«Δέκα γυναίκες αφηγούνται τις δικές τους εμπειρίες. Δέκα άνθρωποι που υπέστησαν βία λόγω του φύλου τους αποκαλύπτουν –χωρίς να περιγράφουν τίποτα άλλο πέρα από το βίωμά τους– πώς γεννάται, πώς εκφράζεται και πώς συγκαλύπτεται το έμφυλο έγκλημα. Τίποτα δεν είναι πιο ωμό από τη βία, τίποτα δεν είναι πιο βίαιο από την ανισότητα». Στο βιβλίο Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΨΜ, η δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζένη Κριθαρά ερευνά τα φαινόμενα της γυναικοκτονίας και της έμφυλης ανισότητας, που ευθύνονται για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ ατόμων σε όλον τον κόσμο, αλλά και παρουσιάζει δέκα αληθινές ιστορίες γυναικών στην Ελλάδα, που βίωσαν την έμφυλη βία σε κάθε έκφανσή της.
Η λέξη γυναικοκτονία, που δυστυχώς εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στο timeline μας, εξακολουθεί να ενοχλεί ενώ την ίδια στιγμή, μόνο για το 2021, μετρήσαμε 17 δολοφονίες γυναικών στη χώρα μας. Αυτή είναι μία ακόμα απόδειξη πως η ισότητα των φύλων αποτελεί γράμμα του νόμου και όχι πνεύμα της πολιτείας. Η έμφυλη βία, που καταγράφεται καθημερινά σε όλες τι εκφάνσεις της, δεν αφήνει περιθώρια για αυταπάτες περί έμφυλης ισοτιμίας και αν κάτι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, είναι ότι ο δρόμος που μένει να διανυθεί είναι μακρύς. Μιλήσαμε με την Τζένη Κριθαρά για να μάθουμε τα χιλιόμετρα που έχουμε μπροστά μας.
Ο τίτλος του βιβλίου, υπό άλλες συνθήκες, ίσως τα προηγούμενα χρόνια, θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικός (λόγω ελλιπούς ενημέρωσης). Είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία να τον αποδεχτούμε; Πλέον, δυστυχώς, υπάρχουν αποδείξεις και νούμερα που δικαιολογούν τον τίτλο σου.
Ο τίτλος – όπως και το ίδιο το βιβλίο – έρχεται για να αναδείξει ένα πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα: τους φόνους γυναικών λόγω του φύλου τους. Υπό αυτή την έννοια, δεν νομίζω πως θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικός. Αφενός οι αριθμοί και τα γεγονότα στα οποία αναφέρθηκες συνηγορούν στην ανάγκη να σκύψουμε πάνω από αυτό το πρόβλημα, αφετέρου δεν χρειάζεται να είναι έτοιμη ολόκληρη η κοινωνία για να γίνει μία προοδευτική τομή. Αρκεί τα άτομα που θίγονται ή αγωνιούν για ένα θέμα που τα αφορά να είναι διατεθειμένα να αγωνιστούν και να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Η ιδέα πώς προέκυψε; Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, μετά από ποια γυναικοκτονία πήρες την απόφαση;
Δεν υπήρξε μία συγκεκριμένη γυναικοκτονία που να με κάνει να πάρω την απόφαση να γράψω. Λόγω επαγγελματικής και ακαδημαϊκής ιδιότητας ασχολούμαι εδώ και χρόνια με ζητήματα που άπτονται των γυναικείων δικαιωμάτων και της έμφυλης ανισότητας. Όταν έχω κάτι να πω ή να εισφέρω στον δημόσιο διάλογο, τοποθετούμαι όπως κρίνω εγώ κατάλληλα. Έτσι, έρχονται πολύ συχνά σε επικοινωνία μαζί μου (μέσω των social media) πολλές γυναίκες είτε για να μοιραστούν το τραύμα τους, είτε για να μου ζητήσουν περισσότερες πληροφορίες για το θέμα. Κάπως έτσι έγινε και η γνωριμία με τον υπεύθυνο των εκδόσεων ΚΨΜ, Βασίλη Γραμμέλη, στον οποίο ανήκει και η ιδέα για την συγγραφή ενός βιβλίου που θα καταγράφει μαρτυρίες και έρευνα για την έμφυλη βία.
Ποιες δυσκολίες συνάντησες και πόσο καιρό χρειάστηκες για την ολοκλήρωση της έρευνας;
Η έλλειψη ελεύθερου χρόνου ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισα. Με τόσες επαγγελματικές υποχρεώσεις ήταν μεγάλη πρόκληση να βρω χρόνο να κάνω την έρευνά μου, να συναντηθώ και να μιλήσω με τόσες γυναίκες, των οποίων την εμπιστοσύνη έπρεπε να κερδίσω για να δημιουργήσω ένα ασφαλές περιβάλλον συνομιλίας. Παρόλα αυτά, το βιβλίο ξεκίνησε να γράφεται στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού και ολοκληρώθηκε λίγο πριν τα Χριστούγεννα.
Μέσα από τον χρόνο που αφιέρωσες, την έρευνα σου αλλά και τις γυναίκες που μίλησες, σε ποιο συμπέρασμα κατέληξες; Είναι έτοιμες οι γυναίκες να μοιραστούν τις ιστορίες τους;
Ναι, οι γυναίκες είναι έτοιμες. Όχι μόνο για να μοιραστούν το τραύμα τους, αλλά και για να διεκδικήσουν ισότητα, απονομή δικαιοσύνης και κατάργηση των στερεοτύπων. Μιλώντας με γυναίκες διαφόρων ηλικιών, αυτό που κατάλαβα είναι οι νεότερες έρχονται με πολλή φόρα και μεγάλη αυτοπεποίθηση να αλλάξουν τα πράγματα, ενώ οι μεγαλύτερες αισθάνονται μεγάλη ικανοποίηση παρακολουθώντας αυτή την εξέλιξη. Παίρνουν κι εκείνες δύναμη να ανοίξουν τις καρδιές τους, ακόμη κι αν έχουν περάσει δεκαετίες από την κακοποίησή τους. Με αυτόν τον τρόπο δίνουν και μία ηχηρή απάντηση σε όσους αναρωτιούνται γιατί κάποιο θύμα δεν μίλησε νωρίτερα: γιατί δεν ένιωθε ασφάλεια!
Γιατί η λέξη “γυναικοκτονία” εξακολουθεί ενοχλεί; Στον διαδικτυακό κόσμο ξεσπά ένας “πόλεμος” στα σχόλια κάτω από κάθε είδηση που αφορά τη δολοφονία μιας γυναίκας.
Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η λέξη «γυναικοκτονία» ενοχλεί εκείνους που αισθάνονται ότι η απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης απειλεί τον καταπιεστικό ρόλο που παραδοσιακά τους έχει δοθεί από το πατριαρχικά δομημένο σύστημα εξουσίας στο οποίο ζούμε. Διαφορετικά, δεν υπάρχει λόγος να σε ενοχλεί ένας όρος που θέτει ρητά και με σαφήνεια στον δημόσιο λόγο μία τόσο σημαντική παθογένεια. Όταν η λέξη σε ενοχλεί περισσότερο από την ίδια την πράξη, τότε είσαι μέρος του προβλήματος. Μου φαίνεται εξαιρετικά υποκριτικό το γεγονός πως κάποιοι αρνούνται τον όρο «γυναικοκτονία» με την δικαιολογία πως είναι υποτιμητικός για τις γυναίκες. Αυτός ο … όψιμος φεμινισμός είναι βρίθει κροκοδείλιων δακρύων. Χρησιμοποιώντας ειδικούς όρους για ένα ειδικό πρόβλημα αυτό που ζητάς είναι ειδικές λύσεις. Ο όρος «γυναικοκτονία» δεν αφαιρεί από τις γυναίκες την ανθρώπινη υπόστασή τους (!), όπως και ο όρος παιδοκτονία που χρησιμοποιείται τόσα χρόνια δεν αφαιρεί από τα παιδιά την ιδιότητά τους ως τέτοια.
Τελικά, πώς γεννάται ένα έμφυλο έγκλημα;
Το έμφυλο έγκλημα είναι απότοκο της έμφυλης ανισότητας. Όταν το κοινωνικό περιβάλλον και οι επικρατούσες αντιλήψεις κανονικοποιούν και ευνοούν την εκμετάλλευση και την βία, τότε αυτός που έχει αναλάβει τον ρόλο του καταπιεστή θεωρεί εαυτόν ικανό και νομιμοποιημένο να προχωρήσει στην κακοποίηση, που γι’ αυτόν δεν είναι έγκλημα, αλλά φυσική συνέχεια της καταπιεστικής συμπεριφοράς του. Αυτές οι συνθήκες διαμορφώνονται στο πλαίσιο της καπιταλιστικά και πατριαρχικά δομημένης κοινωνίας. Το σύστημα είναι αυτό που γεννά το έμφυλο έγκλημα. Αυτό, ασφαλώς, δεν αθωώνει τους κακοποιητές και τους γυναικοκτόνους. Αντιθέτως, τους καθιστά διπλά ένοχους, αφού όχι μόνο δεν συμμετέχουν στην προσπάθεια για εξυγίανση της κοινωνικής γάγγραινας, αλλά λερώνουν και τα χέρια τους με αθώο αίμα.
Μπορεί το διαδίκτυο να χρησιμοποιηθεί ως όπλο κατά της έμφυλης βίας; Το “καμία μόνη” που διαβάζουμε γίνεται πιο ισχυρό μέσα από ένα ποστ; Μήπως είναι κάπως επιφανειακό και χρειάζονται πιο δραστικά μέτρα; Και αν ναι, ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά;
Το διαδίκτυο είναι ένα πανίσχυρο μέσο. Όπως με κάθε εργαλείο, έτσι και με αυτό, η χρησιμότητά του εξαρτάται από τον σκοπό που θέλεις να πετύχεις. Στην περίπτωση της ενίσχυσης του γυναικείου κινήματος, το ίντερνετ έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποδοτικό. Γυναίκες από όλη την χώρα ενημερώνονται, συσπειρώνονται και κινητοποιούνται. Δεν τίθεται θέμα επιφανειακού ή βαθυστόχαστου μηνύματος. Τίθεται θέμα πρόσβασης στην πληροφορία. Ας μην ξεχνάμε πόσες γυναίκες ζουν σε βίαιο περιβάλλον και είναι αποκομμένες από τους δικούς τους ανθρώπους ή από την δυνατότητα λήψης βοήθειας. Ένα κινητό και μία κουβέντα με μία σελίδα γυναικείας ενδυνάμωσης στο Facebook ή στο Instagram μπορεί να είναι σωτήριο για εκείνες. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως δεν χρειάζονται πιο δραστικά μέτρα – ιδίως από την στιγμή που η κυβέρνηση αποδεικνύεται εντελώς ανεπαρκής στην προστασία των κακοποιημένων γυναικών. Πέραν της θεσμοθέτησης του όρου «γυναικοκτονία» και της αυστηροποίησης των ποινών, το θέμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ολιστικά, δηλαδή με την κατάλληλη κοινωνική διαπαιδαγώγηση.
Η Πολιτεία και οι νόμοι της έχουν αποδειχθεί αδύναμοι απέναντι στις κακοποιητικές συμπεριφορές;
Δεν θα έλεγα πως έχουν αποδειχθεί αδύναμοι, αλλά εντελώς προβληματικοί και μυωπικοί. Αντιμετωπίζουν το σύμπτωμα και αγνοούν τα γενεσιουργά αίτια της κοινωνικής ασθένειας που λέγεται έμφυλη βία. Δεν υπάρχει πολιτική βούληση. Για να περιορίσεις τις κακοποιητικές συμπεριφορές, θα πρέπει να φροντίσεις για την ενίσχυση της έμφυλης ανισότητας. Σε ένα τόσο σεξιστικό κοινωνικό περιβάλλον, με μία τόσο συντηρητική κυβέρνηση, μόνη ελπίδα για την αλλαγή είναι η κοινωνική κινητοποίηση.
Η πατριαρχία οπλίζει το χέρι του κακοποιητή ή αυτές οι συμπεριφορές είναι μέρος ενός μεγαλύτερου προβλήματος;
Το μόνο μεγαλύτερο πρόβλημα από την πατριαρχία είναι ο καπιταλισμός. Αυτά τα δύο συστήματα είναι το έδαφος πάνω στο οποίο καλλιεργούνται οι ανισότητες, η εκμετάλλευση, η καταπίεση και το εξουσιαστικό πλαίσιο εντός του οποίου γεννώνται η βία και οι κακοποιητικές συμπεριφορές κάθε μορφής. Η διαφορά είναι πως η πατριαρχία είναι έχει κοινωνική και ο καπιταλισμός οικονομική αφετηρία. Αμφότερα, όμως, καταλήγουν στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο.
“Ο δρόμος που πρέπει να διανυθεί είναι μακρύς”, διαβάζω στο Δελτίο Τύπου. Υπάρχει κάποιος πιο σύντομος δρόμος για να ξεμπερδέψουμε μία και καλή με αυτές τις καταστάσεις;
Δυστυχώς, σύντομος δρόμος δεν υπάρχει γιατί δεν πρόκειται για καταστάσεις, αλλά για προβλήματα που έχουν τις ρίζες τους σε στερεότυπα και προβληματικές αντιλήψεις αιώνων. Ο μόνος τρόπος να αλλάξουν τα πράγματα είναι μέσα από την αδιάκοπη διεκδίκηση της ισότητας και την έμπρακτη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.