Ξέρω χίλιες ιστορίες για τα Εξάρχεια, με άλλους τόσους πρωταγωνιστές. Ιστορίες για να τις ακούς το βράδυ γύρω απ’ το τζάκι, ιστορίες που θα σου σηκώσουν το μαλλί όρθιο, ιστορίες που θα σε ρίξουν στα πατώματα από τα γέλια, ιστορίες που θα σου παγώσουν το αίμα και θα το κάνουν ζελέ. Αλλά δεν θ’ ακούσετε ούτε μία απ’ το στόμα μου. Ούτε και απ’ το στόμα κανενός Εξαρχειώτη που σέβεται τον εαυτό του.

Ξέρω, ξέρω, θα βγει τώρα εκείνο το παιδάκι που πάντοτε έβρεχε το κρεβάτι του στο Δημοτικό και θα μου πει «μεγάλε, κάτι τέτοια μας τα είπανε και στο Fight Club». Και μπορεί να έχει και λίγο δίκιο το παιδάκι, δεν αντιλέγω. Αλλά δεν με νοιάζει κιόλας. Υπάρχουν στιγμές σ’ αυτή τη ζωή που πρέπει να είσαι παπαρδέλα, να μη σταματάς το μπίρι μπίρι ποτέ. Και κάποιες άλλες στιγμές πρέπει να το ράβεις το γαμημένο. 

Κάτι τέτοιο συμβαίνει με τα Εξάρχεια. Και το παρατήρησα πρώτη φορά, όταν γνώρισα τον Βασίλη (all names have been changed to protect the innocent), τον παλαιότερο Εξαρχειώτη που ξέρω. Εναν άνθρωπο ψημένο, τσουρουφλισμένο απ’ τη ζωή, που είχε κάνει κι ένα φεγγάρι σε σωφρονιστικό θέρετρο για κάτι μικρομπλεξίματα με το νόμο. Ο Βασίλης λοιπόν μου έχει πει καταπληκτικές ιστορίες για τα Εξάρχεια. Τόσο καταπληκτικές που δεν άντεξα μια μέρα και του είπα «μεγάλε, θα τα μαζέψω όλα αυτά που μου διηγείσαι και θα γράψω ένα σούπερ κομμάτι στο “Εψιλον”!» 

Το άκουσε ο Βασίλης κι έμεινε αμίλητος αρκετή ώρα. Κι όταν αποφάσισε να μιλήσει, μου είπε μόνο τέσσερις κουβέντες: «Δεν θα γράψεις τίποτα». Τις είπε με τέτοιο τρόπο και με τέτοιο τόνο, που κατάλαβα αμέσως ότι έπρεπε να ακολουθήσω την προτροπή του. Ένευσα καταφατικά και συνεχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Και με τον καιρό μου είπε κι άλλες ιστορίες, ακόμη πιο θεαματικές, ακόμη πιο εξωφρενικές.

Σε μια άλλη περίπτωση, ο φίλος μου ο Βαγγέλης έβγαζε αφρούς. Κάποιος παπάρας είχε φιλοτεχνήσει ένα βιβλίο με ένα σωρο ανακρίβειες για γνωστή προσωπικότητα που είχε γράψει τη δική της ιστορία στα Εξάρχεια. Ο Βαγγέλης κατέβαζε καντήλια. «Ο μαλάκας, ο ψεύτης, ο ηλίθιος» και τι δεν του έσυρε του συγγραφέα. Όταν όμως του πρότεινα να φτιάξει μια απάντηση στον παπάρα, γύρισε και μου είπε κοφτά: «Αυτά θα τα βρούμε μεταξύ μας…».

Τρίτος και τελευταίος στη σειρά ο φίλος μου ο Θανάσης. Που είχε μια σχέση μάλλον επιδερμική με τα Εξάρχεια, αλλά μετακόμισε εκεί πριν από δύο χρόνια λόγω φτηνού ενοικίου κι έχει γίνει ταλιμπάν της συνοικίας. Και μου ‘πε μια μέρα: «Ετσι είναι ο κόσμος εδώ. Προτιμάει να τα λύνει μόνος του τα προβλήματα. Οχι μόνο οι αναρχικοί και τα μπαχαλάκια. Οι Εξαρχειώτες οι νορμάλ ας πούμε, οι μαγαζάτορες, οι θείτσες, οι οικογενειάρχες, δεν θέλουν κανέναν καριόλη να αποφασίζει για πάρτη τους. Θα κάνουν αυτό που πρέπει και προς τα έξω τσιμουδιά. Κατάλαβες;».

Κατάλαβα. Και σεβάστηκα και είπα ΟΚ. Κι ας είμαι επισκέπτης απλός της συνοικίας, ας μην είναι οι ρίζες μου εκεί. Οπότε, έχω χίλίες ιστορίες να σας πω για τα Εξάρχεια και τους Εξαρχειώτες. Αλλά από το δικό μου το στόμα δεν θ’ ακούσετε ούτε μία. Εργολαβίες τέτοιου τύπου, να τις αναζητήσετε παρακαλώ αλλού.