Αν δεν ήταν η παράσταση Villa Vox, θα ήταν μια Κυριακή μεσημέρι την ώρα που βλέπεις ξανά τα Φιλαράκια. Αν δεν ήταν o Φοίβος, ο Δημήτρης και η Νεφέλη, θα ήταν η Ρεάλ που μια Τρίτη βράδυ κάνει ένα διπλό στο Champions League. Aν δεν ήταν μια συνέντευξη μαζί τους, θα ήταν το «Εκείνη», το «Πάμε Όλοι Μαζί Σε Μια Παραλία» και ο «Κόσμος σου».

Σπουδαία υπόθεση η οικειότητα – αυτό το σταθερό μοτίβο που πέφτει σαν βάλσαμο στην ψυχή σου.

Τα υλικά της είναι απλά, φτωχά, αλλά η «συνταγή» της δύσκολη επειδή ακριβώς δεν υπάρχει. Πώς δηλαδή να «φτιάξεις» αυτή την αίσθηση ότι ανήκεις κάπου ή ότι μέσα σε μια συνεχή ροή αποσπασματικών πληροφορίων χωράς και αναγνωρίζεις τον εαυτό σου σε μια αφήγηση που έχει αρχή-μέση-τέλος; Δεν υπάρχει manual που να εξηγεί πώς μπορείς να πιάνεις το νήμα μιας ιστορίας από εκεί ακριβώς που το είχες αφήσει ανεξάρτητα με το τι μπορεί να έχει μεσολαβήσει στο μεταξύ.

Η Villa Vox πιάνει αυτό το νήμα γιατί σε πηγαίνει σε εκείνες τις εποχές όπου πιστεύαμε ότι θα μπορούσαμε να ζήσουμε όπως ο Τζόι και ο Τσάντλερ: να ξαπλώνουμε στη πολυθρόνα, να παρακολουθούμε Baywatch και αυτό να είναι ευτυχία. «Πόσοι πια μπορούν να ζήσουν σαν αυτούς τους δύο αγαπημένου ήρωες;», αναρωτιέται ο Φοίβος. «Η αλήθεια είναι ότι εκείνη εποχή έδειχνε και ήταν πιο ξέγνοιαστη».

Σύμφωνοι, οι μέρες αυτές δεν υπάρχουν πια. Όσοι τις χάρηκαν, τις χάρηκαν. «Εμείς υπάρξαμε τέτοιοι τύποι κάποια στιγμή στη ζωή μας», συνεχίζει ο Φοίβος. «Τώρα δεν νομίζω ότι ένα παιδί μπορεί να το κάνει». Και δεν έχει άδικο. Σήμερα οι περισσότεροι βιώνουμε την αντεστραμμένη, αγχώδη και καταθλιπτική εκδοχή αυτής της ζωής: Το τίποτα και το «βαριέμαι» ταυτίζονται αποκλειστικά ως απουσία προοπτικής και όχι ως ένα δικαίωμα στην τεμπελιά. Ωστόσο, αν κάτι συμβαίνει στις τρεις περίπου ώρες που διαρκεί η παράσταση, είναι ότι αυτός ο απόηχος της ανεμελιάς και της ξεγνοιασιάς ζωντανεύει και γίνεται μια κοινή εμπειρία, ένα ξόρκι κόντρα στην όλη μαυρίλα της εποχής.

Για τη Νεφέλη, είναι «πολύτιμο το γεγονός ότι μπορούμε και βρισκόμαστε εδώ είναι πολύτιμο μετά από δύο χρόνια. Θέλαμε αφήσουμε πίσω τον φόβο του ‘‘έξω’’ που δημιουργήθηκε στην περίοδο της καραντίνας».

Πέρα όμως από την πανδημία, έχουμε πλέον και έναν πόλεμο. Η Villa Vox άνοιξε μία μόλις μέρα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. «Ήταν ένα τρομερό πάγωμα για όλους μας, λέει ο Δημήτρης, αλλά προσθέτει πως «ο καλλιτέχνης είναι αυτός που θα ψυχαγωγήσει τον κόσμο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πονάει μέσα του».

«Πάντα προτείναμε τρόπους δραπέτευσης στους ανθρώπους. Τρόπους απόδρασης», θα συμπληρώσει ο Φοίβος. «Είμαστε η λίμα που χρειάζεται κάποιος για να κόψει τα κάγκελα του παραθύρου και να το σκάσει». Από την πλευρά της η Νεφέλη υπενθυμίζει ότι ο πόλεμος δεν είναι η πρώτη αφορμή για την οποία ανοίγει η συζήτηση κατά πόσο είναι ηθικό να ανεβαίνει ένας καλλιτέχνης στη σκηνή. «Τώρα είναι πόλεμος, νωρίτερα οι πυρκαγιές, η πανδημία κοκ. Προσωπικά, είμαι περισσότερο πεπεισμένη από πότε ότι πρέπει να το κάνουμε γιατί μόν’ έτσι η ζωή είναι ωραία. Είναι μια μικρή βοήθεια για να αντέξεις».

Η κουβέντα αυτή έγινε πριν τη συντονισμένη και κατευθυνόμενη σκόνη που σήκωσε η μεγαλειώδης, όπως αποδείχθηκε συναυλία ειρήνης. Παρόλα αυτά, η Νατάσα Μποφίλιου είχε ήδη προλάβει να δεχτεί τις πρώτες επιθέσεις κάθε λογής «εξαγριωμένων» επειδή θέλησε να πει και μερικά επιπλέον πράγματα πέραν της καταδίκης της εισβολής. «Η Νατάσα είπε κάτι εντελώς ξεκάθαρο. Όλοι της επιτέθηκαν σαν να είπε το τελείως αντίθετο από αυτό που στην πραγματικότητα δήλωσε. Κι ήταν απολύτως χυδαίο. Πολιτικοί χώροι και ακρετοί δημοσιογράφοι βρήκαν τη Νατάσα, ένα κορίτσι απολύτως αγνό και καθαρό -γι’ αυτό άλλωστε την αγαπά και ο κόσμος-,  για να πετύχουν άλλους μικροπολιτικούς σκοπούς», λέει ο Δεληβοριάς.

***

Σπουδαία υπόθεση η οικειότητα, μα παρεξηγήσιμη.

Εύκολα την εξισώνεις με το προβλέψιμο και με την απουσία κάθε έκπληξης. Ακόμα χειρότερα, με το απόλυτα καθησυχαστικό. Η οικειότητα όμως είναι πρώτα απ’ όλα ζεστασιά και αγάπη. Είναι η συνθήκη για να νιώσεις απόλυτα ο εαυτός σου· αυτό συμβαίνει στη Villa Vox.

Όλα τα κομμάτια του Φοίβου είναι εκεί και να σε περιμένουν, με μια άψογη ισορροπία ανάμεσα στη νοσταλγία και την έκπληξη. Αυτή όμως τη φορά μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα σε σχέση με αυτό που βλέπουμε τα καλοκαίρια στην «Ταράτσα» ή στα «Τραγούδια του πεζοδρομίου» στο Κύτταρο και το Gagarin. Είναι όπως όταν γυρνάς ένα απόγευμα στο παιδικό σου δωμάτιο, ξέρεις κάθε εκατοστό, αλλά θα υπάρχει μια λεπτομέρεια που θα βλέπεις για πρώτη φορά. Κάπως έτσι, στο «Αυτή του που περνάει» βλέπεις κάθε φορά την ίδια ιστορία για μια Αθήνα που ακόμα δεν είχε σαρωθεί από το Airbnb, ωστόσο η μπάντα του Δεληβοριά φροντίζει πάντα να ετοιμάζει μια διαφορετική εκτέλεση μέσα στο χρόνια.

«Τα τραγούδια μου είναι στρείδια», λέει ο Φοίβος. «Μοναχικά τραγούδια ενός μοναχικού ανθρώπου, με την έννοια ότι τα παλεύω μόνος μου στην κιθάρα. Όταν όμως έρχεται η ώρα να βγουν έξω, θέλω να γίνομαι ένα με το συγκρότημά μου, θέλω να γίνω ένα με τον χώρο που παίζω, με τον φίλο μου που θα έρθει να με δει. Θέλω δηλαδή να προσαρμόσω αυτόν τον μοναχικό κόσμο της μικρής αγάπης που έφτιαξα με τα δικά μου υλικά στον εκάστοτε διπλανό μου».

Πέρα από την επιστροφή στο πατρικό, η Villa Vox έχει και τη φωνή εκείνης της γενιάς που κοντεύει τα 30 και δεν μπορεί να φύγει από το εφηβικό της δωμάτιο. «Για εμάς, είναι αναγκαίο να σκορπιστούμε σε 100 πλευρές για να επιβιώσουμε. Δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει και στο τέλος θλίψη. Και έτσι αρκούμαστε να βλέπουμε ξανά και ξανά τα Φιλαράκια για μια ζωή που δεν θα ζήσουμε». Μετά από 5 χρόνια συμπόρευσης με τον Δεληβοριά και έναν προσωπικό δίσκο, η Νεφέλη Φασούλη αποκτά σταδιακά το δικό της κοινό. «Μέσα σε αυτά τα χρόνια, πιστεύω ότι έχω γίνει πολύ καλύτερη μουσικός. Νιώθω μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από ποτέ ως προς την τέχνη μου. Έχω αφήσει πίσω μου ένα περίεργο και κακό άγχος που είχα πάνω στη σκηνή. Από την άλλη, έχω αφήσει πίσω και την ανεμελιά των πρώτων καλοκαιριών στην ‘’Ταράτσα’’. Τότε δεν κουβαλούσα τίποτα, άλλοι είχαν την ευθύνη. Πλέον δεν είναι έτσι και είμαι πολύ χαρούμενη που έχω φτάσει σε αυτό το σημείο». Στη Νεφέλη μάλιστα ανήκει και μια από τις πιο δυνατές στιγμές του live με ένα medley στο «Αλίμονο» του Μητροπάνου – ένα κομμάτι της ψυχής της μένει πάνω στη σκηνή.

Και μιλώντας για τα λάφυρα που μένουν στη Villa Vox, o Δημήτρης Μεντζέλος αφήνει την φλόγα του. Είναι αυτός που θα βάλει φωτιά στη βραδιά με την αυτοπεποίθηση εκείνου του φίλου που τον γνωρίζεις από παλιά, τον βλέπεις σπάνια, τα λέτε, χάνεστε, ξαναβρίσκεστε, χαίρεσαι για αυτόν από μακριά, αλλά όταν θα βρεθείτε θα είναι σαν να μην έχει μεσολαβήσει τίποτα. «Είναι καταπληκτικό ότι με τον ίδιο τρόπο που θα τραγουδήσουν τη ‘’Βόλτα’’ της Νεφέλης ή τη ‘‘Γυναίκα του Πατώκου’’, με τον ίδιο τρόπο θα τραγουδήσουν το ‘’Μπραζίλ-Ημίζ’’. Ούτως ή άλλως, εμένα η προσπάθειά μου ήταν να είμαι εναλλακτικός στους εναλλακτικούς», προσθέτει. Για την ακρίβεια ένα μέρος της προσπάθειάς του, διότι ο Δημήτρης ήταν από τους πρώτους που έσκαψαν για να βρει το δρόμο της η ελληνική χιπ-χοπ σκηνή. «Τα χέρια μου έχουν ρόζους από το σκάψιμο», λέει αυτοσαρκαζόμενος. «Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι ξεκίνησε από μένα κάτι, αυτά είναι μπούρδες. Όλοι έχουμε βάλει το λιθαράκι μας. Αγαπώ τη χιπ χοπ μουσική και τη χιπ χοπ σκηνή στην Ελλάδα, με τα καλά και τα κακά της, τους αισθάνομαι όλους αδέλφια μου, παιδιά μου, εγγόνια μου πλέον. Βλέπω τους πιτσιρικάδες τώρα και χαίρομαι».

Η ερώτηση προκύπτει σχεδόν αυτόματα. Αν τα Ημισκούμπρια σχηματίζοταν σήμερα θα είχαν αποφύγει το cancel, δεδομένου ότι στις μέρες πολύ πιο εύκολα θα θιχτεί κάποιος από τη σάτιρα. «Εμείς γράψαμε τα τραγούδια που θέλαμε να γράψουμε, τα είπαμε και μεταφέραμε τις απόψεις μας μέσα από αυτά. Αυτόν τον τρόπο είχαμε. Μας έλεγαν απολιτίκ στις αρχές, αλλά δεν το καταλάβαινα. Μιλήσαμε, ας πούμε, για την πατριαρχία όταν αυτή η συζήτηση δεν υπήρχε καν στη δημόσια σφαίρα».  Πράγματι, όταν ακούγεται στο setlist «Ο κύρης του σπιτιού» αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό το κομμάτι θα μείνει και ας μην ήταν ένα συνθηματολογικό ή μεγαλόστομο τραγούδι.

Από την πλευρά του ο Φοίβος προσθέτει ότι τα ΗΜΙΖ «ήταν συνειδητοί καλλιτέχνες από την πρώτη στιγμή. Με μια γλώσσα πολύ σκαλισμένη και με το χάρισμα ότι συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο με ένα πολύ όμορφο τρόπο» και είναι βέβαιος ότι αν γνωρίζονταν σήμερα θα τα πετύχαιναν όλα αυτά ξανά».

***

Η οικείοτητα θα δείνχει το δρόμο

Αν παρακολουθείς τον Φοίβο, θα το έχεις καταλάβει. Του αρέσουν τα διαφορετικά είδη, τα διαφορετικά φορμά. Μέσα από τη ποικιλομορφία τους αφηγείται τις ιστορίες τους. Στην Ταράτσα έστησε το δικό του βαριετέ, δημιούργησε από το μηδέν ένα ολόκληρο σύμπαν, πιάνοντας το νήμα (να τη ξανά η ίδια φράση) από την μάντρα του Αττίκ. Στα Τραγούδια του Πεζοδρομίου, με την εμπειρία ενός ώριμου καλλιτέχνη και την οργιώδη διάθεση ενός πρωτάρη, έγραψε τη δική του επιστολή αγάπης σε καλλιτέχνες και εμβληματικούς συναυλιακούς χώρους. Τώρα στη Villa Vox στήνει ένα ισότιμο πρόγραμμα. Η συνέχεια περιλαμβάνει ένα νέο δίσκο, το «Anime».«Έχει 10 τραγούδια -ιστορίες της σύγχρονης ζωής, χτισμένα πάνω στον στίχο και την κιθάρα. Είναι ένα δίσκος τροβαδούρου», εξηγεί ο ίδιος και αυτό ακούγεται σαν μια επιστροφή στα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας του. Επίσης, η συνέχεια περιλαμβάνει και ένα μουσικό σίριαλ στην ΕΡΤ που θα ξεκινήσει την επόμενη σεζόν με τίτλο «Τα νούμερα», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη.

Αν κάτι όμως έχει λείψει, είναι μια παράσταση Φοιβοκεντρική, φουλ στη δισκογραφία του Φοίβου. Οι αφορμές πάντως δεν θα λείψουν. Το 2023 συμπληρώνονται 25 χρόνια από την κυκλοφορία του «Χάλια» -θα περιμένουμε την πρόσκληση για ένα πάρτι αντάξιο της επετείου. 

Photo Credits: Δημήτρης Μακρής

Η οικείοτητα θα δείνχει το δρόμο

Αν παρακολουθείς τον Φοίβο, θα το έχεις καταλάβει. Του αρέσουν τα διαφορετικά είδη, τα διαφορετικά φορμά. Μέσα από τη ποικιλομορφία τους αφηγείται τις ιστορίες τους. Στην Ταράτσα έστησε το δικό του βαριετέ, δημιούργησε από το μηδέν ένα ολόκληρο σύμπαν, πιάνοντας το νήμα (να τη ξανά η ίδια φράση) από την μάντρα του Αττίκ. Στα Τραγούδια του Πεζοδρομίου, με την εμπειρία ενός ώριμου καλλιτέχνη και την οργιώδη διάθεση ενός πρωτάρη, έγραψε τη δική του επιστολή αγάπης σε καλλιτέχνες και εμβληματικούς συναυλιακούς χώρους. Τώρα στη Villa Vox στήνει ένα ισότιμο πρόγραμμα. Η συνέχεια περιλαμβάνει ένα νέο δίσκο, το «Anime».«Έχει 10 τραγούδια -ιστορίες της σύγχρονης ζωής, χτισμένα πάνω στον στίχο και την κιθάρα. Είναι ένα δίσκος τροβαδούρου», εξηγεί ο ίδιος και αυτό ακούγεται σαν μια επιστροφή στα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας του. Επίσης, η συνέχεια περιλαμβάνει και ένα μουσικό σίριαλ στην ΕΡΤ που θα ξεκινήσει την επόμενη σεζόν με τίτλο «Τα νούμερα», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη.

Αν κάτι όμως έχει λείψει, είναι μια παράσταση Φοιβοκεντρική, φουλ στη δισκογραφία του Φοίβου. Οι αφορμές πάντως δεν θα λείψουν. Το 2023 συμπληρώνονται 25 χρόνια από την κυκλοφορία του «Χάλια» -θα περιμένουμε την πρόσκληση για ένα πάρτι αντάξιο της επετείου.