Είναι λίγες οι πιθανότητες να διαβάσεις μια συνέντευξη ή κάποιο γενικό κείμενο για τους Madrugada χωρίς να πετύχεις κάποια αναφορά στον Πάνο Κοκκινόπουλο. Για να διατηρήσω τον μύθο αυτό, επέλεξα να τον αναφέρω στην εισαγωγή καθώς στις ερωτήσεις που ετοίμασα για τον Jon Lauvland Pettersen, ιδρυτικό μέλος της μπάντας από το «μυστήριο και σκοτεινό μέρος με το βόρειο σέλας», δεν υπάρχει το όνομά του. Καμία περιφρόνηση, το έργο του σκηνοθέτη άλλωστε μιλάει από μόνο του. Όμως τα χρόνια περνούν, οι άνθρωποι αλλάζουν και πολλές από τις παρελθοντικές συγκυρίες που βοήθησαν στο να γιγαντωθούν οι Madrugada έχουν χάσει πια τη δυναμική τους. Οι Madrugada δεν έχουν ανάγκη να ακουστούν τα κομμάτια τους σε κάποια δημοφιλή ελληνική σειρά, είναι ήδη γνωστοί, ίσως κάτι παραπάνω από γνωστοί, ειδικά στη χώρα μας.

Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε από την περιοδεία τους το 2019 και τον πανικό που δημιουργήθηκε τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Αθήνα. Αυτή η περιοδεία, μάλιστα, ήταν η αφορμή για να ηχογραφηθεί το Chimes at Midnight, o νέος δίσκος της μπάντας που θα έχουμε τη χαρά να απολαύσουμε σε μερικούς μήνες από το τώρα στο Καλλιμάρμαρο. Τι τιμή για μια μπάντα να παίξει εκεί, ε; Για τον Jon, πάντως, σίγουρα είναι.

Μιλήσαμε λοιπόν μαζί του για τη νέα τους δουλειά, το πώς αποφάσισαν να μπουν ξανά στο στούντιο, τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, την ανάγκη να βρεθούν στον τόπο καταγωγής τους αλλά και για την επιστροφή τους στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2022. Ναι, φυσικά και είναι ενθουσιασμένοι που ακουστεί το Nobody Loves you Like I Do στο Καλλιμάρμαρο, ήταν δεδομένο αυτό. Και το sold out, μεταξύ μας, δεδομένο είναι.

Λοιπόν, 14 ολόκληρα χρόνια μετά, βρεθήκατε και πάλι όλοι μαζί στο στούντιο -χωρίς τον Robert φυσικά. Πώς ήταν;

Η περιοδεία του 2019 ήταν μια εκπληκτική εμπειρία για όλους μας. Υποθέτω ότι κανένας από εμάς δεν ήθελε να φτάσει στο τέλος της. Έτσι είχαμε  μία επιλογή: να ηχογραφήσουμε έναν νέο δίσκο. Ήταν πολλά τα ωραία σε αυτό το διάστημα. Το να περιοδεύσουμε και πάλι οι τρεις μας ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Μεγαλώσαμε πια, ωριμάσαμε και ίσως ήταν η καλύτερη στιγμή μας. Και το κοινό μας φυσικά έχει μεγαλώσει συγκριτικά με παλιά. Στην ουσία αυτός ο δίσκος βασίζεται στα 20 χρόνια από το Ιndustrial Silence και την περιοδεία που κάναμε γι’ αυτό το άλμπουμ. Κάπου το 2019 είπαμε ‘παιδιά, ας ηχογραφήσουμε ξανά νέο υλικό’. Έγινε σχετικά γρήγορα ώστε να έχουμε το momentum και την ενέργεια που είχαμε τότε. Ήταν μια έντονη δημιουργική περίοδος από τον Νοέμβριο του 2019 μέχρι τις αρχές Μαρτίου του 2020 όταν και πήγαμε στο Λος Άντζελες.

Ποιος ήταν αυτός που είπε «παιδιά, γιατί δεν κάνουμε έναν νέο δίσκο;»

Ξέρεις, είχαμε την ίδια συζήτηση με τον Sivert το πρωί. Γενικά είχαμε πολλές συναντήσεις για το μέλλον μας και με κάποιο τρόπο καταλάβαμε ότι όλοι σκεφτόμασταν το ίδιο. Δεν ξέρω ποιος ήταν αυτός που έθεσε το ερώτημα, κανείς από μας δεν το θυμάται Όλοι γράφαμε τα δική μας μουσική στην περιοδεία και μετά πήγαμε σε ένα στούντιο στο Όσλο και ηχογραφήσαμε το ντέμο. Ύστερα κάναμε μία συνάντηση στο Βερολίνο τον Ιανουάριο και ηχογραφήσαμε μερικά ακόμα και έγινε ξεκάθαρο σε όλους μας ότι θα πάμε στο Λος Άντζελες να ηχογραφήσουμε.

Η πανδημία σας καθυστέρησε στην κυκλοφορία του Chimes at Midnight ή σας έδωσε περισσότερο χρόνο να σκεφτείτε καλύτερα το περιεχόμενό του;

Ήμασταν τυχεροί γιατί ο «σκελετός» του δίσκου είχε ήδη ηχογραφηθεί, για την ακρίβεια είχαμε ηχογραφήσει 15 κομμάτια, οπότε το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου είχε ολοκληρωθεί. Διαφορετικά μπορεί ήταν εντελώς διαφορετικός, να είχε πάρει άλλο δρόμο. 

Σας αρέσει ο Orson Welles;

Πάει καιρός από τότε που είδα κάποιες από τις ταινίες του, αλλά ναι, είμαι μεγάλος θαυμαστής του, ήταν ένας επαναστάτης στις μέρες του ως σκηνοθέτης. Ο Sivert έγραψε όλους τους στίχους και ναι, ο τίτλος είναι βασισμένος στην ταινία του, έχεις δίκιο αν εννοείς αυτό.

Υπάρχει κάποια μεγάλη διαφορά του Chimes at Midnight με τις προηγούμενες δουλειές σας; Προσπαθήσατε να κρατήσετε κάποια στοιχεία από το παρελθόν;

Το άλμπουμ στην ουσία βασίζεται στην περιοδεία για τα 20 χρόνια του Industrial Silence. Γυρίσαμε πίσω στο χρόνο, στη φιλία μας, τη μουσική μας συνεργασία στα ’90s όταν και δημιουργήθηκαν οι Madrugada. Υπάρχει δηλαδή μια σύνδεση μεταξύ του Industrial Silence και του Chimes Midnight, είναι σαν να γυρίζουμε πίσω στις μουσικές μας ρίζες.

Ποιο κομμάτι σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποιο ήταν αυτό που βγήκε εντελώς αυθόρμητα;

Κοίτα, το πρώτο κομμάτι, το Nobody Loves you Like I Do γράφτηκε όπως γράφαμε τα τραγούδια μας παλιά. Ήμασταν σε ένα δωμάτιο με τον Frode Jacobsen. «Πειράζω» τον ρυθμό που έχει δώσει με το μπάσο του και μετά έρχεται ο Sivert, 20 λεπτά μετά και άρχισε να παίζει με την κιθάρα του και να τραγουδά τους στίχους του κομματιού. Αυτό ήταν το εύκολο. Από την άλλη, το Dreams at Midnight χρειάστηκε πολλά takes για να καταλάβουμε πώς πρέπει να το προσεγγίσουμε μουσικά. Ήταν ένα τραγούδι με west coast vibe ή με east coast; Όλα δηλαδή έγιναν σχετικά γρήγορα εκτός από το Dreams at Midnight. Μας απασχόλησε ο ρυθμός, η ενορχήστρωση, η αίσθηση. Δυσκολευτήκαμε, αλλά τελικά τα καταφέραμε και όπως φαίνεται με επιτυχία. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτό το τραγούδι.

Όταν κάποιος ακούει τα τραγούδια σας αισθάνεται, ας πούμε, μια λύπη αλλά παράλληλα αισθάνεται και μια περίεργη χαρά. Πόσο δύσκολο είναι να κρατήσετε αυτή την ισορροπία;

Δεν είναι εύκολο να σου απαντήσω σε αυτό. Όλοι μας είμαστε από ένα μέρος που μουσικά μας τραβούσε σε κάτι πιο μελαγχολικό, κάτι σε Nick Cave και Leonard Cohen. Αλλά νομίζω ο νέος δίσκος δεν είναι τόσο μελαγχολικός, μοιάζει περισσότερο με μια γιορτή. Ακούς και πάλι Madrugada αλλά κάπως διαφορετικά, ας πούμε ότι τους ακούς από ένα πιο χαρούμενο μέρος. Τι πιστεύεις εσύ;

Πιστεύω πως ναι και το πιστεύω γιατί άκουσα και το The World Could Be Falling Down, ένα κομμάτι που γράφτηκε πριν 20 χρόνια, μια διαφορετική εποχή χωρίς την πανδημία. Πώς και αποφασίσατε να το βάλετε στο Chimes at Midnight;

Θα σου πω. Νομίζω ο Sivert και ο Frode μίλησαν γι’ αυτό το κομμάτι όταν ηχογραφούσαμε τα ντέμο και για να σου είμαι ειλικρινής το είχα ξεχάσει γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που γράφτηκε. Τότε, είχαμε βρει πολλές ομοιότητες με το Shine και έτσι αποφασίσαμε να το αφαιρέσουμε από Industrial Silence. Έτσι έδεσε πολύ ωραία με την τωρινή μας δουλειά. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το αφήσαμε εκτός τότε, αλλά ευτυχώς το έχουμε τώρα και έχω να σου πω ότι είναι από τα αγαπημένα μου στο νέο άλμπουμ.

Παρακολούθησα τα βίντεο που γυρίστηκαν στο Vesteralen και θέλω να σε ρωτήσω: νιώσατε την ανάγκη να βρεθειτε στην πατρίδα σας ώστε να την τιμήσετε μέσα από την μουσική σας;

Ξέρεις, πιο παλιά, οι ξένοι δημοσιογράφοι μιλούσαν συνέχεια για αυτούς τους Madrugada από το μυστήριο και σκοτεινό μέρος με το βόρειο σέλας και δεν μας άρεσε ιδιαίτερα. Δεν μας άρεσε γιατί θέλαμε να εξερευνήσουμε τον κόσμο και να τα αφήσουμε όλα πίσω. Aλλά όσο μεγαλώνεις αλλάζεις. Αυτό είναι το μέρος που γνωρίσαμε, εδώ δημιουργήσαμε τη μουσική μας και αυτό είναι που μας συνδέει. Όταν ανακοινώσαμε την περιοδεία για τα 20 χρόνια από το Industrial Silence πήγαμε με τον φωτογράφο μας στα φυσικά τοπία του Vesteralen και νιώσαμε ωραία με αυτό. Μας βγήκε αυθόρμητα, έμοιαζε σωστό. Όσον αφορά τα βίντεο ήταν για μας μια πρόκληση να γράψουμε 9 από αυτά σε 5-6 μέρες, σε διαφορετικές τοποθεσίες και με άσχημες καιρικές συνθήκες. Και πίστεψέ με, όταν ένα σπίτι πίσω σου καίγεται, δεν υπάρχουν περιθώρια, πρέπει να «σκίσεις». Ελπίζω να αισθάνεστε και εσείς λίγη από την ενέργειά μας μέσα από αυτά τα βίντεο.

Πίσω στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο, πόσες φορές έχεις έρθει από τα μέρη μας; Επίσης, έχετε μια ιδιαίτερη σχέση με το ελληνικό κοινό, τι να του μεταφέρουμε;

Οι υπόλοιποι έχουν βρεθεί στην Ελλάδα περισσότερες φορές από μένα. Νομίζω όμως ότι αυτή θα είναι η πέμπτη για μένα. Πραγματικά δεν βλέπουμε την ώρα. Το κοινό στην Ελλάδα είναι πολύ σημαντικό για μας. Όταν κυκλοφορήσαμε τον πρώτο μας δίσκο είχαμε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη, όμως τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την Ελλάδα και τον τρόπο που μας συμπεριφέρονται. Μοιάζει με ερωτική σχέση όλο αυτό, αλήθεια. Η επιστροφή μας το 2019 ήταν φανταστική μπροστά σε τόσο κόσμο. Νιώθουμε ότι μας συνδέουν τόσα πολλά με την Ελλάδα. Και φυσικά το να έρθουμε στην Αθήνα και να παίξουμε σε αυτό το στάδιο είναι ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα.