Πριν ξεμουδιάσουμε από την προηγούμενη, έρχεται η επόμενη. Η 16η γυναικοκτονία για το 2021 χθες και όσο πολλοί εκεί έξω ακόμα βρίσκουν τη διάθεση να «παζαρέψουν» τον όρο, κάποιο διπλανοί τους έχουν τις ενστάσεις τους. Ο Καδήρ Ιννάν Ραμαδάνογλου ξυλοκόπησε τη σύζυγό του, Τζεβριέ Εδινερλί μέχρι θανάτου και αφού πρώτα εξαφανίστηκε ανεπιτυχώς, αυτό που υποστηρίζει πια ως επίσημη εκδοχή του για τα όσα συνέβησαν, ήταν πως είχε πιει. Εντοπίζεις το πρόσφορο έδαφος για ενστάσεις; Ο γυναικοκτόνος είναι μουσουλμάνος Ρομά. Λες και ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, το ελληνορθόδοξο poster boy των «κελεπουριών» τα πήγε καλύτερα.

Ο Ραμαδάνογλου φέρεται να ισχυρίζεται, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Mega πως το Σάββατο το βράδυ βγήκε και επέστρεψε στις 5 τα ξημερώματα της Κυριακής. Τσακώθηκε με τη Τζεβριέ στις 10 περίπου και έφυγε από το σπίτι. Το μεσημέρι που επέστρεψε είδε ένα αιμάτωμα στο κεφάλι της κοπέλας και τη ρώτησε τι συμβαίνει. Γιατί δεν θυμόταν. Γιατί εκείνη του απάντησε πως έπεσε από τις σκάλες. Γιατί χρησιμοποίησε την ίδια αιτιολόγηση και στο νοσοκομείο. Ωστόσο, εκεί η αλήθεια φάνηκε. Και το αλκοόλ δεν την κρύβει. Κάποια στιγμή παραιτείται και αυτό από το να λειτουργεί σαν ελαφρυντικό για συνειδήσεις και καταπιεσμένα τέρατα.

Μαθαίνουμε πως η κοπέλα δεχόταν τη βία του άντρα της συχνά, με συγγενείς της να δηλώνουν πως απορούσαν γιατί συνέχιζε να μένει μαζί του. Χαρακτηρίζουν την κοινή της ζωή μαζί του «αληθινή κόλαση». «Ο Καδήρ τη χτυπούσε ακόμα και μπροστά στα παιδιά της», δήλωσε συγγενής, τη στιγμή που η μητέρα της, μιλώντας στο MEGA παραδέχεται πως υποπτευόταν ότι ο σύζυγός της τη χτυπούσε. «Ήξερα γιατί ερχόταν μελανιασμένη. Της έλεγα ‘τι έγινε κόρη μου;’ και μου απαντούσε: ‘χτύπησα στην πόρτα, χτύπησα κάπου αλλού», ανέφερε.

 

Η Τζεβριέ, λέει, δεν άκουγε τις συμβουλές της οικογένειάς της να τον αφήσει. Έφτασε η μέρα που εκείνος την ξυλοκόπησε τόσο άγρια, που της προκάλεσε ρήξη στη σπλήνα και το ήπαρ. Έφτασε στο νοσοκομείο με τη δικαιολογία «έπεσα από τις σκάλες», που όσο υπερβολικό και αν ακούγεται, μας προκαλεί έναν λυγμό, μιας και κρύβει μέσα της όλη τη συγκάλυψη και την παραίτηση του φαύλου κύκλου της βίας. Εκείνος λέει πως είχε βγει, είχε πιει και ήταν μεθυσμένος και η οικογένειά της περνά στα «εμείς τα λέγαμε».

Αν ξεζουμάρουμε, βλέπουμε μια ιστορία ενδοοικογενειακής βίας βγαλμένη από τα πιο χαρακτηριστικά της παραδείγματα. Πατριαρχία, καταχρήσεις, βία, μικρά παιδιά που μετά από λίγο καιρό μετατρέπονται σε δεσμά με τον κακοποιητή, όταν η γυναίκα ακόμα δεν αντιλαμβάνεται πως όπως και να έχει, μπορεί να φύγει. Να φτιάξει το πλάνο διαφυγής της και να γλιτώσει. Βλέπουμε ντροπή και βαθιά μοναξιά. Το αδιέξοδο. Την ασυναίσθητη απόφαση ακόμα και στους φριχτούς πόνους, στο νοσοκομείο, να πει πως έπεσε από τη σκάλα, μάλλον πιστεύοντας πως θα βγει και πιθανότατα θα ξαναπάει την επόμενη φορά. Πίστευε πως θα βγει και ήταν σίγουρη πως θα ξαναδεχτεί τη βία του. Τόσο απλά.

16η γυναικοκτονία, η τρίτη μέσα σε μόλις λίγες μέρες και ακόμα μπλέκουμε σε φθηνά debates για τη χρήση του όρου «γυναικοκτονία». Ακόμα διαχωρίζουμε το έγκλημα, σε θρησκευτικές και φυλετικές βάσεις, βολεύουμε τις τραυματισμένες από την κοινωνία υποστάσεις μας σε ντεμέκ ανωτερότητες και κατωτερότητες, όσο γυναίκες δικαιολογούν τον κακοποιητή τους, σαν καλές μαθήτριες της πατριαρχίας που της ξυλοκοπεί από την αρχή της ζωής τους, μέχρι να σκοτώσει κάθε πίστη τους στο αυτονόητο.