Όσο η προσοχή έχει στραφεί στην υπόθεση της Πάτρας, η δίκη του Δημήτρη Λιγνάδη συνεχίζεται. Σήμερα κλήθηκε να καταθέσει το δεύτερο θύμα του κατηγορούμενου και η μαρτυρία του μας ξύπνησε μνήμες από τις πρώτες πληροφορίες και την αμηχανία που μας προκάλεσαν, όταν άρχισε να μπαίνει επίσημα ο Λιγνάδης στο κάδρο με τους θύτες του ελληνικού MeToo. Ο μάρτυρας καταγγέλει ότι βιάστηκε από τον Δημήτρη Λιγνάδη στις 24 Ιουλίου 2015 στην Επίδαυρο. Δεν είχε καν κλείσει τα 17.
Η ημέρα του βιασμού
Ο μάρτυρας ανέφερε πως ο ίδιος μαζί με τον φίλο του και συνομίληκό του είχαν ταξιδέψει μαζί με τον κατηγορούμενο στην Επίδαυρο για να δουν θέατρο. Περνούσε καλά. Ένιωθε ερωτευμένος και ασφαλής. Έχοντας φύγει από μια παράσταση, έχοντας πάει για φαγητό στο Ναύπλιο και επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, πήγε για ύπνο, όντας κουρασμένος. Τότε ο Λιγνάδης τον βίασε, κρατώντας τον με τόση βία, που ένιωσε πόνο στη μέση του. «Μου έβγαλε το σορτσάκι, εγώ τότε ήμουν 50 κιλά και ο κατηγορούμενος 30 κιλά», ανέφερε. Όταν ερωτήθηκε γιατί πιστεύει ότι ο κατηγορούμενος τον είχε πιάσει έτσι, γύρισε προς το μέρος του Δημήτρη Λιγνάδη και του απηύθυνε τον λόγο, ρωτώντας των «γιατί πες μου εσύ γιατί…». Τελικά, ήξερε γιατί: «Για να μη μπορέσω να κουνηθώ. Για να με πονέσει».
Και μετά η ερώτηση του εκατομμυρίου: «του είπατε κάτι;».
Όχι, δεν του είπε κάτι. «Δεν μπορούσα να μιλήσω, δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει, ήταν σαν το ζώο πάνω μου», απάντησε ο μάρτυρας, με τον πρόεδρο να ρωτάει γιατί δεν φώναξε βοήθεια.
«Το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή ήταν αυτό που μου είχε συμβεί στα πέντε μου από τον θείο μου. Ακριβώς το ίδιο πράγμα, ήμουν πέντε ετών». Η απάντηση του ενός εκατομμυρίου.
Το θύμα είχε πέσει θύμα βιασμού από μέλος της οικογένειάς του στο παρελθόν και αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους που μπορούν να κάνουν κάποιον να παγώσει, να μην αντιδράσει και να μην αντισταθεί κατά τη διάρκεια της κακοκοποίησής του. Αυτή είναι γνώση που θα έπρεπε να έχει κάθε ένας και κάθε μια μπροστά από την οποία περνά και περιγράφει το χρονικό του ίδιου του του τραύματος.
Δεν είναι νέο πως σε αυτή τη χώρα δεν είμαστε εκπαιδευμένοι και σε ένα ακόμα πράγμα μέσα στο χάος των ανεπαρκειών μας: πώς λειτουργεί το κάθε άτομο σε περιπτώσεις σεξουαλικής επίθεσης. Οι στερεοτυπικές εικόνες είναι ο θάνατος της νοημοσύνης και της ενσυναίσθησής μας, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Ωστόσο, το να γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει στάνταρ πακέτο αντιδράσεων στον βιασμό και τις σεξουαλικές επιθέσεις είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο, τη στιγμή που απαιτούμε τιμωρία για κάθε θύτη.
Οι στερεοτυπικές αντιλήψεις ως τοίχος ανάμεσα σε θύματα και θεσμούς
Η εικόνα του βιαστή που είναι άγνωστος, ζει στον δρόμο, φοράει κουκούλα και εμφανίζεται σε σκοτεινά στενά έχει γεννήσει πολλούς πρόθυμους για victim blaming. Η στερεοτυπική πεποίθηση πως ένα θύμα βιασμού ουρλιάζει, χτυπάει και αντιστέκεται έχει δώσει αρκετή τροφή στη δυσπιστία. Το «γιατί δεν αντιστάθηκες» είναι μια από τις χειρότερες ερωτήσεις που μπορείς να κάνεις σε ένα θύμα βιασμού.
Ο άνθρωπος που βρίσκεται μπροστά σε ενδεχόμενο κίνδυνο, από τη φύση του έχει τρεις επιλογές: το fight, το flight και το freeze. Αυτές τις τρεις αντιδράσεις θα πρέπει να τις ξέρει και κάθε σημαντικό και λιγότερο σημαντικό πρόσωπο κάθε φορέα που διαχειρίζεται θύματα σε μια χώρα που θεωρητικά προσπαθεί να τους προσφέρει ασφάλεια και δικαιοσύνη.
Ο ψυχολόγος Gavin Sharpe, σε κείμενο στο οποίο προσπαθεί να διώξει την εκ του ασφαλούς θολούρα στην ερώτηση «γιατί δεν μιλούν για τον βιασμό τους τα θύματα» εξηγεί πως μια βασική αιτία πίσω από τη σιωπή την οποία εδώ και καιρό προσπαθούν να ξορκίσουν με γενναιότητα τα θύματα, είναι αντίστοιχες εμπειρίες και τραύματα από το παρελθόν.
«Ένας από τους κυριότερους λόγους που άντρες και γυναίκες δεν μιλούν για τις εμπειρίες αυτές κρύβεται στο γεγονός πως είχαν παρελθοντικές τραυματικές εμπειρίες παρενόχλησης ή κακοποίησης. Αυτές οι εμπειρίες του παρελθόντος μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητά σου να αντιδράσεις στο παρόν», αναφέρει. «Έχουμε τρεις νευρικές αντιδράσεις στο τραύμα. Είναι οι αυτόματες δράσεις επιβίωσης fight, flight και freeze. Βασίζονται στην εκτίμησή μας για τον κίνδυνο τη στιγμή του τραύματος. Εκτιμούμε ενστικτωδώς εάν η επιβίωση φαίνεται να επιτυγχάνεται καλύτερα μέσω της καταπολέμησης της απειλής, της διαφυγής της ή της πιο περίπλοκης αντίδρασης του παγώματος. Εάν παγώσαμε ενστικτωδώς κατά τη διάρκεια ενός προηγούμενου τραύματος, αυτό μπορεί να επηρεάσει τους πόρους μας για να αντιμετωπίσουμε μια παρούσα κατάσταση».
Η ντροπή
Ο μάρτυρας ερωτήθηκε και γιατί δεν το είπε στον Τεό, τον φίλο του, για να πάρει την απάντηση «ντρεπόμουν». Τόσο απλά. Η κακοποίηση, σε αφήνει με αισθήματα ντροπής. Τώρα λογικά σκέφτεσαι πως λογικά μιλάμε για τον θύτη, αλλά όχι, το θύμα μένει με τη ντροπή. Τα θύματα κακοποίησης συχνά νιώθουν πιο «λίγα» σε σχέση με πριν, σε σχέση με το μέτρο του «τι σε κάνει άτομο» σε αυτή την κοινωνία. Παράλληλα, νιώθουν πως κανείς δεν θα τους πιστέψει.
Ένα σημαντικό σημείο της μαρτυρίας, είναι η περιγραφή του πώς όταν οι γονείς του μάρτυρα ανακάλυψαν τη σεξουαλικότητά του, εκείνος έχοντας περάσει τη σχεδόν τετριμμένη φάση των συγκρούσεων μέσα στο σπίτι, στράφηκε στον Δημήτρη Λιγνάδη, πηγαίνοντας να μείνει στο σπίτι του. Ακόμα και μετά τον βιασμό του. Στο δικαστήριο ρωτήθηκε γιατί πήγε εκεί, γιατί δεν ζήτησε τη βοήθεια του Τεό, πώς και δεν ξύπνησαν μνήμες από τον βιασμό του. Τότε ο μάρτυρας απάντησε πως «είναι περίεργο αυτό που σας λέω το ξέρω αλλά δεν μπορούσα να πάω πουθενά αλλού». Γιατί είναι σημαντικό αυτό το σημείο. Επειδή αφενός μαρτυρά το πώς ένας ενήλικος καταφέρνει με χειριστικές συμπεριφορές να κάνει έναν ανήλικο να τον θεωρεί αυθεντία και απαραίτητο πρόσωπο στη ζωή του, ακόμα και μετά την κακοποίηση. Αφετέρου, γιατί αυτά τα «ξέρω ότι αυτό που λέω είναι περίεργο», θα έπρεπε να μην λέγονται σε μια εποχή που το παράδοξο έχει γίνει καθημερινότητα και έχουμε όλα τα εργαλεία για να αντιλαμβανόμαστε πώς επιπλέει σε αυτό ενα άτομο. Κανείς δεν θα έπρεπε να νιώθει πως αυτό που νιώθει και λέει είναι «παράξενο» όταν όλα γύρω είναι παράξενα ούτως ή άλλως και η επιστήμη μας έχει δώσει ήδη απαντήσεις.