Στο Θέατρο Skrow στο Παγκράτι, συντελείται μια πρόβα αυτοκτονίας. Δηλαδή δεν είναι η πρόβα ο στόχος του υποψήφιου νεκρού, αλλά καταλήγει να μένει απλώς “πρόβα”, γιατί μια σειρά από άγνωστα και γνωστά πρόσωπα μπαίνουν στη ζωή του, προσπαθώντας να του δώσουν έναν λόγο για να ζει. Το θέμα είναι, θέλησε ποτέ στα αλήθεια να αυτοκτονήσει; Πηγαία και καθαρά; Και τελικά το ότι δεν το έκανε, του βγήκε σε καλό; 

Οι απαντήσεις σε αυτά τα παντελώς θολά ερωτήματα της εισαγωγής μου δίνονται στα καθίσματα του θεάτρου Skrow κάθε Τετάρτη, Πέμπτη και Κυριακή στις 21.15. Από απαντήσεις, έχουμε και εκείνες των ηθοποιών της παράστασης, Μαρίας Δαμασιώτη, Γιώργου Δικαίου, Νίκου Ντάση, Λάμπρου Γραμματικού, Κωνσταντίνου Γιουρνά και Κατερίνας Νταλιάνη, αλλά και του σκηνοθέτη Εμμανουήλ Κοντού. Πρόκειται για την ομάδα ΕΠΤΑΡΧΕΙΑ, που αυτή τη σεζόν προβάρει την αυτοκτονία της και απαντά στις ερωτήσεις μας, εδώ στο Provocateur. 

 

Γιατί επιλέξατε αυτό το έργο;

Εμμανουήλ Κοντός: Αρχικά, ήρθε η ανάγκη για κάτι που να χωρέσει το κόσμο μου. Έπειτα η ανάγκη, να κάνουμε κάτι με τους όρους που εμείς θα θέταμε, η ανάγκη να ξέρω ότι ακόμα κι αν κάτι με βρίσκει διάφωνο, μπορώ να έρθω σε διάλογο, ακόμα κι αν κάτι δεν το καταλαβαίνω, μπορώ να εμπιστευτώ τους ανθρώπους γύρω μου. Η ανάγκη να μπορώ να εμπλέκομαι ολοκληρωτικά. Σε επόμενη φάση, αναγνωρίζοντας τη δυναμική της ομάδας μας, αλλά και τη δική μου στιγμή, εμφανίστηκε ο περιορισμός του είδους, της κωμωδίας. Έπειτα ήρθε η έρευνα και πολύ γρήγορα συναντήσαμε τη Γενική πρόβα Αυτοκτονίας. Εξίσου γρήγορα την αφήσαμε στην άκρη, γιατί κάτι δεν καταλαβαίναμε σε αυτό το σύμπαν. Λίγο καιρό μετά, αυτό που δεν καταλάβαινα, έγινε αυτό που με συγκινούσε και με προκαλούσε περισσότερο σε αυτό το έργο. Η αίσθηση του ακατόρθωτου, της υπέρβασης, η ελευθερία, η απενοχοποίηση, η πίστη, η αναζήτηση μιας αλήθειας πάνω και κάτω από τη σκηνή, το χιούμορ και η τρελή γραφή του Κοβασεβιτς και η τόσο απλή, προφορική και άμεση μετάφραση της Γκαγκα Ροσιτς, έγιναν οι αιτίες που φτάσαμε εδώ. 

Τι δεν ξέρει το κοινό για την ομάδα ΕΠΤΑΡΧΕΙΑ; Ποιοι είστε;

Μαρία Δαμασιώτη: Τα ΕΠΤΑΡΧΕΙΑ είναι ένα θεατρικό σχήμα, με κίνητρο, την ορμή των μελών του να συνυπάρχουν, να συνεργάζονται, να συνομιλούν και να εξερευνούν. Η ομάδα «ΕΠΤΑΡΧΕΙΑ» ξεκίνησε με το Μιστέρο Μπούφο στο θέατρο ΘΗΣΕΙΟΝ και πολλές επόμενες παραγωγές στο θέατρο Πόρτα, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Θωμά Μοσχόπουλου. Τα τελευταία χρόνια προέκυψε η ανάγκη ανανέωσης των μελών του θεατρικού σχήματος με μαθητές του Αργύρη Ξάφη από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Τούτο μας έφερε σε μία ευθυγράμμιση ονείρων και καλλιτεχνικών στόχων με πυρήνα τις νέες θεατρικές φόρμες. Η εκκίνηση αυτής της νέας πορείας πραγματοποιήθηκε με την επιχορηγούμενη από το Υπουργείο Πολιτισμού παραγωγή «ΕΤΣΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ», σε σκηνοθεσία του Αργύρη Ξάφη, η οποία εκκρεμεί να παρουσιαστεί, σε μορφή κινηματογραφικού έργου. Η ομάδα μας, πιστή στη λειτουργία της ανανέωσης και του πειραματισμού, διαπραγματεύεται συνεχώς τις εσωτερικές της δομές με νέα πρόσωπα στη σκηνοθεσία και το θίασο. Η εγκαθίδρυση μιας κοινής καλλιτεχνικής γλώσσας, η ορμή για εξερεύνηση, η ανάγκη για συνεργασία και εμβάθυνση παραμένουν τα σταθερά μας κίνητρα και οι βασικοί μας άξονες. Κάτι που δεν ξέρει το κοινό, ούτε κι εμείς καλά καλά, είναι από που προέκυψε αυτό το όνομα, που λάβαμε ως “κληρονομιά”.

Έχει γίνει μια ενδιαφέρουσα διανομή ρόλων, με γυναίκες ηθοποιούς να ενσαρκώνουν αντρικούς ρόλους; Πώς πήρατε αυτή την απόφαση και πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν η εφαρμογή της στην πράξη;

Μαρία Δαμασιώτη: Στην πραγματικότητα είναι ένας αντρικός ρόλος που παίζεται από μια ηθοποιό, που παίζεται με τη σειρά της από μια άλλη ηθοποιό και αυτή από μια άλλη ηθοποιό και είναι μέρος μιας ιστορίας που είναι μια πρόβα μιας παράστασης, που αφηγείται μια άλλη παράσταση μέσα σε μια παράσταση στο θέατρο SKROW, που συμβαίνει από μια ομάδα ανθρώπων τα επτάρχεια, που ζουν σε ένα φανταστικό θεατρικό φράκταλ. 

Εμμανουέλα Μαγκώνη: Σκοπός μας δεν είναι να μείνει ο θεατής σ’ αυτό που βλέπει μια γυναίκα δηλαδή σ’έναν αντρικό ρόλο αλλά σ’ ένα πλάσμα άφυλο, ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Η όλη διαδικασία και έρευνα μας έδωσε τη δυνατότητα να απελευθερωθούμε και να έρθουμε σε επαφή με το άγνωστο και το διαφορετικό. Θα την χαρακτήριζα ως μια ξεχωριστή διαδρομή γεμάτη εκπλήξεις. Κατά κάποιον τρόπο δεν θέλαμε να εστιάσουμε στο φύλο του χαρακτήρα αλλά στο ρόλο του με βάση τα ζητήματα που θίγει ολόκληρο το έργο. Οι ρόλοι των τεσσάρων αδερφών είναι τα σκαλοπάτια προς τον τελικό στόχο του έργου.

Ποιο είναι το χειρότερο συναίσθημα που μπορεί να νιώσει κάποιος μετά την παράσταση; Τι δεν θα του συγχωρούσατε ποτέ; 

Γιώργος Δικαίος: Νομίζω ότι οι απαντήσεις σ αυτή την ερώτηση είναι τόσες όσοι και οι θεατές που παρακολουθούν θέατρο! Στο δικό μου μυαλό το συναίσθημα αυτό είναι αλληλένδετο με την “τοποθέτηση” του κάθε θεατή απέναντι στο θέατρο και στην Τέχνη εν γενει. Με λίγα λόγια δηλαδή, τι περιμένει κανείς ερχόμενος σε μια παράσταση, τι προσδοκία έχει και γιατί επιλέγει να δώσει το χρόνο του εκει? Εντελώς προσωπικά, μπορώ να απαντήσω ότι το δικό μου χειρότερο βίωμα ως θεατής με οδήγησε στο να βγω με δάκρυα από μια παράσταση, έχοντας μέσα μου συσσωρευμένη απογοήτευση,θυμό,απελπισία, έχοντας αισθανθεί πως οι άνθρωποι που πατούσαν στη σκηνή δεν προσπαθούσαν για τίποτα και συνειδητά βρίσκονταν εκεί εν είδει αγγαρείας και με μοναδικό στόχο την αυτοπροβολή και την υποτίμηση της νοημοσύνης του θεατή. Βαριά κουβέντα το “δεν συγχωρώ”. Μπορώ όμως να πω ότι με πληγώνει βαθειά η έλλειψη ενσυναίσθησης από έναν θεατή ιδίως όταν καταλαβαίνω ότι αυτή προκύπτει από μια περιοχή ευκολίας στην κριτική και όχι ειλικρινούς προσπάθειας για διάλογο με αυτό που έχει παρακολουθήσει. Εξάλλου πιστεύω πως μια παράσταση είναι μια δυαδική διεργασία μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή. Όσο ο ένας προσπαθεί κοπιάζοντας επι σκηνής για να επικοινωνήσει, άλλο τόσο θα ήταν ευτύχημα να προσπαθεί και ο άλλος κάτω από τη σκηνή για να εισπράξει. Και μόνο τότε , στο τέλος, θα μπορούσε να γίνει ένας ισότιμος διάλογος -με οποιοδήποτε πρόσημο- μεταξύ των.

Νίκος Ντάσης: Υποθέτω η βαρεμάρα… Να φύγει ο θεατής χωρίς την παραμικρή σύνδεση με το έργο. Από εκεί και πέρα θα τα συγχωρούσα όλα σε κάποιον θεατή… υποθέτω.

Πώς βιώνετε πια την εμπειρία της επαφής με το θέατρο μετά την πανδημία; Άλλαξε κάτι στη σχέση σας με αυτό; Γιατί επιλέξατε αυτό το έργο; 

Λάμπρος Γραμματικός: Εγώ ήμουν από τους τυχερούς που μέσα στην πανδημία καταφέρα να παραμείνω δημιουργικός κάνοντας πρόβες, καθώς η πρόβα είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς μας. Οταν λοιπόν ήρθε η ώρα να ξανασυναντηθούμε με το κοινό, αυτό που υπήρχε και από τις δύο πλευρές νομίζω, ήταν μεγαλύτερη προσμονή. Σαν να συναντούσα μετά από πολύ καιρό κάποι@ καλ@ μου φίλ@… Που από τη μια χαίρεσαι, από την άλλη όμως έχεις και μια αγωνία αν έχει αλλάξει κάτι μεταξύ σας. Η αγωνία του να είναι όλα όπως πριν. Εγώ νομίζω ότι σίγουρα έχει αλλάξει κάτι, το θέμα ειναι να βρίσκουμε κάθε φορά τρόπους να ανακαλύπτουμε πάλι ο ένας τον άλλο….

Κωνσταντίνος Γιουρνάς: Αυτό που βιώσαμε και συνεχίζουμε να βιώνουμε τα τελευταία δύο σχεδόν χρόνια είναι τεράστιο και οι αλλαγές θεωρώ πως ακόμα δεν έχουν φανεί στο πραγματικό τους μέγεθος . Όσον αφορά στο κομμάτι του θεάτρου αυτό που εγώ συνειδητοποιώ σε ένα πρώτο επίπεδο είναι η ανάγκη μου για σύνδεση και εμπλοκή είτε ως ηθοποιός είτε ως θεατής. Θέλω να πιστεύω πως οι αλλαγές στον χώρο του θεάτρου μετά από αυτό το ιστορικό συμβάν θα είναι μεγάλες . Όταν η πραγματικότητα ξεπερνάει το θέατρο τότε θεωρώ πως έχει έρθει στιγμή για νέες ιδέες και νέους τρόπους έκφρασης και πραγμάτωσης αυτών των ιδεών. Ακόμα όμως είναι πολύ νωρίς για να μπορέσουμε να ορίσουμε αυτή την αλλαγή. 

Πρόκειται για μαύρη κωμωδία που προκαλεί αρκετό γέλιο, τη στιγμή που πραγματεύεται σοβαρά ζητήματα, όπως κατάθλιψη, αυτοκτονία, οικονομική καταστροφή, σκευωρία. Θεωρείται πως είναι απαραίτητο να μπορεί το θέατρο να μας κάνει να γελάμε με τις πιο δύσκολες εκφάνσεις της ζωής; 

Εμμανουήλ Κοντός: Μεγαλο ζητημα το γελιο… Ενδιαφέρον βρίσκω, να μπορεί το θέατρο, να προκαλεί όσα μας προκαλεί η ζωή, μαζί και το γέλιο λοιπόν. Το ζητημα προκύπτει από το οτι το γέλιο, πρέπει να το αντιμετωπίζουμε και αποκομμένο από την ευφορία και την ευχαρίστηση. Στα άσχημα νέα, ας πούμε, εγώ αυτόματα χαμογελάω. Το γέλιο προκαλεί ενός είδους διατάραξη της επικοινωνιακής διαδικασίας. Στο επίπεδο λοιπόν του επαναπροσδιορισμού του αυτονόητου, το γελιο, μπορούμε να το πούμε και απαραίτητο. 

Κατερίνα Νταλιάνη: Δεν αντιλαμβάνομαι κανένα κείμενο – έργο ως κάτι που οφείλει να προκαλέσει γέλιο ή κλάμα. Για μένα αυτό που είναι το απαραίτητο στο θέατρο, είναι να μεταφέρω, με απόλυτη κυριολεξία αυτό που έχουμε συμφωνήσει στην πρόβα να ειπωθεί. Τώρα αν αυτό κάνει κάποιον στο κοινό να γελάσει ή να κλάψει, είναι κάτι που δεν μπορώ, ούτε θέλω να ελέγχω. Είναι στη διάθεση του ανθρώπου που θα ακούσει την ιστορία και όχι στην δική μου, που θα την πω .