Δυο χρόνια πανδημίας μετά, υποσυνείδητα, σχεδόν όλοι, περιμένουμε -είτε με καλά συναισθήματα είτε όχι- μια επόμενη μίνι καραντίνα. Στο άκουσμα μιας νέας ακόμα κακοκαιρίας που απειλεί να ντύσει την Αθήνα στα λευκά, τρέχουμε να προμηθευτούμε όλο όσα υπό άλλες συνθήκες θα παραγγέλναμε. Πόσο έμπειροι είμαστε πια στους μικρούς, εξαναγκαστικά ξεκούραστους εγκλεισμούς. Μέσα σε όλα, αυτή η ετοιμότητα για το επόμενο «διάλειμμα από τη ζωή» μάς γλιτώνει από την προσπάθεια να βρούμε μια καλή δικαιολογία για να ακυρώσουμε μια κανονισμένη έξοδο. Τις προάλλες δεν κατάφερα να βρω μια πραγματικά καλή δικαιολογία, έναν πιστευτό λόγο για να μην κάνω join σε ένα πάρτι που οι φίλοι μου περίμεναν με ανυπομονησία. Απρόθυμα μπήκα στο αμάξι και σχεδόν σαν σε κάψουλα βρέθηκα σε live stage της Πειραιώς. Δυο ώρες μετά, δεν σκόπευα να φύγω στις επόμενες δυο ώρες. Με λίγα λόγια, ήμουν trash, σε ένα trash party και αυτή ήταν η καλύτερη έξοδός μου μετά από δυο χρόνια αμηχανίας απέναντι στην ιδέα της εξωστρέφειας.

Η νοσταλγία είναι μια τάση των ημερών, ειδικά για τους Millennials. Μα ποιος μάς αδικεί; Θέλω να πω, πως η εποχή που ακόμα ακούγαμε το «Σεξ» της Έλλης Κοκκίνου και το «Υποφέρω» της Δέσποινας Βανδή, χωρίς να τα στριμώχνουμε σε λίστες με τίτλο «Ένοχες Απολαύσεις», είναι και η εποχή της αθωότητας, του ΠΑΣΟΚ και της γονεϊκής ασφάλειας των ατελείωτων διακοπών και του χαρτζιλικιού που δεν είχε όριο. Οι ήχοι της Britney Spears είναι αλληλένδετοι με φλερτ δημοτικού, ζηλίτσες στην Αννούλα που γούσταρε τον Γιωργάκη. Στην Αννούλα που σήμερα έχει τυπωμένο t-shirt με το εξώφυλλο του Oops, I Did It Again, για να μας θυμίζει άθελά της, πως τότε νιώθαμε πληγωμένοι. Ανήξεροι για το πώς είναι να πληγώνεσαι ως ανήλικος. Στις τεράστιες οθόνες παίζουν σκηνές από μεξικάνικες σαπουνόπερες, που μας θυμίζουν τα μεσημέρια με τη γιαγιά, που αν δεν μάθαινε  τι θα απογίνει η καημένη η Εσμεράλντα και αν προσευχήθηκε σήμερα στην Παναγίτσα της Γουαδελούπης η Μαρία της Γειτονιάς, θα περνούσε τουλάχιστον κανένα τρίωρο προβληματισμού. Ή τουλάχιστον έτσι θα έδειχνε, ανίδεη πως στο μέλλον η μοναδική ατάκα που θα έμπαινε στην άτυπη λίστα με τις iconic τηλεοπτικές στιγμές θα ήταν το «τι κάνεις εκεί; Φιλάς την ανάπηρη;».

Τα trash party έχουν κάτι το ενωτικό. Είμαστε όλοι εκεί, σαν παρέα και σαν σύνολο, να χορεύουμε τους ίδιους ρυθμούς, που όχι, δεν συζητιούνται σε κάποιον δήθεν ραδιοφωνικό σταθμό ως νέα μουσικά φαινόμενα. Χορεύουμε και τραγουδάμε στίχους, που σήμερα χαμηλώνουμε την έντασή τους όταν τα ακούμε με τα ακουστικά στο μετρό. Σπρώχνοντας προς την ανυπαρξία της ποπ στιγμές που μας μεγάλωσαν, όταν ακόμα δεν ντρεπόμασταν. Όταν ακόμα δεν είχαμε ανακαλύψει τη διττή φύση της ανθρώπινης ύπαρξης: το reality vs. Instagram. Σε ένα trash party η υπερπροσπάθεια πάει περίπατο και η νοσταλγία σε συνδυασμό με το αλκοόλ κάνουν μια καλή δουλειά με στόχο την απελευθέρωση. Ας πούμε, κάπως σουρεαλιστικά, πως τα λέπια της καταπιεστικής ενηλικίωσης πέφτουν στο γεμάτο γόπες και κομφετί δάπεδο ενός club.

Βγαίνοντας κατά τις 6 το πρωί από το πάρτι, βέβαιος πως δεν έχει μείνει ούτε ένας άνθρωπος νηφάλιος ή φαινομενικά ενήλικος πίσω μου, σκέφτομαι πως το μόνο που έχει μείνει να μας θυμίζει εκείνη την εποχή πλασματικής αφθονίας είναι τα trash party, άντε και καμία παλιά BMW που κυκλοφορεί. Συνήθως είναι σε σκούρα πράσινη απόχρωση και την οδηγεί ο γιός κάποιου ηλικιωμένου που αρνήθηκε να την πουλήσει. Μπαίνω σε ταξί και σκέφτομαι με ξενέρα που δεν μπορεί να με καταβάλει ολόκληρο πως αύριο θα πρέπει να ξανάρθω μέχρι εδώ για να πάρω το αυτοκίνητό μου. Το club δεν θα έχει τίποτα από την ευφορική, κιτς νοσταλγία των 00s εκείνη την ώρα.