Αυτό που έφερε μαζί της η «Ελπίς», μόνο αισιόδοξο δεν ήταν. Ακόμα δεν μπορούμε να «μαντέψουμε» σε ποια άλλη χώρα μια προβλεπόμενη κακοκαιρία θα παρέλυε την πρωτεύουσα ενός κράτους που κατά τα άλλα παριστάνει το αναπτυσσόμενο. Ανεπτυγμένο, δε, με τίποτα. Μεταξύ των διακοπών ρεύματος και την αδιανόητη κίνηση σε κεντρικές αρτηρίες της Αθήνας, οδηγοί έμειναν εγκλωβισμένοι σε τρένα, αλλά και στην Αττική Οδό, στο έλεος της Πολιτικής Προστασίας που ήταν κάτι σαν παρούσα-απούσα. Πρακτικά απούσα.

Την επόμενη μέρα, που εφιάλτης των οδηγών βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, τουλάχιστον φτάνοντας προς το τέλος του, προαναγγέλθηκε, με εντολή του πρωθυπουργού, αποζημίωση 2.000 ευρώ στους οδηγούς. Στον απόηχο της «καταστροφής», αποδείξεις διοδίων της Αττικής Οδού άρχισαν να πωλούνται διαδικτυακά.

Ωστόσο, ο Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, ανέφερε σήμερα πως όσοι εγκλωβίστηκαν στον «πιο σύγχρονο», κατά τα άλλα, αυτοκινητόδρομο της χώρας, μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση πολύ μεγαλύτερη των 2.000 ευρώ. Μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ο κ.Χατζηθεοδοσίου, ανέφερε συγκεκριμένα πως μπορεί ένας οδηγός να διεκδικήσει ως και 100.000 ευρώ για «ψυχική οδύνη».

Παράλληλα, η δικηγόρος Εβίτα Βαρελά, συμπλήρωσε πως αποτελεί αναντίρρητο δικαίωμα των πολιτών να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη ώστε να διεκδικήσουν αστικές αποζημιώσεις. Ειδικά εφόσον κινδυνεύσει η υγεία τους. Να θυμίσουμε τις θερμοκρασίες, την έλλειψη νερού και τροφής, και όσους δεν μπόρεσαν να λάβουν τη φαρμακευτική αγωγή τους εκείνες τις ώρες, κάπου εδώ.

Σε ό,τι αφορά την αποζημίωση, που ούτως ή άλλως θα δοθεί από το κράτος, ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, ανέφερε μιλώντας στο ΣΚΑΪ 100,3: «Τα 2.000 ευρώ θα δοθούν άμεσα σε όσους ταλαιπωρήθηκαν στην Αττική Οδό, ενώ όσοι από αυτούς το επιθυμούν θα έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για να διεκδικήσουν μεγαλύτερη αποζημίωση», δήλωσε ο υπουργός μιλώντας στον στον ΣΚΑΪ 100,3. Επιπλέον, ανακοίνωσε πως εντός 25 ημερών θα δοθεί το πόρισμα για το τι ακριβώς συνέβη στην Αττική Οδό και για το κατά πόσο πρέπει να υπάρξουν κυρώσεις, οι οποίες θα είναι «πολύ αυστηρές».