Ο Άγιος Βασίλης βρίσκεται μπρούμυτα στο έδαφος. Κάθε του μικρή αναπνοή ακολουθείται από ένα μεγάλο βογγητό. Η αριστερή πλευρά του προσώπου του ακουμπά στη λάσπη και ο σκελετός των μικροσκοπικών γυαλιών του, αντί να σταθεροποιείται στη ροδακινί του μύτη, έχει φτάσει στους κροτάφους του. Από την ορθάνοιχτη και παραβιασμένη πόρτα της οικείας του, μπορεί κάποιος να ακούσει τον χαρακτηριστικό ήχο ενός δίσκου που έχει φτάσει στο τέλος του. Η βελόνα προσπαθεί μάταια να εντοπίσει λίγο ακόμα ηχογραφημένο υλικό με αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν λευκό θόρυβο, από αυτούς που λατρεύουν οι συλλέκτες βινυλίων.

To τραγούδι που έπαιζε στο ακριβό του πικάπ λίγο πριν τον χτυπήσουν πισώπλατα και τον σύρουν στην αυλή, μας είναι άγνωστο, παρ’ όλα αυτά, θα παίξουμε με τις πιθανότητες και θα στοιχηματίσουμε ότι ήταν το “Santa Claus is coming to Town”. Εκείνη τη χρονιά, βέβαια, ο Άγιος Βασίλης δεν κατάφερε να πάει ούτε μέχρι την τουαλέτα χωρίς τη βοήθεια τρίτων.

Το πρωί του «Άγριου Ξυλοδαρμού», ένα περιστατικό που τα βιβλία Ιστορίας επιμένουν να μην αναφέρουν, είχε δώσει την εντολή στα ξωτικά να καθαρίσουν την αυλή του. Το προηγούμενο βράδυ μια έντονη χιονοθύελλα είχε πλήξει την Καισαρεία και το χιόνι είχε φτάσει το ένα μέτρο. Δώδεκα πελώρια φτυάρια, ένα για κάθε ξωτικό, κρέμονταν έξω από την ξύλινη βίλα με τις οκτώ καμινάδες -μεγάλες σε διαστάσεις για πρακτικούς λόγους-, που κάπνιζαν ασταμάτητα. Ήταν έτοιμα να προκαλέσουν κάλους στις παλάμες που θα τύλιγαν το κοντάρι τους και περίμεναν πώς και πώς τα λεπτά, φθηνά εργατικά χέρια με τις πρησμένες φλέβες και τους εύθραυστους καρπούς για να κάνουν αυτό για το οποίο φημίζονται.

Κι όμως, ήταν η πρώτη φορά που, χωρίς ίχνος αποστροφής, χωρίς κάποιο ξεφύσημα που να υποδηλώνει αγανάκτηση, τα ξωτικά υπάκουσαν με χαμόγελο στο «μόλις γυρίσω να λάμπει» που βγήκε από το στόμα του Αγίου. Από το ίδιο στόμα, λίγη ώρα αργότερα, ακούστηκαν μερικά ψελλίσματα. Ζητούσε έλεος και συγχώρεση, με μια κηλίδα αίματος αναμειγμένη με σίελο να γλιστρά στην πλούσια αλλά ταλαιπωρημένη γενειάδα του τροφαντού μεσήλικα και να δημιουργεί μια λίμνη από ερυθρά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλια, ένζυμα και πρωτεΐνες στο έδαφος.

Αναμφίβολα, η αντίθεση που θα έκανε το βαθύ κόκκινο του αίματος πάνω στο λευκό σαν από παραμύθι πέπλο, θα ήταν εντυπωσιακή, όμως μην ξεχνάμε ότι ήταν απόφαση του Μεγάλου να αφαιρεθεί το χιόνι ώστε να αποκαλυφθεί το κάπως αδιάφορο και βαρετό καφέ χρώμα του χώματος, του υγρού χώματος που τώρα έχει την τιμή να έχει πάνω του ένα από τα δύο μπροστινά δόντια του θύματος. Αν κρίνουμε από τους μορφασμούς του στην προσπάθειά του να κουνηθεί, τα πλευρά του ήταν ένα από τα σημεία που τα ξωτικά χτύπησαν με μανία ενώ το κάτω χείλος του είναι ξεκάθαρα σκισμένο, όπως και το κάτω μέρος της πράσινης στολής του. Ημίγυμνος, αιμόφυρτος και ταπεινωμένος, ο Άγιος Βασίλης φωνάζει με όση δύναμη του είχε απομείνει για βοήθεια.

Σε λιγότερο από τριάντα λεπτά, τα δώδεκα ξωτικά είχαν κάνει την αυλή να μοιάζει με χωράφι που έχει περάσει τέσσερα χρόνια ξηρασίας. Δούλεψαν σωστά, μεθοδικά και γρήγορα. Χάρηκαν με τη δουλειά που τους ανατέθηκε καθώς γνώριζαν τι θα ακολουθήσει. Δεν είχαν πρόβλημα ακόμα και να περπατήσουν πάνω σε κάρβουνα αν τους το ζητούσε ο αφέντης τους. Ο καταπιεσμένος ζει για να φαντασιώνεται το μέλλον, η ταλαιπωρία του παρόντος του είναι αδιάφορη.

Το βράδυ της χιονοθύελλας, όσο ο Άγιος με τα δώρα γευμάτιζε και έπινε κόκκινο κρασί από το Γκρενόμπλ της Γαλλίας, τα ξωτικά είχαν μία μυστική συνάντηση στην αποθήκη με σκοπό να συζητήσουν για το χαμηλό τους ημερομίσθιο, τις οφειλές που είχαν προκύψει παρά την αρχική συμφωνία, τις υπερωρίες και τις αντίξοες συνθήκες εργασίας. Το κύριο ζήτημα, όμως, ήταν η εξαφάνιση ενός ακόμα ελαφιού κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Μετά από πολύωρες συζητήσεις, τα ξωτικά αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους: θα καταλάμβαναν την εξουσία δίνοντας σε όλους τους εργαζόμενους, σε όλα τα άτομα που εργάζονταν σκληρά για να φτάσουν τα δώρα στα παιδάκια, ίσα προνόμια και δικαιώματα. Το σχέδιο ήταν απλό: θα πλάκωναν στο ξύλο τον Άγιο Βασίλη και θα ζητούσαν τη δημόσια συγνώμη του, όπως και τα εύσημα για τη δουλειά τους, αφού για πολλά χρόνια, εκείνος διέδιδε ότι έφτιαχνε και παρέδιδε μόνος του τα δώρα.

Στις δύο το μεσημέρι, την ώρα δηλαδή που ο αγαπημένος μας Άγιος τρώει το φαγητό του και ακούει τους δίσκους του, τα ξωτικά έσπασαν την πόρτα της βίλας σπρώχνοντας κατά πάνω της το έλκηθρο. Ο γενειοφόρος δωροκατασκευαστής πετάχτηκε από το τραπέζι του όμως πριν προλάβει να γυρίσει τον κορμό του, ένας λοστός προσγειώθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Αχ Άγιε Βασίλη, ήμουν κακό παιδί», είπε ένα από τα ζωηρά ξωτικά και τον χτύπησε ξανά στο ίδιο σημείο με ένα βιβλίο του Μπακούνιν. Ζαλισμένος, ο Άγιος Βασίλης σωριάστηκε στο θερμαινόμενο δάπεδο με τα επαναστατημένα ξωτικά να τον γρονθοκοπούν σε όλα τα μήκη και πλάτη του σώματός του. Στη συνέχεια, αν και δύσκολα, τον έσυραν στην αυλή, όπου συνέχισαν το έργο τους.

Μετά από αρκετά λεπτά άγριου ξυλοδαρμού, παραδέχθηκε ότι είχε φάει τον Ρούντολφ, το ελαφάκι που είχε εξαφανιστεί πριν τη χιονοθύελλα. Το χαριτωμένο και χρήσιμο αυτό ζωάκι βρέθηκε να σιγοβράζει στην κατσαρόλα μαζί με καρότα και σέλινο. Ο Άγιος Βασίλης, με λίγα λόγια, έτρωγε τα παιδιά του και την ίδια στιγμή, δήλωνε στους κατοίκους της Καισαρείας ότι θα έκανε τα πάντα γι’ αυτά. Να γιατί αργούσε κάθε χρόνο να παραδώσει τα δώρα! Τα ελάφια, η κινητήριος δύναμη που μεταφέρει το έλκηθρο, μειώνονταν μήνα με το μήνα και από τον στάβλο κατέληγαν μέσα σε ασημένια σκεύη, από εκεί στο στομάχι και από το στομάχι στην αποχέτευση. Μιλάμε για μια περιπετειώδη διαδρομή με κακό τέλος, μην σας τύχει.

Λίγο πριν τον ανεβάσουν στο έλκηθρο και τον μεταφέρουν στο κέντρο της Καισαρείας για να απολογηθεί δημοσίως, ένας περίεργος ήχος έφτασε στα μυτερά αφτιά των ξωτικών. Μέσα από την ομίχλη, ένα τρομακτικό τεχνολογικό κατασκεύασμα με έλικες πλησίαζε προς το μέρος τους. «Πρώτη φορά βλέπω τόσο μεγάλο κουνούπι», είπε ο Μπομπ, ο πατέρας της επανάστασης και άρχισε να πετάει πέτρες. Δύο λιπόσαρκοι άντρες με μαύρο κοστούμι και μαύρα γυαλιά πήδηξαν από το ελικόπτερο και με τα γυαλισμένα τους όπλα απομάκρυναν τα ξωτικά, τα οποία έτρεξαν προς το δάσος. Με έναν μίνι γερανό σήκωσαν τον Άγιο Βασίλη και με απόλυτη λεπτότητα τον εναπόθεσαν στο ελικόπτερο. «Ξεκίνα», φώναξε ένας από τους πράκτορες και από τη μία στιγμή στην άλλη, ο Άγιος βρέθηκε από το έδαφος στον ουρανό.

«Μη φοβάσαι, θα σε κάνω σταρ». Η αισθησιακή φωνή της ξανθιάς κυρίας με το στενό ροζ φόρεμα και τις μεγάλες βλεφαρίδες που καθόταν στο πίσω μέρος του ελικοπτέρου έδωσε ζωή στον ετοιμοθάνατο δωροκατασκευαστή. «Από σήμερα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή σου. Θα σου δώσουμε νέα στολή, μια κόκκινη στολή, δεν σου πάνε τα πράσινα. Θα σου δώσουμε και μηχανήματα, δεν έχεις ανάγκη τα ξωτικά. Πιες αυτό το αναψυκτικό, θα νιώσεις καλύτερα. Σε λίγα χρόνια από τώρα θα το πίνουν όλοι. Ηρέμησε, σε πάμε σε ένα κέντρο αποκατάστασης και του χρόνου θα είσαι σαν καινούργιος».

Και ζήσαν αυτοί καλά, για μας και τα ξωτικά θα δείξει.

*Η ιστορία γράφτηκε με αφορμή το σκίτσο του The Rabbit Knows: