Για τον Joel Meyerowitz οι ginger άνθρωποι είναι κάτι σαν εξωτικά πουλιά. Το έχει κάνει σαφές αυτό, αν σκεφτείς πως έχει δημοσιεύσει ολόκληρο λεύκωμα σε αυτούς. το “Redheads” -με αυτόν τον απλό και σαφή τίτλο- πρωτοκυκλοφόρησε το 1991 και επαναδημοσιεύθηκε φέτος. Το λες και διαχρονικό το τόπικ, έτσι;
Ο φωτογράφος μέσα από τις δικές του λέξεις, αναφέρεται στην αισθητική γοητεία των ανθρώπων με κόκκινα μαλλιά. Όχι μόνο των γυναικών. “Το δέρμα”, γράφει, “είναι εξωτικό και διαφανές, σαν φρούτο”, τινάζοντας τα μαλλιά τους και βαϊμπάροντας κάτω από τις αχτίνες του ήλιου. Τους συγκρίνει με τους μινωικούς θεούς και με μυθικά θαλάσσια πλάσματα. “Είχα ξεκινήσει να κάνω πορτραίτα με την πρόθεση να φωτογραφίσω κανονικούς ανθρώπους”, γράφει επίσης. “Οι κοκκινομάλληδες, από ό,τι προκύπτει, είναι και συνηθισμένοι και ιδιαίτεροι ταυτόχρονα”.
Για όποιον έχει γεννηθεί με κόκκινα μαλλιά, όλο αυτό μπορεί να ακούγεται σαρκαστικό. Πάντως, πέραν των νέων influencers που νιώθουν να διαφοροποιούνται λόγω των ginger μαλλιών τους, η Έμμα Στόουν είναι ένα διαχρονικό crush για άντρες και γυναίκες εκεί έξω. Ας μην ξεχνάμε και την κοκκινομάλλα Άνια Τέιλορ Τζόι, στο Γκάμπι της Βασίλισσας. “Ρωτούσα όποιο άτομο έβγαζα φωτογραφίες ‘πώς ήταν το να μεγαλώνεις με κόκκινα μαλλιά;”, αναφέρει σε συνέντευξη που έδωσε στο Another Magazine. “Για τους περισσότερους ανθρώπους ήταν βασανιστήριο”, τόνισε.
Ο Meyerowitz σήμερα είναι 84 ετών, αλλά ξεκίνησε να δουλεύει για το “Redheads” το 1976, στη διάρκεια των διακοπών του στη Φλόριντα. “Ξεκίνησα να βγάζω μερικά πορτραίτα, κατά τύχη, και πρόσεξα πως ένα μεγάλο ποσοστό αυτών ήταν readheads και άνθρωποι με φακίδες”, θυμάται. Από εκεί και έπειτα ξεκίνησε να ακολουθήσει τα ένστικτά του και να αφιερώσει τον φακό και το “μάτι” του σε ανθρώπους με κόκκινα μαλλιά, των οποίων το κουράγιο και τη ντροπαλότητα, όπως λέει, θαύμασε.
Το project δεν έφερε τον φωτογράφο αντιμέτωπο απλώς με τη γοητεία που του ασκούν οι ginger άνθρωποι, αλλά άλλαξε εντελώς το φόκους της καριέρας του. Άρχισε να ερωτεύεται την οικειότητα που προϋποθέτουν τα πορτραίτα και την ερωτική -όχι απαραίτητα σεξουαλική- ένταση και σύνδεση μεταξύ φωτογράφου και υποκειμένου. Ο ίδιος θυμάται ακόμα πώς ένιωθε τη μέρα και το λεπτό που έβγαλε κάθε μια από τις φωτογραφίες του. “Υπάρχουν τόσα ευαίσθητα δεδομένα που πιστεύουμε ότι ξεχνάμε και που τους δίνει ζωή μία φωτογραφία”, λέει. “Είναι σαν μια συνέχεια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος”.