Έχω μια αβάσιμη, καταδικασμένη να μη μπορεί να τεκμηριωθεί με γεγονότα και τεχνικές γνώσεις, πεποίθηση: καλή σειρά ή ταινία είναι εκείνη που σε κάνει να θέλεις. Τελεία. Να θέλεις. Το οτιδήποτε. Έναν έρωτα; Μια καλή υπόθεση; Ένα plot twist στην πραγματική ζωή; Να γράψεις ένα δικό σου σενάριο; Να γράψεις ένα email με τα δικά σου συγχαρητήρια για τη δημιουργία, σε όποιον πρέπει να το ακούσει; Μια καλή ταινία ή σειρά σε γυρνάει σε αυτό το ρήμα, το ενστικτώδες, το εγωκεντρικό, το παιδικό: «θέλω».

Χθες, ένα βροχερό απόγευμα και βράδυ Δεκεμβρίου, έκανα binge watching για πρώτη φορά σε ελληνική σειρά. Το να κάνεις binge watching μια καθημερινή ενώ είσαι μια ανάσα πριν τα 30, έχει κάποιες καλές και κάποιες κακές ερμηνείες. Αρχικά, πάνε πράγματα πίσω. Ξέρεις, τα πιάτα μένουν άπλυτα, η λίστα του σούπερ μάρκετ τρώει ένα όμορφο snooze για την επόμενη μέρα, ενώ ξέρεις πολύ καλά πως και το ξυπνητήρι του επόμενου πρωινού θα φάει snooze. Και είσαι διατεθειμένος να αργήσεις να ξυπνήσεις, να αργήσεις να βγάλεις το σκύλο, να σπάσεις όλη εκείνη τη ρουτίνα που σου δημιουργεί μια βολική ψευδαίσθηση ενηλικίωσης, για μια σειρά. Είναι ένα ρίσκο, ένα ενοχικό πισογύρισμα αν θες. Εγώ το έκανα για τη σειρά «Καρτ Ποστάλ» και αυτό πέρα από το γεγονός πως προφανώς γίνομαι συχνά ανεύθυνη και δυσκολεύομαι να βάλω ακόμα και τα βασικά όρια στον εαυτό μου, σημαίνει και πως έσπασα μια άτυπη πρωτιά. Δεν έχω ξαναμπιντζάρει ελληνική σειρά. Πρακτικά, η τελευταία ελληνική σειρά που παρακολούθησα γενικώς, ήταν το «Ευτυχισμένοι Μαζί» όταν ήμουν ακόμα στο τέλος του γυμνασίου. Ένας καλός λόγος να ανυπομονώ να φύγω από το φροντιστήριο των αγγλικών.

Το «Καρτ Ποστάλ» είναι μια σειρά βασισμένη σε βιβλία της Βικτόρια Χίσλοπ. Μια ανάγνωση λέει πως σε αυτή τη σειρά παρακολουθούμε τη διαμονή του Ζόζεφ, ενός αρχαιολόγου ελληνικής καταγωγής, στην Κρήτη, για τις ανάγκες μιας ανασκαφής. Τον Ζόζεφ τον χωρίζει η Βρετανίδα σύντροφός του την πρώτη κιόλας μέρα που φτάνει στην Κρήτη, τον βασικό τόπο καταγωγής του. Εκείνος συνθλίβεται, όπως κάθε χωρισμένος άνθρωπος, αλλά αποφασίζει να αγνοήσει το γεγονός πως εκείνη δείχνει να μη θέλει καμία επαφή μαζί του και να της στέλνει καρτ ποστάλ από το νησί, μαζί με ένα γράμμα κάθε φορά. Πρακτικά, σε κάθε επεισόδιο. Αυτό που ο Ζόζεφ δεν ξέρει, είναι πως η πρώην του, ήταν τόσο αποφασισμένη για το τέλος αυτής της σχέσης, που έχει αλλάξει ακόμα και διεύθυνση. Ναι, τερμάτισε το ghosting, σε σημείο που οι φάκελοι με τις καρτ ποστάλ και τις σκέψεις του καταλήγουν στα χέρια της νέας ενοίκου του διαμερίσματος. Είναι προφανές πως η ένοικος θα καταλήξει να παίζει κάποιο ρόλο στη ζωή του Ζόζεφ, ο οποίος ακόμα αγνοεί την ύπαρξή της, γνωρίζοντας ανθρώπους και τις ιστορίες τους σε κάθε (αυτοτελές) επεισόδιο. Προσωπικότητες της Κρήτης, όπως μια μηχανικό αυτοκινήτου, larger than life, και σίγουρα larger than την κοινωνία που μας χώνει σε έμφυλα καλούπια, σαν να πληρώνεται για αυτ, ή τον ιδιοκτήτη ενός περίπτερου, σε ένα καθόλου τουριστικό χωριό της Κρήτης, ο οποίος μεγάλωσε μόνος του την κόρη του, η οποία φεύγει βιαστικά για την Αθήνα με μια βαλίτσα γεμάτα όνειρα, που όλοι μπορούμε να κρίνουμε αυστηρά, αλλά τελικά, δεν μας πέφτει και λόγος.

Μια άλλη ανάγνωση λέει πως στο «Καρτ Ποστάλ», βλέπουμε τα στάδια διαχείρισης ενός χωρισμού, αλλά και κάτι παραπάνω από αυτό. Ακολουθούμε έναν άνθρωπο σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, σε μια επιστροφή στις ρίζες του. Ο Ζόζεφ από ένας χωρισμένος καθηγητής αρχαιολογίας, μετατρέπεται σε στατιστική πίτα. Βρίσκει τα ποσοστά του. Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και χωρισμένος, είναι και χαωμένος από τη σύγχρονη ζωή. Είναι και ένας άνθρωπος που μάλλον έλεγε πολλά όχι, λίγιζε για καιρό από τα πολλά πρέπει που είχαν κάτσει στους ώμους του. Μέσα από τους ανθρώπους που γνωρίζει ζει και άλλες ζωές, παίρνει μαθήματα, συνειδητοποιεί πως αυτός ο χωρισμός τελικά δεν ήταν το τέλος του κόσμου. Ήταν το «μετά» το τέλος. Ήταν μια αναγέννηση, ένας τρόπος να αγκαλιάσει την απλότητα, να ψηλαφήσει άλλες ζωές, ξεχασμένες ιστορίες, ανοιχτές πόρτες, που δεν είναι οι δικές του πόρτες, να δει τον εαυτό του μέσα στους άλλους και να πάρει μαθήματα, γλιτώνοντας τη βιωματική διάσταση του πράγματος.

Ο Ζόζεφ δεν είναι ο μόνος κερδισμένος. Κάθε θεατής που ακόμα αναζητά το «επιμύθιο» της όποιας δημιουργίας, κερδίζει. Ψηλαφίζει και εκείνος ιστορίες της διπλανής πόρτας, που δεν βουλιάζουν από υπερβολή. Αντιλαμβάνεται πως μια σύντομη ιστορία, δεν είναι μια κακή ιστορία. Νιώθει αυτό το «μαζί» σε ιστορίες καθημερινής τρέλας, οικογενειακού πόνου, μυστικών που τσάμπα μένουν κρυμμένα, περιμένοντας αυτόν που τα κρατάει να αντιληφθεί πως στο μοίρασμα κρύβεται η μαγιά της ευτυχίας τέλος πάντων. Ο Ζόζεφ δεν παίζει ρόλο σωτήρα, ούτε κρύβει στις παλάμες του την εγγύηση ενός happy ending. Ο Ζόζεφ με έναν τρόπο μας μαθαίνει πως το τι είναι καλό και τι κακό τέλος είναι υποκειμενικό. Άσε που υπάρχουν και ιστορίες, δράματα, υποθέσεις, που δεν τελειώνουν ποτέ. Όχι γιατί είναι δυνατές, αλλά γιατί μπορεί απλούστατα να μην άρχισαν και ποτέ. Για αυτό ζουν. Είναι αιθέριες, θρονιασμένες στην ασφάλεια της φαντασιακής σφαίρας. Πρακτικά, ο Ζόζεφ είναι ένα πλάσμα που λέει «ναι». Αυτό είναι το κλειδί. Συνομιλεί, συμπάσχει, νιώθει και αντιλαμβάνεται πως δεν έχει και κάτι να χάσει. Στην τελική, είναι στην Κρήτη και είναι χωρισμένος. Πρακτικά, είναι καινούργιος. Ένας καινούργιος άνθρωπος που πλέον αντιλαμβάνεται την αξία των άλλων ανθρώπων και την απουσία του «δεδομένου» από την ανθρώπινη επαφή.

Το «Καρτ Ποστάλ» είναι η πρώτη ελληνική σειρά που βλέπω μετά από χρόνια και μάλιστα σε μια μέρα. Όχι γιατί παριστάνω την επιλεκτική θεατή, με τα αυστηρά κριτήρια και την υψωμένη μύτη πάνω από τις ελληνικές προσπάθειες για μυθοπλασία. Είναι η πρώτη ελληνική σειρά που βλέπω μετά από χρόνια, γιατί δεν με αναγκάζει να δώσω «ραντεβού» μαζί της στην τηλεόραση, όλα τα επεισόδια ήταν στο ERTflix. Γιατί με ταξιδεύει στην Κρήτη χωρίς τα στερεοτυπικά κλισέ που ακολουθούν αυτόν τον τόπο να βγαίνουν βίαια στην οθόνη, αλλά απλώς να «χαϊδεύουν», με μια νοσταλγία για την παράδοση, τις ρίζες και τον γλυκό τους σουρεαλισμό. Γιατί οι διάλογοι είναι φυσικοί, σε κάποια σημεία σχεδόν σε αυτοσχεδιασμός. Χωρίς υπερβολές. Γιατί τα επεισόδια είναι αυτοτελή και έτσι οι ιστορίες δεν στρετσάρουν και δεν γίνονται φθηνές. Γιατί μου θύμισε να λέω ναι, να ακούω για να ακούσω, όχι για να μιλήσω, να είμαι πρόθυμη να μοιραστώ ένα τσίπουρο με τον άγνωστο τύπο στο καφενείο του χωριού, που έχει ζήσει τόσα και τόσα, που πια βγαίνουν σαν πληροφορία αμάζευτη, πάνω σε σιδερένια τραπέζια, βρεγμένα από τον πάγο και το τσίπουρο. Δεν θέλουν πολλοί να ακούσουν αυτές τις ιστορίες, αλλά δεν είμαι πια μια από αυτούς. Γιατί με άφησε να θέλω κάτι. Δεν ξέρω τι. Δεν το έχω βρει. Ίσως να φταίει η αϋπνία. Τώρα όμως δεν έχω τι να δω και το επόμενο νέο επεισόδιο μεταδίδεται το Σάββατο. Αναγκαστικά, θα παριστάνω πάλι την ενήλικη. Θα πάω και σούπερ μάρκετ.