Το Μπάγκειον ετοιμάζεται να μεταμορφωθεί σε τοπίο παγώματος χρόνου, πάνω στο οποίο ο Σπύρος Κουβαράς και η ομάδα του θα χορέψουν πάνω στην ακινησία; Θεωρείς πως χορός, κίνηση και ακινησία δεν μπορούν να συνυπάρξουν ούτε σε πρόταση, ούτε σε παράσταση; Ο Σπύρος Κουβαράς απαντά σε αυτό, αλλά και σε μερικές ακόμα ερωτήσεις μας, λίγο πριν την έναρξη των παραστάσεων.
 
Η αλλαγή βάσης της ομάδας σας από το Παρίσι στην Αθήνα ήταν ένα σοκ στην αρχή;
 
Σοκ δεν θα το έλεγα, πολιτισμική αλλαγή σίγουρα ναι, αλλά μιλάω περισσότερο κοινωνιολογικά και λιγότερο καλλιτεχνικά. Καλλιτεχνικά άλλωστε έχουν εξελιχθεί αρκετά τα πράγματα και η ελληνική σκηνή χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων και από πολύ μεγαλύτερη εξωστρέφεια πλέον. Από το Παρίσι πήρα ό,τι ήθελα, ναι, σίγουρα υπάρχουν περισσότερες δομές για τον σύγχρονο χορό, υπάρχει μια ευρύτερη, υποστηρικτική, περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι και εκεί πρέπει να κοπιάσει κανείς πάρα πολύ για να μην τον “καταπιεί” αυτή η πόλη. Παράλληλα, είμαι άνθρωπος που του αρέσουν οι μεγάλες αλλαγές, ένιωθα και ήθελα να είμαι εδώ σε αυτή τη φάση της ζωής μου και το τόλμησα. Το Παρίσι εκεί είναι και θα είναι για πάντα, οι συνεργασίες μου επίσης θέλω να πιστεύω, άλλωστε ακόμα πηγαίνω για projects, οπότε όλα καλά.
 
 
Τι να περιμένουμε να δούμε στο (5)4’33”: a continuous (im)mobility΄;
 
Με αφορμή το (5)4’33’’: a continuous (im)mobility, θα έλεγα πως επιστρέφω σε βασικά στοιχεία του χορού όπως το άγγιγμα, η σωματική επαφή και η εγγύτητα. Επιστρέφω σε αυτά που, κοινωνιολογικά, μου επιτρέπουν να παραμείνω άνθρωπος και σε αυτά που ενδυναμώνουν την ενσώματη εμπειρία του εαυτού μας και του κόσμου. Κινησιολογικά, με ενδιέφερε να προσεγγίσω οτιδήποτε έρχεται σε αντιδιαστολή με μια “κοινωνία second hand”, που αναπνέει αποδεχόμενη πολλά στερητικά α-, όπως ανέραστη, ασώματη, άγονη, άτοπη. Η σωματικότητα λοιπόν που προτάσσει το έργο, τοποθετείται θα έλεγα ως απαραίτητη συνθήκη της ύπαρξης μας στον κόσμο. Είναι ο καλός αγωγός που μας ενώνει με τους άλλους, ο φύλακας άγγελος που στέκει σιωπηλά και εξασφαλίζει στην ύπαρξή, όχι απλά μια θέση στον κόσμο αλλά την παρουσία της μέσα σε έναν ορίζοντα σημασιών.
 
Το τρέιλερ είναι λίγο σαν αντίδοτο στην επιβεβλημένη αποστασιοποίηση της πανδημίας; Συντέλεσε η πανδημία στο να εμπνευστείτε αυτή την παράσταση;
 
Φυσικά και ναι. Μέσα στη γενικευμένη καθήλωση, το έργο αυτό επιβεβαιώνει θα έλεγα με έναν τρόπο άρρητο, τη σχέση μας με ό,τι μας περιβάλλει ως σαρκική επαφή. Έρχεται ως μικρή υπενθύμιση πως η ενσώματη εμπειρία και η ανθρώπινη εγγύτητα είναι ζωτικής σημασίας στοιχεία για την διατήρηση της ανθρωπινότητας μας. Και όπως λέει και ο Agamben: “Το απλώς ποσοτικό στοιχείο ότι είμαστε ζωντανοί δεν μας κάνει και πολιτικά όντα. Επομένως, η σκέτη ασφάλεια —η προάσπιση απλώς της ζωής ως πρώτη προτεραιότητα της κρατικής εξουσίας— αποτελεί εχθρό της πολιτικής ανθρωπινότητάς μας. Και αυτό επειδή το ότι είμαστε απλά ζωντανοί, από μόνο του, δεν σημαίνει ότι και οι ζωές μας αξίζουν να τις ζούμε”.
 
 
Πώς μπορούν να συνυπάρξουν «κίνηση» και «ακινησία» στην ίδια πρόταση;
 
Συνυπάρχουν με κοινό παρονομαστή τον χρόνο. Λόγω της, αναλλοίωτης ρυθμικά, κινητικής ποιότητας που διέπει το σύνολο του έργου, ο χρόνος, θα έλεγα, είναι ο ενορχηστρωτής του χώρου. Στην ουσία, η διάρκεια της παράστασης, τα 54 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα, είναι και η κυρίαρχη διάσταση της χορογραφίας μου. Κατά συνέπεια ο χρόνος είναι στο πρώτο επίπεδο και οι όποιες χρονικές αλλαγές, εξελίσσουν και καθορίζουν το χορευτικό λεξιλόγιο του έργου. Επιδίωξη μου δεν είναι να παρουσιάσω την ακινησία των χορευτών καθ΄αυτή, αλλά και να ενεργοποιήσω την προσοχή των θεατών στην θέαση μιας λεπτοφυούς κινητικής ποιότητας που μοιάζει να εκπορεύεται από τα ενδότερα του σώματος, από τα εσωτερικά τοπία του εαυτού.
 
 
Γιατί στο Μπάγκειον; Πώς συντελεί ο τόπος στους συμβολισμούς που θέλετε να επιτύχετε;
 
Ήθελα έναν χώρο, μη θεατρικό, παλιό, εγκατελειμμένο σχεδόν, που να δημιουργεί μια μετέωρη αίσθηση παγώματος του χρόνου ή μια ετεροχρονία αν θέλετε. Να είναι ταυτόχρονα μνήμη και μετάβαση και να μπορεί να μας κάνει να αναρωτηθούμε αν αυτό που βλέπουμε συμβαίνει ή είναι μια παρελθοντική αντανάκλαση. Συν τοις άλλοις, επιθυμούσα και έναν χώρο που αρχικά να μοιάζει με δωμάτιο ενδοσκοπικής περισυλλογής του ατόμου, και σταδιακά, κατά τη διάρκεια της παράστασης, να εξελίσσεται σε ένα κοινόβιο αντίστασης μιας εξαναγκασμένης αποστασιοποίησης. Έχω την αίσθηση πως ένα πρώην ξενοδοχείο μπορεί εύκολα να μας δημιουργήσει, μεταξύ άλλων, (και) αυτούς τους συνειρμούς.
 
 
Γιατί επιλέξατε το Ρέκβιεμ για “ντύσετε” το “Κύκνειο άσμα της ανθρώπινης κίνησης”;
 
Κανένα άλλο έργο στην ιστορία της μουσικής δεν συνδέεται τόσο άμεσα και εύγλωττα με τη ζωή και τον θάνατο. Είναι ένα μουσικό έργο που χαρακτηρίζεται από μια οικουμενικότητα και μια έντονα αναστοχαστική διάθεση. Αυτή η διάθεση θεωρώ πως υπάρχει και στη φύση της χορογραφίας και συνδυαστικά με την έντονη σωματικότητα που την χαρακτηρίζει, το Ρέκβιεμ δημιουργεί, ένα συγκινησιακό πέπλο πάνω από τα σώματα των ερμηνευτών, τα οποία μοιάζουν έτοιμα να κινηθούν για μια τελευταία ίσως (;) φορά σε αυτό το έργο. Παράλληλα, επειδή σχεδόν πάντα οι δουλειές μου “συνοδεύονται” από πρωτότυπες, ηλεκτροακουστικές, συνθέσεις αλλά είμαι και άνθρωπος που έλκεται ιδιαίτερα από το να δοκιμάζει, χορογραφικά, νέα πράγματα, θέλησα αυτή τη φορά να πειραματιστώ σε μια σύγχρονη δημιουργία με ένα κλασικό, καθολικό, μουσικό έργο.
 
Με τι είδους κοινωνικές αγκυλώσεις και στερεότυπα καλείται να ζήσει ένας επαγγελματίας χορογράφος στον πλανήτη Ελλάδα;
 
Κάποτε στην Ελλάδα αν σε ρωτούσαν με τι ασχολείσαι και έλεγες με τον σύγχρονο χορό, η επόμενη ερώτηση ήταν: “α, ωραία σε ποιο κανάλι παίζεις”;  Αυτά δεν υπάρχουν τόσο πια, οι όποιες αγκυλώσεις επίσης, σε ένα βαθμό, έχουν αμβλυνθεί. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι ένας νέος χορογράφος καλείται να ζήσει με μεγάλες προκλήσεις. Αρχικά η πρόκληση για να ζήσει ως χορογράφος, είναι ότι θα πρέπει να μπορέσει να “υπάρξει” ως χορογράφος. Για να “υπάρξει”, πρέπει να χτίσει σταδιακά ένα υποστηρικτικό πλαίσιο συνεργασιών, τέτοιο που θα του επιτρέψει τόσο αυτός όσο και η ομάδα του, να λειτουργήσουν ορθολογικά σε επίπεδο παραγωγής, σε επίπεδο προϋπολογισμών, σε επίπεδο προσωπικού και συνεργατών και γενικά σε ένα μεγάλο εύρος διοικητικής και καλλιτεχνικής οργάνωσης. Πέρα από αυτό όμως, η μεγάλη πρόκληση για έναν χορογράφο ή μια ομάδα σύγχρονου χορού σήμερα, είναι, να είναι αυτό που το ίδιο το πρώτο συνθετικό της ιδιότητας μας ορίζει. Να είναι σύγχρονη/ος… Αυτό έχω την αίσθηση πως ακόμη λείπει λιγάκι, ιδιαίτερα στην Ελλάδα αλλά όχι μόνο. Να βλέπουμε δηλαδή περισσότερη έρευνα, κατεργασία και τριβή με νέες φόρμες, πειραματισμό στην κινητική γλώσσα, δραματουργικό ρίσκο και πολύ λιγότερο μανιέρα και παραστατικό ακαδημαϊσμό.
 
 
Το τελευταίο διάστημα έχει μπει στο μικροσκόπιο ο καλλιτεχνικός χώρος και διάφορες κακοποιητικές συμπεριφορές που ανθίζουν μέσα σε αυτόν αποτελώντας “μέθοδο”. Έχει ο χορός τις δικές του σκοτεινές ιστορίες, κρυμμένες κάτω από έννοιες όπως “πειθαρχία”;
 
Νομίζω πως αυτές οι συμπεριφορές είναι ριζωμένες στην ελληνική κοινωνία γενικότερα και εντοπίζονται σε όλους τους εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς χώρους, όχι μόνο στους καλλιτεχνικούς. Η ελληνική οικογένεια ως μήτρα και η κοινωνία στο σύνολο της διέπονται από βαθύ συντηρητισμό και αξίες ποτισμένες από ένα σάπιο πατριαρχικό πρότυπο. Προφανώς λοιπόν και έχει και ο χορός τις δικές του σκοτεινές ιστορίες, καλυμμένες κάτω από έννοιες όπως πειθαρχία, σωματική αρτιότητα και πολλά άλλα στερεότυπα. Στον σύγχρονο χορό ίσως λίγο λιγότερο θα έλεγα, μιας και αρκετά στερεότυπα, “κακοποιημένης τελειότητας”, ευτυχώς έχουν καταρρεύσει. Εκεί που θεωρώ πως υπάρχουν ακόμη προβλήματα, σοβαρότατα πολλές φορές, είναι στο εκπαιδευτικό κομμάτι, στις σχολές και στην εν γένει παιδαγωγική προσέγγιση που υπάρχει απέναντι στους νέους σπουδαστές. Αναμφισβήτητα βρίσκω πολύ ελπιδοφόρο ότι ακούγονται πια αυτές οι σκοτεινές ιστορίες, ωστόσο είναι πολλά αυτά που πρέπει να ακόμη να κάνουμε ως γονείς, ως άτομα και ως κοινωνία. 
 
(5)4’33”: a continuous (im)mobility
Πότε: 2 – 5 Δεκεμβρίου
Πού: Ξενοδοχείο Μπάγκειον
Εισιτήρια: viva.gr