματικά θέλουν να κάνουν στη ζωή τους, αλλά καθόριζαν με ένα μπλε στιλό την πορεία της. Έτσι το έβλεπαν οι περισσότεροι.
Το πρόγραμμα είχε ως εξής: o N. και εγώ συναντιόμασταν κάθε πρωί σε μία καφετέρια, πίναμε τον μισό καφέ μας και τον υπόλοιπο όσο περπατούσαμε προς στο Λύκειο, από μια ανηφόρα που θα μπορούσε κάλλιστα να βρεθεί σε κάποιο DVD με αμερικανικά boot camp γυμναστικής. Έξω από τη μεγάλη σιδερένια πύλη οι γονείς έδιναν στα παιδιά τους τις τελευταίες αναγκαίες οδηγίες όπως είναι το «μην αγχώνεσαι, όλα καλά θα πάνε» και «έλα ρε συ, αφού είσαι διαβασμένη/ος». Κάποιοι έκλαιγαν πριν καν μπουν στην αίθουσα. Δεν κρίνω, μέσα στο παιχνίδι είναι και αυτό.
Την τρίτη-τέταρτη μέρα των Πανελληνίων (έχω διαγράψει από τον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου μου πόσες είναι) ο Ν. ήταν κάπως ανήσυχος και όταν ο Ν. ήταν ανήσυχος κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν η δεύτερη χρονιά που έδινε και γιατί γνώριζε ήδη την πικρή γεύση της «αποτυχίας» είχε αποφασίσει να αφεθεί ελεύθερος και «όπου βγει». Αφού τον ρωτάω τι ακριβώς συμβαίνει και γιατί δεν είναι ο εαυτός του, μου εξηγεί ότι δεν είναι καλά προετοιμασμένος γι’ αυτό το μάθημα (δεν θυμάμαι ποιο ήταν) και ότι δεν ήθελε να γεμίσει τις παλάμες του με μικροσκοπικά γράμματα, οπότε επέλεξε να παίξει το χαρτί του κινητού, κάτι ριψοκίνδυνο καθώς οι επιτηρητές -και με το δίκιο τους- πριν μας δώσουν τις κόλλες, έκαναν μια εισαγωγή για το πώς θα διαχειριστούν τυχόν παραβάσεις.
Ο Ν., όμως, δεν ήταν από τους μαθητές που έχεις συνηθίσει. Ανήκει στην κατηγορία των «λαμόγιων», μπορούσε να καταφέρει πράγματα χωρίς να ζοριστεί ιδιαίτερα, χρησιμοποιώντας την πονηριά του, μια πονηριά που έμοιαζε περισσότερο με μια μορφή παραγνωρισμένης ευφυΐας. Το είχε πάρει απόφαση, στην πρώτη δυσκολία, θα αντέγραφε από το κινητό και γιατί ήταν large, θα βοηθούσε και μένα (καθόταν μπροστά μου), χωρίς μάλιστα να ζητήσω τη βοήθειά του αφού η παρουσία μου στην αίθουσα ήταν διακοσμητική. «Εγώ ήρθα για τα Σωστά/Λάθος», αυτή ήταν η απάντησή μου κάθε φορά που με ρωτούσαν οι συμμαθητές μου πώς τα πήγα.
Καθόμαστε. Τα πρώτα ξεφυσήματα φτάνουν στα αφτιά μου. Οι επιτηρητές κάνουν κάνουν τη γνωστή εισαγωγή, απειλούν με κυρώσεις όσους προσπαθήσουν να αντιγράψουν ή να βοηθήσουν άλλους. Ο Ν. παραμένει ανήσυχος, κουνιέται στην καρέκλα του προσπαθώντας να βρει την κατάλληλη στάση σώματος που θα του επιτρέπει να κρύβει το κινητό αλλά και να βλέπει την οθόνη του αν αυτό χρειαστεί. Παρατηρώ το αριστερό του χέρι το οποίο είναι βαθιά χωμένο στην τσέπη του. Βγάζει το κινητό, κάνει τις πρώτες δοκιμές. Μόλις ακούμε το «κινητά απαγορεύονται», τού πέφτει στο πάτωμα. Κακό timing. Παγώνω. Το κρύβει με το πόδι του, κανείς δεν το πήρε χαμπάρι. Σκύβει διακριτικά, το βάζει ξανά στην τσέπη του, γυρίζει και με κοιτάει. Γελάμε. Γελούσαμε πνιχτά κατά τη διάρκεια όλης της εξέτασης. Ασταμάτητα. Ακόμα αναρωτιέμαι πώς δεν μας πέταξαν έξω από την αίθουσα.
Ο Ν. δεν πέρασε εκεί που ήθελε, έδωσε μάλιστα δύο φορές ακόμα χωρίς μεγάλη επιτυχία. Κάθε φορά που τον βλέπω -σπάνια πια- τον πειράζω και τον ρωτάω για το αν θα δώσει Πανελλήνιες και φέτος. Τελικά ο Ν. βρήκε τον δρόμου του, με ή χωρίς κινητό. Έτσι γίνεται συνήθως.