Η πρώτη μας επικοινωνία με τον Άρη Χατζηστεφάνου έγινε στις αρχές του Μαρτίου, μία περίοδο που χαρακτηριζόταν και μάλλον εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα πιεστική για εκείνον αφού το Τελευταίο Ταξίδι θα έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Οι μέρες πέρασαν, η νέα του δουλειά βραβεύτηκε ως «η καλύτερη ελληνική ταινία» του φετινού επίσημου προγράμματος από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου και πλέον ετοιμάζεται για το νέο της ταξίδι στις αίθουσες το οποίο θα ξεκινήσει την Παρασκευή 24/3 στον κινηματογράφο Τριανόν (Αθήνα), στην αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης» (Θεσσαλονίκη) για να ολοκληρωθεί στην Πάτρα (ΓΙΑΠΙ), στις 30/3.
Στο Τελευταίο Ταξίδι, ο Άρης Χατζηστεφάνου προσπαθεί και καταφέρνει με απόλυτη επιτυχία να ακολουθήσει τα βήματα του Νίκου Καζαντζάκη σε δύο ταξίδια που πραγματοποίησε στην Ιαπωνία, πριν και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. H κάμερα, σε συνδυασμό με την αφήγηση του Γιάννη Αγγελάκα, της Όλιας Λαζαρίζου και τις καταπληκτικές μουσικές του Rsn, «σχολιάζει» την εικόνα της σύγχρονης Ιαπωνίας και ολόκληρου του κόσμου, προσθέτοντας στιγμιότυπα από anime, video games και ιαπωνικά manga.
Σκεφτείτε πως ο Καζαντζάκης προσγειώνεται στην Ιαπωνία το 2021 ή το 2022 και αντικρίζει την πραγματικότητα μέσα από μία ασπρόμαυρη εικόνα η οποία αφαιρεί την όποια γλυκύτητα προσθέτουν τα έντονα χρώματα στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Εκπληκτικά πλάνα, υπέροχη αισθητική, σκοτεινή τζαζ, ηλεκτρονικοί, trip hop ήχοι και τρομερό δέσιμο της τότε εποχής με το σήμερα. Τελικά, πόσα έχουν αλλάξει από το τελευταίο ταξίδι του Νίκου Καζαντζάκη στην Ιαπωνία;
Συγχαρητήρια για το βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν μία επιβράβευση για τον κόπο σου; Το ρωτάω αυτό γιατί δεν ξέρω κατά πόσο είναι εύκολο να γίνουν καλές δουλειές στην Ελλάδα και τι γίνεται με χρηματοδότηση.
Κοίτα, δεν υπήρξε η παραμικρή χρηματοδότηση από κανέναν. Xτυπήσαμε όλες τις πόρτες που σχετίζονται με το Δημόσιο, την κυβέρνηση, τον κινηματογράφο και μάλιστα θεωρούσα, ξέρεις, ότι πηγαίνοντας κάποιος με ένα όνομα “Καζαντζάκης” που είναι, ας πούμε, ο εθνικός συγγραφέας, θα ήταν λίγο πιο απλά τα πράγματα. Τίποτα, όλα κλειστά. Οπότε προχωρήσαμε με δικό μας κόστος. Είναι μια επιβράβευση, είναι μια μεγάλη τιμή το βραβείο της καλύτερης ελληνικής ταινίας του φεστιβάλ.
Η πανδημία του κορονοϊού μου φαίνεται ως η τέλεια αφορμή για να κυκλοφορήσει το τελευταίο ταξίδι του Καζαντζάκη, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι πέθανε από ασιατική γρίπη.
Ήταν αν θες το κερασάκι στην τούρτα. Δεν ήταν ο βασικός λόγος που το επέλεξα βέβαια. Βρισκόμουν στην Ιαπωνία για άσχετους επαγγελματικούς λόγους και αποφάσισα να το κάνω. Είχα στο μυαλό μου να ακολουθήσω τα βήματά του δρόμο-δρόμο, ό,τι υπήρχε μέσα στο βιβλίο “Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα”. Και μέσα στα πολλά επίκαιρα που έχει, όπως ότι έχει προηγηθεί μία χρηματοπιστωτική κρίση, έρχεται μία μεγάλη σύγκρουση που εκεί πήρε τη μορφή του παγκοσμίου πολέμου, εμφανίζεται στο δεύτερο ταξίδι και η σύμπτωση της πανδημίας. Όλα λειτούργησαν μαζί. Δεν το ξεκίνησα πάντως με σκεπτικό πανδημίας.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία;
Όπως σου είπα βρέθηκα στην Ιαπωνία. Αυτό ήταν ένα βιβλίο που το είχα διαβάσει πολλά χρόνια πριν, στο σχολείο και άρχισα να το ξεφυλλίζω πάλι τώρα. Συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν πολλά σημεία που αναφέρονται σε αυτό μέχρι και σήμερα και έτσι άρχισα να τα επισκέπτομαι. Στη αρχή έπεσα στην παγίδα του “πρέπει να βρω όλα αυτά τα σημεία” όμως στην πορεία κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτό το σημαντικό κομμάτι. Τα σημαντικά κομμάτια του βιβλίου ήταν οι αλλαγές που κάνει ο ίδιος ο Καζαντζάκης μέσα του. Κάνει το ταξίδι που στο οποίο φαίνεται να εγκαταλείπει τον Βουδισμού που είναι μία τάση την οποία θα τη βγάλει και αργότερα στον Ζορμπά. Έχει εν σπέρματι όλες τις τάσεις εκείνης της εποχής, δηλαδή ασκεί κριτική στον καπιταλισμό, είναι αντιιμπεριαλιστής αλλά με έναν περίεργο τρόπο, είναι εναντίον των παλιών αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων αλλά δεν αναφέρει πολλά για τις νέες δυνάμεις. Η Ιαπωνία για παράδειγμα είναι σε φάση εκφασισμού εκείνη την περίοδο, όπως η Ισπανία και η Ιταλία.
Τι σου έμεινε από αυτό το ταξίδι; Έγινε τελικά σκλάβα της μηχανής η Ιαπωνία όπως λέει και ο Καζαντζάκης;
Έγινε, βέβαια εγώ διαφωνώ σε κάτι. Για μένα το μεγάλο πρόβλημα του Καζαντζάκη είναι ότι είναι ιδεαλιστής και όχι υλιστής, αυτό ήταν και το πρόβλημα για το οποίο, αν και δήλωσε κομμουνιστής κάποια στιγμή στη ζωή του, δεν τον δέχτηκε ποτέ η Αριστερά. Δεν μπορούσε να δεχθεί τον Υλισμό. Εγώ βλέπω και μία τεχνοφοβία στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη μηχανή. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα της Ιαπωνίας, ότι θα χάσει το παραδοσιακό φολκλόρ της χαρακτήρα, είχε σημαντικότερα προβλήματα όπως ο εθνικισμός και η εκμετάλλευση των εργαζομένων.
Στο ξεκίνημα ακούμε τον Γιάννη Αγγελάκα να περιγράφει την Ιαπωνία του 1935 μέσα από τα λόγια του Καζαντζάκη και μιλάει για φάμπρικες, καπιταλισμό, υπερπληθυσμό ενώ παράλληλα βλέπουμε πλάνα από την σύγχρονη Ιαπωνία. Ήθελες να τονίσεις ότι κάτι τέτοιο ισχύει μέχρι και σήμερα και σε ακόμα πιο ακραίο βαθμό;
Ακριβώς. Διάφορες μορφές χειρωνακτικής εργασίας τις έχουν κάνει υπεργολαβία και μπορεί να έρχονται προϊόντα από το Μπαγκλαντές, από την Κίνα ή από οπουδήποτε αλλού, αλλά οι ρυθμοί εκμετάλλευσης παραμένουν ίδιοι και χειρότεροι. Αυτό που λέει και ο καθηγητής στην ταινία, ότι στην εποχή του οι εργαζόμενοι είχαν ελεύθερο το απόγευμά τους, ο σημερινός Ιάπωνας δεν το έχει. Θα γυρίσει εξαντλημένος το βράδυ και θα κοιμηθεί μέσα στο τρένο. Ακριβώς αυτό ήθελα να δείξω. Ο Καζαντζάκης φαίνεται να πιστεύει ότι στο μέλλον θα κοιτάμε πίσω σε διάφορες πόλεις και θα λέμε “α, τι άσχημες ήταν τότε οι συνθήκες” ενώ παραμένουν άθλιες και μάλιστα χειροτερεύουν.
Μου είχες πει στην πρώτη μας επικοινωνία ότι εκείνη την εποχή ο Καζαντζάκης ήταν κάπως μπερδεμένος ιδεολογικά και μου είχες αναφέρει και το παράδειγμα του Μουσολίνι. Θες να μου πεις κάτι πάνω σε αυτό;
Είναι η εποχή που, όπως έλεγε νομίζω και ο Πρεβελάκης, είχε χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα. Από το μισός του το δικαιολογημένο απέναντι στις παλιές μεγάλες δυνάμεις, είχε αρχίσει να δικαιολογεί κάποια πράγματα σε νέους ιμπεριαλισμούς. Το ’35 είναι που εισβάλει η Ιταλία στην Αβησσυνία. Στον Ισπανικό εμφύλιο, γίνεται embedded και βρίσκεται μαζί με τους φαλαγγίτες του Φράνκο ως δημοσιογράφος. Οπότε είναι μια εποχή που τον ελκύουν οι μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Φράνκο και ο Μουσολίνι και αρνείται να τις καταδικάσει. Δεν θέλω να πω ότι περνάει στον φασισμό, μιλάμε για μία μικρή περίοδο της ζωής του, οπότε θα ήταν άδικο να του δώσουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό. Μιλούσα πριν από μερικές μέρες με έναν καθηγητή Πανεπιστημίου στην Αμερική που είναι από τους σημαντικότερους μελετητές του Καζαντζάκη ο οποίος μου είπε ότι, αν ρωτούσες οποιονδήποτε στην εποχή του, θα σου έλεγε είναι κομμουνιστής. Παρ ‘όλα αυτά, δεν παύει να είναι μία μαύρη κουκκίδα για την οποία κανείς δεν θέλει να μιλήσει στην Ελλάδα και θέλει μεγάλη προσοχή για το πώς θα ασχοληθείς με αυτό το κομμάτι χωρίς ο άλλος να θεωρήσει ότι αυτή είναι η συνολική σου εικόνα για τον Καζαντζάκη.
Είναι κάπως λεπτό το ζήτημα…
Λειαίνουμε τις γωνίες όλων των των μεγάλων συγγραφέων. Πιο πολύ έχουν λειάνει βέβαια τον θαυμασμό του προς τον Λένιν και την Σοβιετική Ένωση αλλά αντίστοιχα έχουν εξαφανιστεί και κάποιες ανοχές του προς το φασισμό για ένα μικρό διάστημα.
Θέλω να μιλήσουμε για το πώς προσέγγισες αυτή τη δουλειά, η οποία διαφέρει από τις προηγούμενες όπως το Debtocracy ή το Φασισμός Α.Ε.. Τι σε οδήγησε εκεί; Γιατί ασπρόμαυρο; Ήταν ο Καζαντζάκης αυτός που στην ουσία επέβαλε κάτι το “ποιητικό”;
Για τα δεδομένα του Καζαντζάκη το κείμενο δεν είναι ποιητικό, το κείμενο είναι από τα δημοσιογραφικά του. Στην Ιαπωνία πήγε με την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και στην δημοσιογραφική του δουλειά δεν παύει να είναι άφταστος λογοτέχνης. Το χρώμα σε ξεγελάει στην Ιαπωνία και σου δίνει μια πιο χαριτωμένη εικόνα. Έτσι κρύβει την σκληρότητά της και το ασπρόμαυρο με βοήθησε. Θα δούμε όμως και την έγχρωμη ταινία αργότερα. Γενικότερα, η ιδέα ήταν τι θα δει Καζαντζάκης αν ερχόταν σήμερα, το 2021 και 2022 στην Ιαπωνία. Εγώ πιστεύω ότι σήμερα θα πήγαινε να δει 3D animation, θα διάβαζε manga και θα άκουγε η τζαζ και για αυτό παίξαμε και με τέτοιους ήχους.
Θες να μου πεις για τις συνεργασίες με τους Γιάννη Αγγελάκα, Όλια Λαζαρίδου και Rsn;
Mε τον Aγγελάκα έχει υπάρξει συνεργασία άλλου τύπου στο παρελθόν. Μας είχε δώσει μουσική για το Debtocracy και είχε εμφανιστεί ελάχιστα, μάλλον τον είχαν παρακολουθήσει στις συναυλίες για το Φασισμός Α.Ε.. Αναζητώντας μία φωνή άκουσα διάφορα πράγματα που είχε κάνει από ανάγνωση ποίησης και μου άρεσε πάρα πολύ το ότι δεν ήταν ένας ηθοποιός που θα προσπαθούσε να μπει στο ρόλο του Καζαντζάκη. Ήταν μία διαφορετική αφήγηση με δική της προσωπικότητα. Δεν θέλαμε να μπούμε στο πετσί του υποχρεωτικά, θέλαμε να τον παρακολουθούμε και εμείς από μία απόσταση. Αντίθετα, η Όλια Λαζαρίδου ήταν μια πιο εύκολη και προφανής λύση. Πρόκειται για εξαιρετική ηθοποιό. Και με τον Rsn είχαμε δουλέψει σε ένα ντοκιμαντέρ, ήταν εξαιρετική η συνεργασία μας και ουσιαστικά επανέρχεται στην ομάδα. Η υπόλοιπη ομάδα παραμένει η κλασική ως επί το πλείστον, δηλαδή είναι ο Άρης Τριανταφύλλου στο μοντάζ και ο Θάνος Τσάντας στην γενικότερη τεχνική επιμέλεια.
Πρεμιέρα στους κινηματογράφους. Τι να περιμένει κόσμος; Πού θεωρείς ότι πρέπει να εστιάσει;
Να πάει χωρίς να σκέφτεται τα προηγούμενα ντοκιμαντέρ γιατί είναι και για ας ένα τεράστιο καινούργιο πείραμα. Όλα τα προηγούμενα είχαν μια συνέχεια μεταξύ τους: το χρέος οδηγούσε στις ιδιωτικοποιήσεις, ύστερα στην καταστροφή και μετά η κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελούσαν μία συνέχεια πάνω στην καθημερινότητα. Αυτό το σπάμε τελείως τώρα και κάνουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Εδώ δεν ξέρω εγώ τι να περιμένω.
Βέβαια υπάρχει το πολιτικό σχόλιο και στο τελευταίο ταξίδι του Καζαντζάκη.
Ναι, δεν μπόρεσα να το γλιτώσω και μάλιστα εκεί είναι και το μόνο σημείο στο οποίο υπάρχει παρέμβαση στο βιβλίο. Ενώ οι φράσεις είναι λέξη-λέξη και δεν δεν έχουν πειράξει ούτε κόμμα, υπήρχαν πολλά μεγάλα κομμάτια που ήταν πιο ταξιδιωτικά. Το δικό μου ένστικτο με τράβηξε στη δημοσιογραφική του αφήγηση και το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, οπότε αυτή ήταν η μόνη μου παρέμβαση.
Τι θα δούμε από σένα το επόμενο διάστημα, ποια είναι τα σχέδιά σου;
Mας έχει λείψει ένα πολιτικό ντοκιμαντέρ με τους παλιούς όρους. Yπάρχει και ένα συμβόλαιο με το κοινό μας που το περιμένει. Παρ’όλα αυτά, η ανταπόκριση που είχαμε μέχρι στιγμής νομίζω ότι μου δίνει ιδέες μήπως γίνει και μία τριλογία, όχι με τον Καζαντζάκη, αλλά με άλλους συγγραφείς. Οπότε δύο πράγματα ταυτόχρονα σχεδιάζουμε χωρίς τίποτα να ξεκινήσει.