Το νέο ριάλιτι είναι εκείνο το οποίο δεν ντρέπεσαι να παρακολουθείς. Γιατί; Γιατί δεν είναι ριάλιτι per se. Γιατί δεν είναι ένοχη απόλαυση, όλος ο κόσμος ασχολείται εμφανώς και δηλωμένα. Το συζητάει στο γραφείο, στο μετρό, στο ταξί, στο ταμείο, στο τηλέφωνο. Γιατί η «πρωταγωνίστρια» έχει μετουσιωθεί στο κακό το ίδιο, και καταπραΰνει την ενοχικότητα και τις άφταστες ιδιότητες ιδεατών εαυτών. Γιατί εξελίσσεται παντού: από τα online μέσα στα δελτία ειδήσεων, από τα δελτία ειδήσεων στις ενημερωτικές και μη εκπομπές, από αυτές στο Φως Στο Τούνελ που έχει χρηστεί σε μια νύχτα θεσμός σοβαρής διαχείρισης της υπόθεσης της Πάτρας.

Το νέο ριάλιτι δεν βάζει τον εγκέφαλό σου σε λειτουργία πτήσης. Τον βάζει σε εγρήγορση, του δίνει υλικό να ξεσκαρτάρει. Να φιλτράρει τις ερωτικές σχέσεις των πρωταγωνιστών, τα σύνδρομα από τα οποία πάσχουν (πόσα έμαθες σε λίγο διάστημα για το μινχάουζεν δια αντιπροσώπου), να διαβάζει παλιές αναρτήσεις, να αποκωδικοποιεί τα χρώματα των ενδυματολογικών επιλογών (το dress code του πένθους), να κριτικάρει το αν και πώς εκδηλώθηκε ο θρήνος, τι σημαίνουν τα τατουάζ, γιατί στηρίζουν τη «φόνισσα» οι γονείς. Το νέο ριάλιτι σε κάνει να μένεις συντονισμένος στο Πρωινό, το οποίο έφτασε το νέο low της χυδαιότητας, της πιο μικρής κλειδαρότρυπας, μεταδίδοντας βίντεο από τα τρίτα γενέθλια της μικρής Τζωρτζίνας. Μετά; Μετά παρουσιαστές, πάνελ και εξωτερικοί συνεργάτες ενώθηκαν σε μια δακρυσμένη σιωπή, αραδιάζοντας συναισθηματικά λογίδρια, που θύμισαν παρεμβάσεις ψυχολόγων σε εκπομπές που εμπορεύονταν ανθρώπινο δράμα, διπλανής πόρτας, στα 90s. Στόχος; Να φωνάξεις έξαλλος, μα πρακτικά άπραγος και αμέτοχος στην εξέλιξη της υπόθεσης «Θάνατος» μπροστά στην εικόνα της κατηγορούμενης.

Τις τελευταίες μέρες το όνομα “Ρούλα Πισπιρίγκου” είναι το μοναδικό όνομα που ξέρουμε. Και ξέρουμε και την κάθε κίνηση του υποκειμένου που ακούει σε αυτό το όνομα. Τα δελτία ειδήσεων, οι εκπομπές, τα ενημερωτικά και μη site, τα feed μας έχουν κατακλυστεί από κάθε κίνηση, κάθε παλιά ανάρτηση, κάθε μικρολεπτομέρεια της ζωής μιας μητέρας που ήρθε να διαδεχτεί το μόνιμο σοκ στο οποίο βρισκόμαστε σαν υποστάσεις τα τελευταία χρόνια. Τα media ζουν από την τάση του θεατή, του χρήστη, του καταναλωτή να καθηλώνεται, να κλικάρει, να συντονίζεται, να διαδρά με το περιεχόμενο. Βασικός κρίκος αυτής της διάδρασης είναι η ταύτιση, η περιέργεια, τα κατώτερα ένστικτα που ανέκαθεν έψαχναν τον κακό της ιστορίας, έναν άνθρωπο να δεχτεί όλο το μίσος που συσσωρεύεται όταν ένα άγριο ζώο ζει σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Δεν μπορεί πάντα να συνεργαστεί με αυτά τα μέσα διαχείρισης της πολιτισμένης ζωής ο άνθρωπος, και ο εξαγριωμένος όχλος έξω από το σπίτι της κυρίας Πισπιρίγκου είναι μια απόδειξη για αυτό. Αυτές οι γραμμές δεν γράφονται με το δάχτυλο ψηλά. Πρέπει να μπορείς να βρεις τον εαυτό σου στο κοινό της ρωμαϊκής αρένας, να σε κοιτάξεις λίγο από ψηλά. Λίγο zoom out ακόμα και να αναρωτηθείς «τι κάνουμε;». Σοβαρά τώρα, τι κάνουμε;

Ο Γιώργος Λιάγκας και η τηλεοπτική παρέα του, συνηθίζουν να θέλουν διακαώς να στέκονται με τους “καλούς” της ιστορίας. Και αν μια ήσυχη θεματολογικά ημέρα δεν τους δώσει την αφορμή να ηθικολογήσουν, θα ψαρέψουν έναν ανήθικο από την ελληνική πισίνα. Ακόμα και αν ο ανήθικος δεν είχε καμία θέση εξαρχής στη σκαλέτα, για διάφορους λόγους, ένας εκ των οποίων είναι και το σκληρό μα αληθινό γεγονός πως κανείς δεν νοιάζεται. Ένας τραγουδιστή που είδε μια κοπέλα να βιάζεται, και δεν έκανε τίποτα, γιατί «δεν ήταν δική του δουλειά». Ένας ηθοποιός και ραδιοφωνικός παραγωγός, που αποφάσισε να δικαιολογήσει τις γυναικοκτονίες με επιχείρημα τη φερμένη από τα 60s, “γυναικεία φλυαρία“. Ένα βίντεο παιδικών γενεθλίων, όπου η μητέρα και κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση τραγουδάει δίπλα στα παιδιά της για τα χρόνια πολλά, ενώ λίγο καιρό μετά, με ενορχηστρωμένες κινήσεις, τα οδήγησε στον θάνατο.

Τα λεπτά μετά την προβολή του βίντεο, που έδεσε τα στομάχια μας κόμπο, ήταν αμήχανα. Όσο αμήχανη είναι μια σκηνή με κλάματα και φωνές σε ένα ριάλιτι. Αμήχανη και κάπως χυδαία. Θα έλεγα και λίγο υποτιμητική απέναντι στην όποια νοημοσύνη μας λέει πως όταν σπας πας σε διάλειμμα. Πως κανείς δεν θέλει να κλαίει και να ξεμένει από λόγια, όντας στον τηλεοπτικό αέρα. Οι θεατές σε καταναλώνουν είτε για να μη σταματάς να μιλάς, σαν να εξαρτάται η τροχιά της γης από την πολυλογία σου, είτε για να τους δώσεις τα κιάλια για το απέναντι διαμέρισμα, που μένουν εκείνοι οι τύποι που κανείς δεν ξέρει τι κάνουν με τη ζωής τους. Τα κιάλια για να δουν τη ζωή «εκείνων των ύποπτων». Των «κακών», τουλάχιστον «χειρότερων από εμάς». Ειδάλλως, οι σιωπές στην τηλεόραση είναι κατάρα. Εκτός αν αυτές ακριβώς θες να πουλήσεις. Σιωπές, δάκρυα και κατώτερα ένστικτα. Συναισθηματισμούς και ηθικολογία. Μέχρι να γίνει πάλι το zoom out. Μέχρι να ξαναδείς τον εαυτό σου από πάνω και να αναρωτηθείς: «Τι κάνω; Τρώω αμάσητη την αντεστραμμένη χυδαιότητα του Λιάγκα;».