Ήταν εκεί από την αρχή, είδε με τα μάτια του το Big Bang που άφησε πίσω του την -ίσως- μεγαλύτερη μπάντα στη τεράστια, γεμάτη θόρυβο και ηλεκτρισμό ιστορία της ροκ μουσικής. Βέβαια, οι Pink Floyd δεν είναι ακριβώς ροκ. Δεν είναι ούτε αυτό που λέμε prog ή psy. Οι Pink Floyd είναι μια κατηγορία από μόνοι τους, είναι η μπάντα που μας έμαθε ότι οι παύσεις είναι σημαντικές, ότι ανάμεσα στο βαρύ, catchy ριφ και τον γεμάτο ήχο του μπάσου, κρύβεται η ουσία. Μας έμαθαν ότι ένας φιλοσοφημένος στίχος μπορεί να βρει χώρο σε μια εποχή που οι περισσότεροι έψαχναν τρόπους να εκτονωθούν με επιφωνήματα και εύκολα στην πέψη και στην κατανόηση λόγια.
Θα ήταν άδικο να τους κλείσουμε σε κουτάκια, άλλωστε τα μέλη τους, αυτοί που έμειναν, αυτοί που έφυγαν και αυτοί που «έφυγαν», χαρακτηρίζονταν και χαρακτηρίζονται μέχρι και σήμερα από το ελευθεριακό τους πνεύμα, σιγά μην τους περιορίσουμε κολλώντας ταμπέλες στο κούτελό τους. Ο Νικ Μέισον όμως ήταν πάντα εκεί, βίωσε όλες τις αλλαγές στο ύφος της μουσικής τους και έζησε από κοντά τις σημαντικές αποχωρήσεις. Δεν σηκώθηκε ποτέ από το μικρό του κάθισμα πίσω από τα ντραμς κάπου στο βάθος της σκηνής. Από το ξεκίνημα μέχρι το τέλος, ένα τέλος που στην ουσία δεν έχει έρθει ακόμα αφού από το πουθενά, με μπροστάρη τον Ντέιβιντ Γκίλμουρ κυκλοφόρησαν το Hey Hey, Rise Up, ένα κομμάτι αφιερωμένο στο λαό της Ουκρανίας, με τη συμμετοχή του τραγουδιστή Άντρι Κλίβνιουκ.
Με αφορμή την τελευταία, έκτακτη κυκλοφορία των Floyd αλλά και τις δύο εμφανίσεις του στην Ελλάδα με τους Saucerful of Secrets στις 3 και 4 Ιουνίου σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα αντίστοιχα, μιλήσαμε με τον θρυλικό ντράμερ της μπάντας που άλλαξε μια για πάντα αυτό που αποκαλούμε αόριστα «ροκ». Φυσικά, δεν μείναμε εκεί. Γυρίσαμε πίσω στο χρόνο, σε αυτά τα 55 χρόνια πλούσιας καριέρας και προσπαθήσαμε να επαναφέρουμε μερικές μνήμες, πολλές από τις οποίες κρατά ζωντανές και ο ίδιος μέσα από τις εκπληκτικές του live εμφανίσεις.
Πίσω στο στούντιο μετά από αρκετά χρόνια. Πώς ήταν;
Ναι! Ήταν εξαιρετικά, ήταν πολύ όμορφο. Το να έρχονται πίσω μνήμες, να παίζεις όπως έπαιζες στο παρελθόν, είναι κάτι πολύ όμορφο. Ήταν απολαυστικό.
Μπορείτε να μας δώσετε μερικές πληροφορίες για το Hey Hey, Rise Up; Ποιος είχε την ιδέα;
Πρέπει να δώσω όλα τα εύσημα στον Ντέιβιντ Γκίλμουρ γι’ αυτό, αυτός είχε την ιδέα και υπάρχουν και κάποια πράγματα που πρέπει να πούμε για το τραγούδι. Ο Ντέιβιντ στην πραγματικότητα έχει την γυναίκα του γιου του η οποία είναι από την Ουκρανία, όπως και φίλους που είναι Ουκρανοί. Οπότε ήταν κάπως προσωπικό για εκείνον. Έπαιξε επίσης με την ουκρανική μπάντα πριν από πέντε χρόνια περίπου, οπότε υπήρχε μια σύνδεση. Αυτό που κατάφερε ο Ντέιβιντ είναι να φτάσει στα χέρια του η acapella έκδοση από τον τραγουδιστή. Εμείς στην ουσία παίξαμε κάτω από αυτό. Έγινε μια καταπληκτική δουλειά με το audio engineering για να τα καταφέρουμε.
Οι Pink Floyd πάντα ήταν στο πλευρό των αδύναμων και ενάντια σε κάθε πόλεμο. Είναι η αρχή σας ως μπάντα;
Ναι, έτσι νομίζω, όπως και για πολλές άλλες μπάντες υποθέτω. Αν είσαι στη μουσική βιομηχανία είναι πολύ πιθανό να έχεις διαφορετική αντίληψη και να είσαι μακριά από τις “δεξιές”. Δε νομίζω να υπάρχει κάποιος που να έχει τη δυνατότητα και μην θέλει να κάνει κάτι ανθρωπιστικό όταν μιλάμε για έναν πόλεμο ή μία φυσική καταστροφή. Αυτό είναι που μπορούμε να κάνουμε εμείς ως μουσικοί γιατί ξέρουμε ότι πολλοί αισθάνονται αβοήθητοι σε αυτές τις περιπτώσεις. Προσπαθούμε να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο και να συγκεντρώσουμε χρήματα για εκείνους.
55 χρόνια στη μουσική βιομηχανία. Υπάρχει κάποια στιγμή που ξεχωρίζετε;
Αλήθεια, δεν μπορώ να μιλήσω για μία μόνο καλή στιγμή. Είναι απίστευτο που μιλάμε για μια τόσο μεγάλη διάρκεια σε μία βιομηχανία που όλοι περιμένουν να αντέξεις ένα χρόνο, το πολύ δύο. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορώ να διαλέξω μία συγκεκριμένη στιγμή. Είναι πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους. Μιλάμε για χαρούμενες και ενδιαφέρουσες στιγμές, αλλά οι καλύτερες δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και οι πιο πλούσιες. Για παράδειγμα θυμάμαι ακόμα τα πρώτα μας σόου, τότε που παίζαμε σε μικρά μαγαζιά. Μιλάμε για την απόλυτη αφοσίωση, ίσως αυτές είναι οι καλύτερες εμπειρίες. Ίσως τα πρώτα μας χρόνια ήταν το ίδιο καλά με τα επόμενα, τα πιο επιτυχημένα μας χρόνια.
Μπορείτε να μου πείτε ποιο κομμάτι ή δίσκος ήταν αυτό που σας είχε δυσκολέψει αφάνταστα όταν το γράφατε με τα υπόλοιπα μέλη των Floyd και ποιο ήταν αυτό που βγήκε εντελώς αυθόρμητα;
Ο δίσκος που μας δυσκόλεψε περισσότερο ήταν το The Wall νομίζω γιατί κάναμε μια μουσική που ήταν πιο κοντά στα charts και παίζαμε συγκεκριμένα σημεία γι’ αυτό. Το πιο εύκολο για εμάς, σαν κομμάτι, νομίζω ήταν το Careful With That Axe, Eugene, το οποίο έγινε σε μία μόνο ηχογράφηση. Με το που μας ήρθε η ιδέα, μας πήρε περίπου 1,5 ώρα για να το ολοκληρώσουμε.
Σας αρέσει η τζαζ, σωστά; Θέλετε να μου πείτε μερικές από τις επιρροές σας;
Έχεις δίκιο, πάντα μου άρεσε η αμερικανική bebop, μουσικοί όπως Ornette Coleman ή ο Miles Davis πιο συγκεκριμένα. Αλλά όταν μιλάμε για αληθινές επιρροές, μπορούμε να φτάσουμε και στις αρχές των ’70s, στους Cream, τον Hendrix, στους The Who, τους Beatles, τους Rolling Stones. Ήταν όλοι εκεί, μιλάμε για τεράστιες μουσικές επιρροές και μέρος της κουλτούρας της τότε εποχής.
Περνάτε χρόνο ακούγοντας νέες μουσικές και νέους καλλιτέχνες;
Θα είμαι ειλικρινής. Όχι, δεν το κάνω. Συνήθως μπορεί κάποιος άλλος να μου βάλει να ακούσω κάτι. Ενδιαφέρομαι πολύ όμως και συμμετέχω με τον τρόπο μου για να βοηθήσω νέους μουσικούς. Στις μέρες μας η βιομηχανία είναι πολύ σκληρή, είναι δύσκολο να ζήσεις. Όταν ξεκινήσουμε εμείς υπήρχαν δισκογραφικές που σου έδιναν ευκαιρίες σχετικά εύκολα. Τώρα οι δισκογραφικές εταιρίες δεν ασχολούνται μαζί σου εκτός και αν είσαι ήδη επιτυχημένος και αυτό το κάνει αρκετά δύσκολο.
Παράλληλα όμως υπάρχει το YouTube και το Spotify…
Το Spotify είναι μια χαρά αν είσαι αυτό που λέμε legacy band, σε γνωρίζουν όλοι και είσαι μέρος της μουσικής ιστορίας. Με τους υπόλοιπους νέους μουσικούς τι γίνεται; Αυτό που χρειάζονται στην ουσία είναι να κάνουν γνωστή τη μουσική τους εκεί έξω, αυτό είναι το πρόβλημα.
Ο Νικ Μέισον στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι ακόμα θυμούνται το live σας το 1989. Τι θα ακούσουμε από εσάς;
Στην ουσία, μαζί με τους Saucerful, θα εξερευνήσουμε τα πρώτα μουσικά χρόνια των Pink Floyd. Ξέρετε, μπορεί να υπάρχουν πολλές tribute μπάντες που παίζουν το Dark Side of the Moon και τους υπόλοιπους δίσκους που ακολούθησαν, αλλά αυτό που κάνουμε εμείς είναι να γυρίζουμε στην εποχή του Σιντ Μπάρετ ή στους δίσκους όπως το A Saucerful of Secrets ή το Meddle.
Οπότε θα ακούσουμε, ας πούμε, μερικά πιο “υποτιμημένα” κομμάτια που αξίζει τελικά να τους δώσουμε περισσότερη σημασία και να ανακαλύψουμε την πραγματική τους βαρύτητα;
Ναι, μπορείς να το πεις έτσι, αν και η απόλαυση έρχεται πρώτα από τη σημαντικότητα. Νιώθω σαν καθηγητής μετά από αυτό το σχόλιο (σ.σ γέλια). Νομίζω τα άτομα που έχουν αδυναμία στην πρώιμη εποχή μας σίγουρα θα το απολαύσουν και ελπίζω τα άτομα που τους είναι σχετικά άγνωστη, ότι θα το απολαύσουν επίσης.
Ευτυχώς ή δυστυχώς κανείς δεν κατάφερε να κερδίσει το χρόνο. Είστε πλέον 78 χρονών όμως μοιάζετε να έχετε τρομερή ενέργεια, γυρίζοντας τον κόσμο για να δώσετε συναυλίες. Λειτουργεί για εσάς η μουσική όπως το καύσιμο για ένα αυτοκίνητο;
Έτσι νομίζω, ναι, είναι ένας καλός τρόπος για να με περιγράψεις. Για να σου πω την αλήθεια, είμαι και εγώ κάπως παραξενεμένος που είμαι σε θέση και παίζω ακόμα (σ.σ.γέλια). Ξέρεις, γιατί να μην κάνεις κάτι που έχει πλάκα, ειδικά όταν το κάνεις με φίλους; Είναι ένας ωραίος τρόπος να περνώ τη ζωή μου.
Τι έχετε να πείτε στο ελληνικό κοινό λίγο πριν σας δούμε στη χώρα μας;
Είμαστε ενθουσιασμένοι που θα έρθουμε στην Ελλάδα, δεν βλέπουμε την ώρα. Κάποια μέλη έχουν περάσει αρκετό χρόνο στη χώρα σας αλλά για μένα είναι κάτι που πραγματικά δεν μπορεί να περιμένει.